Με τάραξε το άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση με τίτλο «Τα παιδιά του φθινοπώρου» που διάβασα οδηγημένη από το μπαζάρισμα (http://buzz.reality-tape.com/) του Old Boy.
Υπάρχουν μέσα μου δυο φθινοπωρινά βλέμματα που δεν ξερριζώνονται με τίποτα και συνεχίζουν να με στοιχειώνουν εδώ και μερικές δεκαετίες. Δυο βλέμματα που χαράχτηκαν στην καρδιά μου, που ώρες ώρες δημιουργούν εντάσεις τύψεων για την αδυναμία να εξηγήσω και να βοηθήσω. Αναρωτιέμαι ίσαμε σήμερα -και μάλλον θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι μέχρι τέλους του βίου- αν πραγματικά αυτά τα βλέμματα εκλιπαρούσαν, τι ακριβώς ήθελαν να μου πουν, αν θα μπορούσα να κάνω κάτι...
Το πρώτο βλέμμα, για το οποίο σίγουρα δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο από το να σημειώσω έναν αριθμό κυκλοφορίας, με κοίταξε -υγρό και γουρλωμένο σαν από τρόμο για κάτι τι αναπόφευκτο- μέσα από το πίσω αριστερό τζάμι ενός σκουρόχρωμου πολυτελούς αυτοκινήτου. Εκείνο το φθινοπωρινό βραδάκι, κατέβαινα την οδό Ι. Γενναδίου με τα πόδια και, τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να διασταυρώσω την οδό Ραβινέ, μια σκουρόχρωμη λιμουζίνα γεμάτη επιβάτες έστριψε απότομα αριστερά αναγκάζοντάς με να ξανανέβω στο πεζοδρόμιο. Για μια στιγμή, θύμωσα με τον οδηγό που κόντεψε να με πατήσει στρίβοντας τόσο γρήγορα και απροειδοποίητα. Η στιγμή αυτή ήταν αρκετή ώστε να διακρίνω καλά μέσα στο μισοσκόταδο δυο μάτια πάνω σε ένα πρόσωπο σκούρο κολλημένο πάνω στο πίσω αριστερό τζάμι της λιμουζίνας. Τα μάτια με κοίταζαν με τέτοιο τρόπο, υγρά και γουρλωμένα, σαν να με διατάζανε να σπάσω το τζάμι επιτόπου και να ελευθερώσω αυτό το άμοιρο πλάσμα στο οποίο ανήκαν. Δεν έκανα τίποτα, φυσικά, και η ιδέα να σημειώσω τον αριθμό κυκλοφορίας ήρθε λίγο αργότερα. Πέρασε η στιγμή και πέρασα και 'γώ απέναντι. Το βλέμμα αυτό όμως, ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα μυστήριο για μένα. Ερχεται και φεύγει και ξανάρχεται. Εχω πλάσει ένα σωρό ιστορίες γύρω από το βλέμμα αυτό και τον άνθρωπο που το κουβαλούσε, αλλά είναι η μια τρομαχτικότερη από την άλλη και διστάζω να τις επαναλάβω και γραπτώς. Εκείνες τις μέρες συνέβη ένα έγκλημα στην οδό Ραβινέ, ίσως και αυτό το γεγονός να έπαιξε το ρόλο του στη μυθολογία που έπλασα γύρω από αυτό το βλέμμα. Ηταν άραγε μυθολογία; Η δική μου φαντασία έκανε φύλλο και φτερό μια στιγμιαία εικόνα ή αυτό το βλέμμα ήθελε πράγματι να πει όλα αυτά που η εικόνα που σχημάτισα το έβαζε να λέει; Το μόνο σίγουρο είναι πως θα μείνω με την απορία.
Το δεύτερο βλέμμα, για το οποίο σίγουρα θα μπορούσα να κάνω κάτι αν δεν βιαζόμουν να γυρίσω σπίτι όπου με περίμενε ένα σωρό κόσμος, ήταν από τα μάτια ενός ταλαίπωρου σκύλου. Φθινοπωρινό βραδάκι πάλι, στην οδό Υψηλάντου λίγο πριν φτάσω στη Γενναδίου, στο πεζοδρόμιο απέναντι από τον Ευαγγελισμό. Περπατούσα γρήγορα, οι καλεσμένοι μου με περίμεναν και είναι τόσο απαίσιο να φτάνει η οικοδέσποινα μετά τους καλεσμένους! Ετσι σκεφτόμουν τότε και κάτι με έτρωγε μέσα μου, ένοιωθα χάλια, αλλά κάτι θα έβρισκα και θα τα μπάλωνα όπως πάντα. Οπως προχωρούσα λοιπόν βιαστική και αφηρημένη, με μόνο στόχο να φτάσω γρήγορα σπίτι, βρέθηκε μπροστά μου ένα ψηλόσωμο σκυλί χρώματος γκριζωπού με αραιό τρίχωμα στο κεφάλι και τσαλακωμένα μουστάκια -κυνηγόσκυλο νομίζω, έμοιαζε με Drahthaar (εικ)- που με κοίταζε παρακλητικά κόβοντάς μου τη φόρα. Για μια μικρή στιγμή αμφιταλαντεύτηκα. Ηθελα πολύ να το πάρω μαζί μου, να ψάξω για το αφεντικό του, να το ταΐσω, να το φροντίσω, αλλά με περίμεναν οι κοινωνικές υποχρεώσεις και προσπέρασα. Ακουγα τα βηματάκια του τσικ τσικ τσικ πάνω στο πεζοδρόμιο και το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό μου. Εφτασα σπίτι, δικαιολογήθηκα αν και δεν χρειαζόταν -οι καλεσμένοι κάτι είχαν βρει να κάνουν στο μεταξύ. Μίλησα για τη συνάντησή μου με το σκύλο, κάποιος είπε για ένα γέρο που είχε πεθάνει πρόσφατα λίγο παρακάτω και είχε ένα τέτοιο γέρικο σκυλί, κάποιος μίλησε για τα αδέσποτα που τα κάνουν ζωοτροφές, πήγα στον απόπατο και έκανα εμμετό χωρίς να με πάρουν είδηση. Η συγκέντρωση διαλύθηκε μετά τα μεσάνυχτα, πήγα για ύπνο αλλά χωρίς αποτέλεσμα, η εικόνα του βλέμματος με κυνηγά ακόμα. Εφτιαξα, φυσικά, αρκετές ιστορίες με σκύλους, καμία όμως για το σκύλο αυτό με το ανθρωπόμορφο πονεμένο βλέμμα. Ακόμα νοιώθω τύψεις που δεν έκανα κάτι γι αυτό το γέρικο πλασματάκι.
Υπάρχουν μέσα μου δυο φθινοπωρινά βλέμματα που δεν ξερριζώνονται με τίποτα και συνεχίζουν να με στοιχειώνουν εδώ και μερικές δεκαετίες. Δυο βλέμματα που χαράχτηκαν στην καρδιά μου, που ώρες ώρες δημιουργούν εντάσεις τύψεων για την αδυναμία να εξηγήσω και να βοηθήσω. Αναρωτιέμαι ίσαμε σήμερα -και μάλλον θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι μέχρι τέλους του βίου- αν πραγματικά αυτά τα βλέμματα εκλιπαρούσαν, τι ακριβώς ήθελαν να μου πουν, αν θα μπορούσα να κάνω κάτι...
Το πρώτο βλέμμα, για το οποίο σίγουρα δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο από το να σημειώσω έναν αριθμό κυκλοφορίας, με κοίταξε -υγρό και γουρλωμένο σαν από τρόμο για κάτι τι αναπόφευκτο- μέσα από το πίσω αριστερό τζάμι ενός σκουρόχρωμου πολυτελούς αυτοκινήτου. Εκείνο το φθινοπωρινό βραδάκι, κατέβαινα την οδό Ι. Γενναδίου με τα πόδια και, τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να διασταυρώσω την οδό Ραβινέ, μια σκουρόχρωμη λιμουζίνα γεμάτη επιβάτες έστριψε απότομα αριστερά αναγκάζοντάς με να ξανανέβω στο πεζοδρόμιο. Για μια στιγμή, θύμωσα με τον οδηγό που κόντεψε να με πατήσει στρίβοντας τόσο γρήγορα και απροειδοποίητα. Η στιγμή αυτή ήταν αρκετή ώστε να διακρίνω καλά μέσα στο μισοσκόταδο δυο μάτια πάνω σε ένα πρόσωπο σκούρο κολλημένο πάνω στο πίσω αριστερό τζάμι της λιμουζίνας. Τα μάτια με κοίταζαν με τέτοιο τρόπο, υγρά και γουρλωμένα, σαν να με διατάζανε να σπάσω το τζάμι επιτόπου και να ελευθερώσω αυτό το άμοιρο πλάσμα στο οποίο ανήκαν. Δεν έκανα τίποτα, φυσικά, και η ιδέα να σημειώσω τον αριθμό κυκλοφορίας ήρθε λίγο αργότερα. Πέρασε η στιγμή και πέρασα και 'γώ απέναντι. Το βλέμμα αυτό όμως, ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα μυστήριο για μένα. Ερχεται και φεύγει και ξανάρχεται. Εχω πλάσει ένα σωρό ιστορίες γύρω από το βλέμμα αυτό και τον άνθρωπο που το κουβαλούσε, αλλά είναι η μια τρομαχτικότερη από την άλλη και διστάζω να τις επαναλάβω και γραπτώς. Εκείνες τις μέρες συνέβη ένα έγκλημα στην οδό Ραβινέ, ίσως και αυτό το γεγονός να έπαιξε το ρόλο του στη μυθολογία που έπλασα γύρω από αυτό το βλέμμα. Ηταν άραγε μυθολογία; Η δική μου φαντασία έκανε φύλλο και φτερό μια στιγμιαία εικόνα ή αυτό το βλέμμα ήθελε πράγματι να πει όλα αυτά που η εικόνα που σχημάτισα το έβαζε να λέει; Το μόνο σίγουρο είναι πως θα μείνω με την απορία.
Το δεύτερο βλέμμα, για το οποίο σίγουρα θα μπορούσα να κάνω κάτι αν δεν βιαζόμουν να γυρίσω σπίτι όπου με περίμενε ένα σωρό κόσμος, ήταν από τα μάτια ενός ταλαίπωρου σκύλου. Φθινοπωρινό βραδάκι πάλι, στην οδό Υψηλάντου λίγο πριν φτάσω στη Γενναδίου, στο πεζοδρόμιο απέναντι από τον Ευαγγελισμό. Περπατούσα γρήγορα, οι καλεσμένοι μου με περίμεναν και είναι τόσο απαίσιο να φτάνει η οικοδέσποινα μετά τους καλεσμένους! Ετσι σκεφτόμουν τότε και κάτι με έτρωγε μέσα μου, ένοιωθα χάλια, αλλά κάτι θα έβρισκα και θα τα μπάλωνα όπως πάντα. Οπως προχωρούσα λοιπόν βιαστική και αφηρημένη, με μόνο στόχο να φτάσω γρήγορα σπίτι, βρέθηκε μπροστά μου ένα ψηλόσωμο σκυλί χρώματος γκριζωπού με αραιό τρίχωμα στο κεφάλι και τσαλακωμένα μουστάκια -κυνηγόσκυλο νομίζω, έμοιαζε με Drahthaar (εικ)- που με κοίταζε παρακλητικά κόβοντάς μου τη φόρα. Για μια μικρή στιγμή αμφιταλαντεύτηκα. Ηθελα πολύ να το πάρω μαζί μου, να ψάξω για το αφεντικό του, να το ταΐσω, να το φροντίσω, αλλά με περίμεναν οι κοινωνικές υποχρεώσεις και προσπέρασα. Ακουγα τα βηματάκια του τσικ τσικ τσικ πάνω στο πεζοδρόμιο και το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό μου. Εφτασα σπίτι, δικαιολογήθηκα αν και δεν χρειαζόταν -οι καλεσμένοι κάτι είχαν βρει να κάνουν στο μεταξύ. Μίλησα για τη συνάντησή μου με το σκύλο, κάποιος είπε για ένα γέρο που είχε πεθάνει πρόσφατα λίγο παρακάτω και είχε ένα τέτοιο γέρικο σκυλί, κάποιος μίλησε για τα αδέσποτα που τα κάνουν ζωοτροφές, πήγα στον απόπατο και έκανα εμμετό χωρίς να με πάρουν είδηση. Η συγκέντρωση διαλύθηκε μετά τα μεσάνυχτα, πήγα για ύπνο αλλά χωρίς αποτέλεσμα, η εικόνα του βλέμματος με κυνηγά ακόμα. Εφτιαξα, φυσικά, αρκετές ιστορίες με σκύλους, καμία όμως για το σκύλο αυτό με το ανθρωπόμορφο πονεμένο βλέμμα. Ακόμα νοιώθω τύψεις που δεν έκανα κάτι γι αυτό το γέρικο πλασματάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου