Μόλις η ρεπόρτερ Μάνια Δαντελάκη αποκάλυψε στο Δελτίο Ειδήσεων την καρδιακή προσβολή της Πάττυ Μέισον-Βαμβούρη και τον επικείμενο θάνατό της, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, πριν καν μεταφερθεί η αυστραλέζα σύζυγος του μεγαλοεπιχειρηματία -και διοικητή μεγάλου οργανισμού της χώρας- Αλφόνσου Βαμβούρη στο πλησιέστερο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε απλώς ο θάνατος. Σε επόμενα Δελτία δόθηκαν πλήρεις ανατριχιαστικές περιγραφές περί του πτώματος της θανούσης, πόσο έξω ήταν πεταγμένα τα μάτια, πόση έκπληξη είχε αποτυπωθεί στο βλέμμα, πόσο είχαν ασπρίσει οι ρίζες των μαλλιών. Οι παρουσιαστές των ειδήσεων διερωτώντουσαν τί άραγε να ήταν εκείνο που είχε προκαλέσει το σοκ που άφησε στον τόπο τη μακαρίτισσα την Πάττυ και μάλιστα μέσα στο γραφείο του συζύγου της, παρουσία της ρεπόρτερ Μάνιας Δαντελάκη, η οποία εκείνη την ώρα λάβαινε συνέντευξη από τον κύριο Διοικητή. Τα μέλη του τηλεοπτικού συνεργείου -οπερατέρ, ηχολήπτης, σκηνοθέτης- είχαν ξετιναχτεί από όλα τα Μέσα και τους εκπροσώπους τους όσον αφορά τις ερωτήσεις, με αποτέλεσμα μηδέν. Εδιναν την εντύπωση, με τις ομοιόμορφες τυποποιημένες απαντήσεις τους, ότι διατηρούσαν έναν όρκο σιγής, μια ομερτά.
Ο Αλφόνσος Βαμβούρης ήταν άφαντος. Μετά την κηδεία της συζύγου του έφυγε με το σωφέρ του, το Σάββα Λάμπρου, προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν έδωσε πληροφορίες ούτε στην αστυνομία. Η μνηστή του σωφέρ, η δεσποινίς Ζέτα Μακρυπόδη, γνώριζε πού βρισκόντουσαν ο κύριος διοικητής με το μνηστήρα της, αλλά αυτήν δεν σκέφτηκε κανείς να τη ρωτήσει ό,τιδήποτε.
Εντωμεταξύ, ο πατέρας της Πάττυ από την Αυστραλία ενεργεί για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για το θάνατο της κόρης του, δεδομένου ότι ήταν βέβαιος πως ο σύζυγός της δεν ήταν άμοιρος ευθυνών για ό,τι συνέβη. Ετσι, αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γκας Καλτσοράψη να ερευνήσει περαιτέρω.
Ο Γκας, έμπειρος και πονηρός, δεν άργησε να καταλήξει στη δεσποινίδα Μακρυπόδη, αφού περιηγήθηκε για λίγο διάστημα διάφορους ύποπτους χώρους και στέκια. Η υπόθεση δεν ήταν όσο περίπλοκη μπορούσε να φανταστεί κάποιος με συνομωσιολογικές εξάρσεις, ούτε όσο απλή φαινόταν. Ηταν απλώς παράλογη, αλλά με ένα παραλογισμό απολύτως συμβαδίζοντα με τη λογική της σύγχρονης πραγματικότητας. Η δεσποινίς Ζέτα αποκάλυψε όλη την αλήθεια στο Γκας μέσα στο παρκάκι της γειτονιάς της, πίνοντας σόδα και τρώγοντας πατατάκια.
Ο μεγαλοεπιχειρηματίας λοιπόν, τα είχε κανονίσει έτσι ώστε να έχει ως προκάλυμμα το τηλεοπτικό συνεργείο για να γαμείται από τον σωφέρ του, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό πριν να τον προσλάβει στην υπηρεσία του, όταν ακόμη ο Σάββας Λάμπρου ήταν ένας απλός ταξιτζής. Ο Σάββας, όπως διαβεβαίωσε η δεσποινίς Ζέτα τον Γκας, το είχε συζητήσει μαζί της το θέμα και μαζί συμφώνησαν την οικονομική εκμετάλλευση των ορμών του κυρίου Διοικητή μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα ώστε να καταφέρουν να στήσουν το σπιτικό τους. Η Ζέτα δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής, επειδή τίποτα δεν είχε συζητηθεί εκ των προτέρων για το θέμα αυτό. Απλώς, το είχε ανακαλύψει τυχαία ένα μεσημέρι που αγνόησε την προειδοποιητική κάρτα στην πόρτα του γραφείου του κ. Βαμβούρη -ότι δηλαδή γυριζόταν συνέντευξη εκεί μέσα- και άνοιξε την πόρτα και τα είδε όλα.
Είδε τη δημοσιογράφο Μάνια Δαντελάκη να καπνίζει καθισμένη σε μια πολυθρόνα, είδε το συνεργείο να στέκονται όλοι με την πλάτη στον τοίχο πίνοντας μπίρες, είδε και το μνηστήρα της να γαμεί τον κύριο Διοικητή πεσμένο στα τέσσερα στο πλάι του γραφείου του. Τα είδε όλα, έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά έγινε η συζήτηση και, φαινομενικά, δέχτηκε τους όρους του Σάββα της, που δεν ήταν μόνο δικός της βέβαια, να κάνει μόκο και να δεχτεί την κατάσταση, γιατί πόσο θα κράταγε ο έρωτας του Αλφόνσου; μερικούς μήνες ακόμα και θα βγαίναν και οι δυο τους κερδισμένοι, να στήσουν το σπιτικό τους και να βάλουν την περιπόθητη κουλούρα.
Ο Γκας, παλιά καραβάνα, δεν έδωσε πλήρη αναφορά στο αφεντικό του, τον πατέρα της άτυχης Πάττυ. Προτίμησε να κρατήσει τα στοιχεία για τον εαυτό του. Είχε στο χέρι δυο καλά χαρτιά, έναν επιχειρηματία ολκής και ένα κανάλι, και τα κρατούσε γερά. Μπορεί να του χρειαζόντουσαν στο μέλλον. Μέσω της ρεπόρτερ Μάνιας Δαντελάκη και του συνεργείου εξωτερικών τηλεοπτικών μεταδόσεων, ίσως να κέρδιζε κάτι που ήταν δύσκολο να συλλάβει ο νους του αυτή τη στιγμή.
Μετά από λίγες μέρες απουσίας από το προσκήνιο, επιστρέφει ο Αλφόνσος Βαμβούρης με το σωφέρ του. Τα πράγματα ρέουν σαν να μη τρέχει τίποτα, μόνο που η Ζέτα το σκάει με τον Γκας για την Αυστραλία.
(συνεχίζεται)
Ο Αλφόνσος Βαμβούρης ήταν άφαντος. Μετά την κηδεία της συζύγου του έφυγε με το σωφέρ του, το Σάββα Λάμπρου, προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν έδωσε πληροφορίες ούτε στην αστυνομία. Η μνηστή του σωφέρ, η δεσποινίς Ζέτα Μακρυπόδη, γνώριζε πού βρισκόντουσαν ο κύριος διοικητής με το μνηστήρα της, αλλά αυτήν δεν σκέφτηκε κανείς να τη ρωτήσει ό,τιδήποτε.
Εντωμεταξύ, ο πατέρας της Πάττυ από την Αυστραλία ενεργεί για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για το θάνατο της κόρης του, δεδομένου ότι ήταν βέβαιος πως ο σύζυγός της δεν ήταν άμοιρος ευθυνών για ό,τι συνέβη. Ετσι, αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γκας Καλτσοράψη να ερευνήσει περαιτέρω.
Ο Γκας, έμπειρος και πονηρός, δεν άργησε να καταλήξει στη δεσποινίδα Μακρυπόδη, αφού περιηγήθηκε για λίγο διάστημα διάφορους ύποπτους χώρους και στέκια. Η υπόθεση δεν ήταν όσο περίπλοκη μπορούσε να φανταστεί κάποιος με συνομωσιολογικές εξάρσεις, ούτε όσο απλή φαινόταν. Ηταν απλώς παράλογη, αλλά με ένα παραλογισμό απολύτως συμβαδίζοντα με τη λογική της σύγχρονης πραγματικότητας. Η δεσποινίς Ζέτα αποκάλυψε όλη την αλήθεια στο Γκας μέσα στο παρκάκι της γειτονιάς της, πίνοντας σόδα και τρώγοντας πατατάκια.
Ο μεγαλοεπιχειρηματίας λοιπόν, τα είχε κανονίσει έτσι ώστε να έχει ως προκάλυμμα το τηλεοπτικό συνεργείο για να γαμείται από τον σωφέρ του, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό πριν να τον προσλάβει στην υπηρεσία του, όταν ακόμη ο Σάββας Λάμπρου ήταν ένας απλός ταξιτζής. Ο Σάββας, όπως διαβεβαίωσε η δεσποινίς Ζέτα τον Γκας, το είχε συζητήσει μαζί της το θέμα και μαζί συμφώνησαν την οικονομική εκμετάλλευση των ορμών του κυρίου Διοικητή μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα ώστε να καταφέρουν να στήσουν το σπιτικό τους. Η Ζέτα δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής, επειδή τίποτα δεν είχε συζητηθεί εκ των προτέρων για το θέμα αυτό. Απλώς, το είχε ανακαλύψει τυχαία ένα μεσημέρι που αγνόησε την προειδοποιητική κάρτα στην πόρτα του γραφείου του κ. Βαμβούρη -ότι δηλαδή γυριζόταν συνέντευξη εκεί μέσα- και άνοιξε την πόρτα και τα είδε όλα.
Είδε τη δημοσιογράφο Μάνια Δαντελάκη να καπνίζει καθισμένη σε μια πολυθρόνα, είδε το συνεργείο να στέκονται όλοι με την πλάτη στον τοίχο πίνοντας μπίρες, είδε και το μνηστήρα της να γαμεί τον κύριο Διοικητή πεσμένο στα τέσσερα στο πλάι του γραφείου του. Τα είδε όλα, έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά έγινε η συζήτηση και, φαινομενικά, δέχτηκε τους όρους του Σάββα της, που δεν ήταν μόνο δικός της βέβαια, να κάνει μόκο και να δεχτεί την κατάσταση, γιατί πόσο θα κράταγε ο έρωτας του Αλφόνσου; μερικούς μήνες ακόμα και θα βγαίναν και οι δυο τους κερδισμένοι, να στήσουν το σπιτικό τους και να βάλουν την περιπόθητη κουλούρα.
Ο Γκας, παλιά καραβάνα, δεν έδωσε πλήρη αναφορά στο αφεντικό του, τον πατέρα της άτυχης Πάττυ. Προτίμησε να κρατήσει τα στοιχεία για τον εαυτό του. Είχε στο χέρι δυο καλά χαρτιά, έναν επιχειρηματία ολκής και ένα κανάλι, και τα κρατούσε γερά. Μπορεί να του χρειαζόντουσαν στο μέλλον. Μέσω της ρεπόρτερ Μάνιας Δαντελάκη και του συνεργείου εξωτερικών τηλεοπτικών μεταδόσεων, ίσως να κέρδιζε κάτι που ήταν δύσκολο να συλλάβει ο νους του αυτή τη στιγμή.
Μετά από λίγες μέρες απουσίας από το προσκήνιο, επιστρέφει ο Αλφόνσος Βαμβούρης με το σωφέρ του. Τα πράγματα ρέουν σαν να μη τρέχει τίποτα, μόνο που η Ζέτα το σκάει με τον Γκας για την Αυστραλία.
(συνεχίζεται)
2 σχόλια:
γαματο
πολυ γαματο...
Δημοσίευση σχολίου