Σελίδες

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

Τα πλακάκια του "Κήρυκα"

Ο σιορ Γρηγοράκης, του σιορ Τζανέτου του νοδάρου ο γιός, άπλωσε το δεξί του κι έχωσε την πένα στο καλαμάρι με το μελάνι το μαβί. Αφού την ετίναξε να φύγει η σταγόνα η περίσσεια, έβαλε με προσοχή την τελευταία τελεία στο χαρτί που είχε μπροστά του, μια τελεία ολοστρόγγυλη σαν και του τύπου. Την εκαμάρωσε για μισό λεπτό κι ίσα που επρόλαβε ν' απλώσει προς τα δεξιά της μια παχιά παύλα, πριν το μελάνι στην πένα στεγνώσει εντελώς. Α, ήτανε πολύ προσεχτικός ο σιορ Γρηγοράκης. Δεν τ' αρέσανε οι μουντζαλιές, γι αυτό.

Απομακρύνθηκε ολίγον τι από το γραφείο του παπάκη του, του νοδάρου, όπου ήτανε καθισμένος κι έγραφε εδώ και κάτι ώρες, κι εκαμάρωσε το γραπτό. Τα ωραία και περίτεχνα κεφαλαία του με τις τζιριτζάντζουλες εξεχώριζαν από μίλια και βάλε. Ητανε μεγάλος μάστορης ο σιορ Γρηγοράκης στο να σιάχνει κεφαλαία γράμματα, ιδίως εκείνο το έψιλον πολύ το επετύχαινε. Ετούτο το γραπτό θα το πήγαινε στην εφημερίδα "Ο Κήρυκας" να το τυπώσουνε στο παχύ φύλλο της Κυριακής, κάτω από τα μνημόσυνα. Εκεί όπου βάζουνε συνήθως τα ποιήματα που βραβεύονται.

Αυτό ήτανε τ' όνειρό του. Να δει τυπωμένο ένα γραπτό του, να βραβευτεί και να τυπωθεί το ποίημά του, κι ας τί καλό! Εφώναξε και τη Μαυρογιαννάκαινα την πλύστρα, να έρθει από την αυλή, να ιδεί το γραπτό. Εκείνη δεν εμπόριε γιατί άπλωνε τη μπουγάδα, αλλά "θα 'ρθώ σιορ Γρηγοράκη μου, μόλις αποσώσω" του εφώναξε. Η λαχτάρα του όμως ήτανε τόσο μεγάλη, που εβγήκε στην αυλή να της το δείξει, είχε ανάγκη από έναν έπαινο, και "μπράβο αφέντη, τι ωραίο πράμα που είν' τούτο πού έσιαξες" του είπε η καψερή, που δεν εγνώριζε γράμματα αλλά ένιωθε να εκτιμά τις ωραίες ζωγραφιές με τις ουρίτσες.

Ανέμιζε το χαρτί στον ήλιο και φάνταζαν σαν πεταλούδες τα κεφαλαία του. Ολο το γραπτό ήτανε γραμμένο με μελάνι μαβί, αλλά στα κεφαλαία είχε προσθέσει και λίγο πράσινο που τα εφώτιζε όπως οι πυγολαμπίδες το σκοτάδι, ο ήλιος όμως τους έδινε τη χάρη της πεταλούδας. Τόσο ωραίο γραπτό, δεν επίστευε στα μάτια του πως ήτανε δικό του έργο! Με τη βεβαιότητα της έγκρισής του από τον συντάκτη του "Κήρυκα", εξεκίνησε για τα γραφεία της εφημερίδας.

Οπως επήγαινε στο δρόμο, εσυνάντησε τη δασκάλα του πιάνου, τη σιόρα Ελενα. Επεριπάτει σκυφτή, ωσάν να γύρευε κάτι τι χαμένο στο ρείθρο του καλντεριμιού, αλλά μια στιγμή που εσήκωσε το βλέμμα και είδε να πλησιάζει ο αγαπημένος της μαθητής άστραψε από χαρά. Εκείνος εκοκκίνησε από αιδημοσύνη σαν κοπελούδα, γιατί, εντελώς μεταξύ μας, την εγουστάριζε τη σιόρα Ελενα παρ' όλο που τον επέρναγε κοντά δέκα χρονάκια.

- Καλήν ημέρα σιόρα Ελενα, πώς είστε;
- Καλήν ημέρα γιε μου, δόξα σοι ο Θεός, και τί 'ναι τούτο που κρατείς;
- Ενα ποίημα! Το πάω στον "Κήρυκα" όπου έχει διαγωνισμό για ποίηση ετούτη την εβδομάδα.
- Αλήθεια, μόλις επήγα τώρα και το δικό μου.
- Ναίσκε; Γράφετε κι εσείς ποίηση; Δεν το εγνώριζα.
- Ε, κάπου κάπου σκαρώνω κάνα δυο στιχάκια... Αλλά πήγαινε, μη σε κρατώ, και καλήν επιτυχία.
- Καλήν επιτυχία επίσης!

Τον έτρωγε η περιέργεια τώρα να μάθει τι σόι ποιήματα γράφει η σιόρα Ελενα, και μπας και είναι καλύτερο το δικό της από το δικό του, αλλά μέσα του ήτανε τόσο βέβαιος για την ικανότητά του στην καλλιγραφία, που εσβήστη κάθε φόβος και ταραχή κι έφτασε πετούμενος στην είσοδο των γραφείων της εφημερίδας. Ο πορτιέρης του έκαμε μια μικρήν ανάκριση -λες και δεν τον ήξερε- πριν του επιτρέψει να περάσει για να συναντήσει τον κύριο συντάκτη, τον υπεύθυνο για το διαγωνισμό.

Επήρε μια βαθειάν ανάσα, όρθωσε το κορμί, έσφιξε το στομάχι, και προχώρησε με βήματα αργά ατενίζοντας πέρα μακριά, στο τέρμα του διαδρόμου, την κοπέλα που εσφουγγάριζε τα πλακάκια. Επήγαινε προς τα πέρα πισωπατώντας στα τέσσερα, το κεφάλι σκυφτό, να φαίνεται ο σφιχτός της κότσος με τις φουρκέτες τις κοκκάλινες προς την πλευρά του. Ενα μαύρο κουβάρι, στρογγυλό σαν μπάλα, ήτανε το κεφάλι της και, όπως πισωπατούσε σφουγγαρίζοντας, εφαινόταν σαν να σπρώχνει αυτή η μπάλα από μαλλιά το υπόλοιπο κορμί που, όπως ήταν μαζεμένο κουρκουμιαστά, έμοιαζε με άλλη μια μπάλα, πολύ μεγαλύτερη όμως.

Εθαύμασε την ικανότητα της φαντασίας του να φτιάχνει ιστορίες και εικόνες από το τίποτα, χαμογέλασε από μέσα του με τη σκέψη να σκαρώσει ένα ποίημα για ετούτη την κοπέλα-μπάλα-μπαλίτσα, και συνέχισε να προχωρεί με το κεφάλι ψηλά πάντα. Στο νου του, το είχε παρμένο κιόλας το βραβείο της ποίησης. Οσο προχωρούσε όμως, όλο και πιο υγρό γινότανε το πάτωμα και, σε στρίψη ματιού, εξαγλίστρησε κι εβρέθηκε τέντα κάτω φαρδύς πλατύς.

Ετρεξε η κοπέλα που σφουγγάριζε, έβαλε τις φωνές, ανοίξανε οι πόρτες των γραφείων, εβγήκανε συντάκτες και συντακτάκια, ρεζίλι των σκυλιών έγινε ο σιορ Γρηγοράκης. Τον εσηκώσανε με ζόρι -τα είχε τα παχάκια του- και τον εκαθίσανε σε μια καρέκλα, αλλά εκείνος σφάδαζε από τους πόνους. Ηρθε το φορείο να τονε πάρει για το νοσοκομείο, τον εξέτασε ο δετόρος, ευτυχώς είχε σπάσει μόνο το χέρι του το δεξί, σ' ένα μήνα θα ήτανε πάλι γερό σαν και πρώτα, έτσι του είπε με βεβαιότητα και το ετύλιξε σε ένα πανί που το περιέλουσε με μπόλικο γύψο. Μετά, κρέμασε το ξερό του σε ένα άσπρο μεγάλο μαντίλι κι ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

"Πονάτε σιορ Γρηγοράκη;" τον ερώτησε ο δετόρος κι εκείνος απάντησε "όχι γιατρέ μου" αλλά πονούσε και τατάραζε -από μέσα του όμως. Γιατί; Επειδή το γραπτό του με το ποίημα, αυτό το υπέροχο γραπτό που πεταλούδιζε ιριδίζοντας στον ήλιο, με τις ουρίτσες του και τα ωραία δίχρωμα κεφαλαία του, με την ολοστρόγγυλη τελεία και την παχιά παύλα στο τέλος, αυτό το αριστούργημα της καλλιγραφίας, αχ, είχε απλωθεί πάνω στα φρεσκοσφουγγαρισμένα πλακάκια των γραφείων του "Κήρυκα" και είχε αφήσει εκεί πάνω το μελάνι του και το χέρι του το μπανταρισμένο με το γύψο ήτανε αδύνατο να το ξαναγράψει και ο διαγωνισμός δεν έπαιρνε παράταση και είχε ξεχάσει και το ποίημα που μέχρι πριν λίγες ώρες το σιγοτραγούδαγε πίσω απ' τα δόντια του.

Μόλις έφτασε στο σπίτι εξάπλωσε στον καναπέ ώσπου να γυρίσει η θειά του -ορφανόν από μωρό τον εμεγάλωνε η αδερφή του παπάκη του. Είχε πάει να κάνει βίζιτα στου παπά Δοξανά τη γυναίκα, που ήτανε πάλι λεχώνα. Καρπερός ο παπάς, τόλμησε να ψιλοχαμογελάσει κιόλας ξεχνώντας τους πόνους του -έναν απ' έξω κι έναν από μέσα. Ο παπάκης του ο νοδάρος ήτανε σε κάτι χωριά περιοδεία, μια και περιμένανε εκλογές οσονούπω. Πώς αλλιώς θα εμπόριε να κάτσει στο μεγάλο γραφείο να γράψει το ποίημα; Αχ, το ποίημα! Πάλι εμελαγχόλησε με τη σκέψη του χαμένου αριστουργήματος. Εγειρε πάντως και τον επήρε ο ύπνος αγάλια αγάλια.

Αργά το μεσημέρι εκόπιασε η θειά κι έδωσε όρντινο να στρωθεί το τραπέζι κι έμαθε και τα μαντάτα για τον κανακάρη της. Επήγε κοντά το λοιπόν, του εχάιδεψε τα μαλλιά σαν να ήτανε και πάλι μωρό της αγκαλιάς, εκείνος αναστέναξε "μάνα μου" είπε κι άνοιξε το ένα μάτι, το δεξί, γιατί το άλλο ήτανε βουλιαγμένο στο βελούδινο μαξιλάρι του καναπέ. Είπανε τα νέα όλα, για το ποίημα και το διαγωνισμό του "Κήρυκα" και το συναπάντημα με τι σιόρα Ελενα και την κοπέλα με τον κότσο που εσφουγγάριζε τα πλακάκια και για την τούμπα και για το χαρτί που εβράχηκε κι εξέβαψαν τα μελάνια απά στο πάτωμα.

- Και τούτο δώ τι είναι μάτια μου; ερώτησε η θειά.
- Ποιο;
- Ετούτο, απά στο γραφείο του παπάκη σου.

Είπε, κι έδειξε ένα χαρτί με γραμμένα καλλιγραφικά γράμματα με ουρίτσες, στολισμένα κεφαλαία δίχρωμα σαν πεταλουδίτσες, με την τελεία την ολοστρόγγυλη στο τέλος και την παύλα την παχιά.

- Α! Αυτό είναι! και πού εβρέθηκε θειά; Θαύμα έγινε, θαύμα!

- Οχι και θαύμα αφέντη, η σιόρα Ελενα το ήφερε λίγο πριν έρτεις από το νοσοκομείο και είπε να το υπογράψεις κιόλας που το ξέχασες.

Είπε η Μαυρογιαννάκαινα η πλύστρα, που έμπαινε για να πάει στο δωμάτιο υπηρεσίας να σιδερώσει τα σεντόνια και τα άλλα για τη λινοθήκη. Τα πουκάμισα και τα ψιλά τα σιδέρωνε η θειά αυτοπροσώπως.

- Βάλε με το μυαλό σου, κυρά μου, τι τρέξιμο έκανε η δασκάλα να προκάμει να φέρει ετούτο εδώ και μετά να ξαναπάει στον "Κήρυκα" να μάθει τι θα γίνει με το χαρτί του σιορ Γρηγοράκη μας και μου είπε να το παει αύριο, θα τον επεριμένουνε να το πάει.

Σαν ποίημα μονορούφι μίλησε η Μαυρογιαννάκαινα, χαρούμενη που ακουγόντουσαν με τόσο ενδιαφέρον τα λόγια της. Ο νεαρός ανακάθισε στον καναπέ κι επήρε στο χέρι του τ' αριστερό το χαρτί και είδε ότι φαινότανε κάπως αλλιώτικο και έριξε το βλέμμα στην πλύστρα. Εκείνη τού 'κλεισε το μάτι με νόημα και "ε, αφεντόπουλό μου, το εσιδέρωσα, ήτανε μουσκίδι μαθές" τού είπε και τον εκοίταξε μη και της εθύμωσε. Ο σιορ Γρηγοράκης όμως χαμογέλασε πλατειά και είπε "ε, όσο για μια υπογραφή, δεν θα κουραστώ να τήνε βάλω" και "θα το πας εσύ όμως θειά αύριο στη φημερίδα, έτσι;" κι εσηκώθηκε ελαφρά υποβασταζόμενος από τις δυο γυναίκες και κινήσανε κατά την τραπεζαρία. Ευτυχώς, είχανε φαΐ της ορεξιάς του, πατάτες γιαχνί, που τρώγονται με πιρούνι.

________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "τα κεφαλονίτικα"

-->> ανέβηκε πρώτη φορά στις 4 Σεπτέμβρη 2006, εδώ: -->>
http://rodiat3.blogspot.com/2006/09/blog-post.html
-->> λέω να ανεβάζω τα Σάββατα από ένα αναγνωσματάκι να δροσιζόμαστε :)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Rodia είπε...

Ανώνυμε σχολιαστη, εδώ δεν είναι ταχυδρομική θυρίδα, ούτε κοινόχρηστο εκθετήριο, ούτε σκουπιδοτενεκές. Ανοίξτε ένα μπλογκ (εύκολο και ανέξοδο είναι) για να γράφετε ό,τι θέλετε, ό,τι σας θυμωνει και ό,τι σας συναρπάζει, και αφήστε ήσυχα τα διηγηματάκια μου παρακαλώ. :)