Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, ανεβασα μερικες τολμηρες ιστορίες του ευγενους ιπποτου Larry. Επειδή οσο προχωρουσαν οι εξιστορησεις, τοσο τολμηροτερες γινοντουσαν, μενω στις πρωτες 4 που ανεβηκαν και δεν μπορω να τις παρω πισω.
Ο ιππότης Λάρρυ, είς ανήρ ευρισκόμενος πάντοτε εν πλήρει ετοιμότητι δι ερωτικάς περιπετείας, ηγέρθη εκ της κλίνης αυτού κατόπιν ύπνου βαθέως και πλήρους ονείρων τε και ονειρώξεων. Τα ενύπνια άτινα επεσκέπτοντο αυτόν κατά την διάρκειαν της νυκτός διήγειρον συνήθως την ευμεγέθη ψωλήν του, ήντινα κατεπράϋνεν με ελαφράς τοπικάς μαλάξεις, άμα τη εγέρσει αυτού.
Σήμερον όμως, το όργανον της ηδονής ηρνείτο επιμόνως να καταπραϋνθή. Ιστατο ως κεντρικόν κατάρτι πλεούσης πλησιστίου ποντοπόρου σκούνας, έχον μεταμορφώσει τα σκεπάσματα της κλίνης του εις πέλαγος, ούτως ειπείν. Τούτον βεβαίως ωφείλετο εις το ενύπνιον, όν ήτο καλώς εγκατεστημένον εντός του εγκεφάλου του, μη δυνάμενον να εγκαταλείψει την φαιάν ουσίαν εξ ής ετρέφετο. Ηυρίσκετο είς τινα εγκεφαλικήν έλικα εσφηνωμένον, ελλοχεύον επιμόνως, ούτως ώστε να ορμήσει δριμύτερον, εις την παραμικράν χαλάρωσιν των βλεφάρων, επαναφέρον τον ιππότην εις τα χλοερά τοπία μυριάδων ανθισμένων πριγκηπικών αιδοίων.
Ισως είπει τις «τι τάχα να έχωσιν τα πριγκηπικά αιδοία, όν εκ τών λοιπών απουσιάζει» αλλά εις την ερώτησιν αύτην μόνον ο ιππότης Λάρρυ δύναται να απαντήσει. Διότι ο Λάρρυ είχεν τεραστίαν γαμιστικήν πείραν. Μυριάδας αιδοίων, καν και καν, είχεν επισκεφθεί ο μεγαλοπρεπής του ψώλος κατά την διάρκειαν του βίου του. Εγνώριζεν λοιπόν πολύ καλώς ότι έν πριγκηπικόν αιδοίον είναι -πρώτον και κύριον- μοσχομυριστόν. Αλλωστε, το δέρμα των πριγκήπων ευωδιάζει ούτως ή άλλως, πόσον μάλλον τα αιδοία των πριγκηπισσών, αι οποίαι άλλο τι δεν κάμνουν από του να τα περιποιούνται ανελλιπώς κατά την διάρκειαν της ημέρας, πολλάκις δε και της νυκτός.
Το ενύπνιον όν παρετήρει διαρκούντος του ύπνου του ο Λάρρυ, ήτο είς θαυμαστός τόπος επί του οποίου, αντί ανθέων, ήνθιζον πλείστα όσα αιδοία, άτινα ήσαν πολύχρωμα και διαφόρων μεγεθών. Μικρούτσικα ροδαλά και γαλαζωπά, σε τόνους απαλούς, αλλά και κατακόκκινα και μπλαβιά με τόσον έντονον χρώμα, ώστε να νομίζει τις ότι είναι έτοιμα να εκραγούν. Ταύτα δε όλα ευρίσκοντο εμφυτευμένα εν μέσω μουνοτριχών κυματιστών, ξανθών ως επί το πλείστον αλλά και καστανών και μελανών και χρωματιστών. Το εντελώς παράλογον της υποθέσεως είναι ότι αντί μίσχων τα αιδοία είχον χείρας με λεπτά δάκτυλα, άτινα εκράτουν κτένας πολυχρώμους επίσης και εκτένιζον τας περιβαλλούσας αυτά τρίχας.
Εκάστη χείρ εκτένιζεν μετά μεγίστης προσοχής, ουχί μόνον το αυτής αιδοίον, αλλά και τον περίγυρον αυτού, πότε πότε δε ηπλώνετο μακράν, μέχρις ότου φθάσει αιδοίον τι γειτονικόν, το οποίον περιεποιείτο επίσης μετά προσοχής. Ο ιππότης Λάρρυ ίστατο εν τω μέσω του παραμυθένιου, ούτως ειπείν, τούτου αιδοιοκόσμου πιέζων τον ψώλον αυτού, όστις επεθύμει σφόδρα να εκσφενδονισθεί ως πύραυλος. Το μόνον το οποίον τον εμπόδιζεν ήτο η αδυναμία εκλογής συγκεκριμμένης κατευθύνσεως. Δεν ηδύνατο δήλα δή να επιλέξει ποίον αιδοίον να γαμήσει πρώτον, τουτέστιν από ποίον αιδοίον να εκκινήσει τας γαμικάς του ασκήσεις.
Ο νους του έφερεν απείρους σπειροειδείς περιστροφάς χωρίς να δύναται να λάβει οριστικήν απόφασιν και, ήτο πλέον ή βέβαιον ότι θα παρεννόει εντελώς εάν δεν έδιδεν την έγκαιρον λύσιν το ξυπνητήρι, το οποίον ήρχισεν να λαλεί μανιωδώς, επί του παρακειμένου κομοδίνου ευρισκόμενον. Η ευώνυμος χείρ του ιππότου ηπλώθει χαλαρώς ως δια να χαϊδέψει αιδοίον τι, συνήντησεν όμως την αδράν επιφάνειαν του ξυπνητηριού ήτις τον επανέφερεν εις την ωμήν πραγματικότητα, όπου τα πριγκηπικά αιδοία σπανίζουν.
Προσεπάθησεν, είναι η αλήθεια, να επανέλθει εις την προτέραν κατάστασιν, αυτήν του ύπνου. Ο εγκέφαλός του όμως, όστις επεθύμει σφόδρα να απαλλαγεί του παρασίτου όν είχεν εμπλακεί εις την φαιάν του ουσίαν, τουτέστιν να εκδιώξει το ενύπνιον κακήν κακώς, τον ηγνόησεν επιδεικτικώς. Ούτω, ο Λάρρυ ηναγκάσθη επι τέλους να εγερθεί. Ηρπασεν έν λινόν προσόψιον και κατηυθύνθη προς το λουτρόν ένθα κατεσίγασεν εντός της λεκάνης την πρωϊνήν του έγερσιν, κατά τι πλουσιωτέραν κατά την ποσότητα της συνήθους.
Φρεσκολουσμένος και ενδεδυμένος εν ιαπωνικόν ελαφρύ ένδυμα, το και κιμονό επονομαζόμενον, κατηυθύνθη προς την εστίαν ίνα παρασκευάση ρόφημά τι εκ φύλλων τιλιάς, το γνωστόν τοις πάσι φλαμούρι. Το ρόφημα τούτον είναι εξαίρετον καταπραϋντικόν και ο ιππότης το εχρειάζετο αδιαμφιβόλως, κατόπιν του εξόχως διεγερτικού ενυπνίου. Συνήθως απελάμβανε ένα στιγμιαίον καφέν ώστε να διεγείρη την ψωλήν του, σήμερον όμως αύτη απήτει κατευνασμόν αντί διεγέρσεως. Ετοποθέτησεν το ρόφημα εις εν κύπελον εκ λεπτής πορσελάνης και εκάθησεν επί τινος ανακλίντρου και ερέμβαζεν. Η όψις του απέπνεεν μυστηριώδη συναισθήματα, δεδομένου ότι οι οφθαλμοί του ευρίσκοντο σχεδόν εκτός των κογχών των.
Εξαίφνης, εξετινάχθη αποτόμως. Το τηλέφωνον ήρχισεν ηχόν εκκωφαντικώς. «Ποίος με ενεθυμήθη πρωΐ πρωΐ» επρόφθασε να σκεφθεί και έλαβεν το ακουστικόν λέγων μετά μεγίστης ευγενείας:
- Παρακαλώ...
- Ο ιππότης Λάρρυ; Ηκούσθη λεπτής χροιάς φωνούλα.
- Ο ίδιος, αυτοπροσώπως. Απήντησεν ο ιππότης.
- Εδώ πριγκήπισσα Λενώρα. Θα ηδύνασθο αγαπητέ να έλθετε σήμερον ίνα γευματίσωμεν ομού;
- Βεβαίως υψηλοτάτη! Δούλος σας! Απήντησεν ο Λάρρυ, συγκρατών μετά κόπου το δέμας αυτού, ίνα μη σωριασθή επί του τάπητος.
- Ω! Δεν γνωρίζετε οποίαν χαράν μου δίδετε ιππότα! Κατά τας δύο είναι καλά; Μήπως επιθυμείτε ενωρίτερον; Ηκούσθη λέγουσα η λεπτή αρωματική φωνούλα -πριγκηπική γαρ.
- Ομορφα! Δύο ακριβώς θα ευρίσκομαι εις τα ανάκτορα.
- Μη κάμνετε τον κόπον αγαπητέ ιππότα, θα στείλω την προσωπικήν μου άμαξαν να σας μεταφέρει. Να ευρίσκεσθε δύο παρά είκοσιν έμπροσθεν της οικίας υμών.
- Ω, υψηλοτάτη! Οποία τιμή δι εμέ τον πτωχόν ιππότην!
- Ουδεμία τιμή είναι αρκετή δια το πρόσωπόν σας, πιστέ μου Λάρρυ. Θα ηδυνάμην να στείλω να σας μεταφέρουν και εκ του Βορείου Πόλου... Δύο παρά είκοσιν ακριβώς, έτσι;
- Ναι, βεβαίως.. δύο παρά είκοσιν ακριβ...
Πριν αποτελειώσει την φράσιν του ο ιππότης, η πριγκήπισσα Λενώρα -κλατς!- έκλεισεν το ακουστικόν. Το κλείσιμο του ακουστικού κατάμουτρα του συνομιλητού είναι το μόνον πριγκηπικόν ελάττωμα, δια τούτο και συγχωρητέον, εσκέφθη πάραυτα ο Λάρρυ, όστις εσχημάτισεν αυτομάτως τον αριθμόν του φενακοποιού του ίνα βελτιώσει την εμφάνισιν της κόμης και του λεπτού μύστακός του.
Εις αυτό το σημείον δυνάμεθα να παραλείψωμεν τα του θεσπεσίου γεύματος, άλλωστε, λίγο-πολύ, όλοι γνωρίζουν τι περιλαμβάνει έν πριγκηπικόν γεύμα. Εκείνον το οποίον έχει ενδιαφέρον είναι το επακόλουθον του γεύματος, εκείνον όν διημείφθη κατόπιν δήλα δή, μεταξύ του ιππότου και της πριγκηπίσσης. Αμα τη λήξει του γεύματος και την αποχώρησιν των σερβιτόρων, η πριγκήπισσα Λενώρα απώλεσεν πάσαν αιδημοσύνην και ήρθη κραδαίνουσα τας δαγκάνας του αστακού, του οποίου είχεν μόλις απολαύσει την σάρκαν, και εφώρμησεν επί των γονάτων του ιππότου. Με την μίαν εκ των δαγκανών εγαργάλη το ευώνυμον ούς αυτού και με την ετέραν τον μύστακά του, ψιθυρίζουσα:
- Τώρα αγοράκι, οι δυο μας! Τι θα μου κάνεις; Θα παίξεις με το μουνάκι μου; Θα μου το γαργαλίσεις με το μουστακάκι σου;
- Ω, αγαπητή.. ω, υψηλοτάτη Λενώρα...
- Ω, Λάρρυ, αφήστε τα σεις και τα σας... τώρα είμεθα δύο ανθρώπινα όντα λιμασμένα δια έρωτα... τίποτε περισσότερον...
- Μα...
- Δεν έχει μα και ξεμά, ορμήστε μου Λάρρυ και ξεσκίστε με! Δικαιώσατε την φήμην υμών. Επί τέλους, φθάνουν αι ευγένειαι. Αρκετά.
Ο ιππότης εκράτει ακόμη το ποτήριόν του πλήρες οίνου ξανθού και ευόσμου και ολίγον έλειψεν να καταβρέξει την πανοπλίαν αυτού. Το εγκατέλειψεν με όσην προσοχήν ημπόρει επί της τραπέζης και εφώρμησεν επί των ασθενικών πριγκηπικών βυζιών. Τι να ζουλήξει από αυτά, τα ελαχίστου μεγέθους βυζάκια, χωρίς να φοβείται ότι θα τα βλάψει; Εμπροσθεν όμως της σφοδράς επιθυμίας της μανιώδους πριγκηπίσσης, ήρχισεν μαλάζων ταύτα κατά το δυνατόν.
Εφούσκωσαν αι ρόγες και εσκληρύνθησαν ως ώριμαι φράουλαι, εφούσκωσαν και τα βυζάκια ολόκληρα και απέκτησαν χρώμα ρόδινον. Μετεμορφώθησαν ως λοφίσκοι όπισθεν των οποίων χάραζεν ροδόχρους η αυγή. Ο ιππότης εγαργάλιζεν τα όμορφα πρώην καχεκτικά στηθάκια με τον λεπτόν του μύστακα, τον άρτι περιεποιηθέντα υπό του φενακοποιού. Η πριγκήπισσα εξέβαλλεν κάθε τόσον μικράς κραυγάς χαράς καί τινα γελάκια κεχαριτωμένα, λικνίζουσα τον κορμόν αυτής δεξιά και αριστερά ξεφεύγουσα δήθεν του απειλητικού μύστακος. Ο Λάρρυ είχεν τοσούτον καυλώσει ώστε μετά κόπου συνεκρατείτο ίνα μη της τον χώσει αποτόμως. Αι πριγκήπισσαι δεν αγαπούν τα παθιασμένα γαμήσια, αυτό το εγνώριζεν καλώς.
Η Λενώρα όμως, αν και ήτο πριγκήπισσα, εξακριβωμένο αυτό, εφαίνετο απολαμβάνουσα την ιπποτικήν ορμήν και ωδήγει την χείρα του ανδρός προς τα χαμηλώτερα σημεία.
- Ω, ελάτε Λάρρυ, ελάτε πλέον. Ολο με τα βυζάκια μου θα παίζετε; Παίξτε και με κάτι τι άλλο!
- Λενώρα.. ω.. Λενώρα.. Μανάρι μου.. Μουνάρα μου.. Πες μου τι να σου κάνω τώρα..
- Να με γαμήσεις επί τέλους αγορίνα μου! Να με γαμήσεις ψωλαρά μου!
Εφώναξεν η πριγκήπισσα τόσον, ώστε θα ηδύνατο να ακουσθεί και εκτός του περιβόλου των ανακτόρων. Ο Λάρρυ προσεπάθησεν να φράξει δια της χειρός του τα χείλη αυτής, αλλά κατενόησεν εγκαίρως ότι κατά την διάρκειαν μίας τοιαύτης διεγέρσεως αι αισθήσεις είναι άκρως ωξυμέναι και, ως εκ τούτου, και ο ψίθυρος ομοιάζει με κραυγήν, οπότε εγκατέλειψεν την προσπάθειαν αποφράξεως της φωνητικής οδού της πριγκηπίσσης και, αποβάλλων πάσαν αιδώ, άρπαξεν το κάθυγρον μουνί της πρώτα με τα δάκτυλα της δεξιάς χειρός του και κατόπιν με τα ακονισμένα άκρα των οδόντων του.
Η πριγκήπισσα Λενώρα έκειτο τώρα εις υπτίαν στάσιν επί της τραπέζης, όπου ευρίσκοντο ακόμη τα κενά σκεύη του προηγηθέντος γεύματος. Οι ερασταί, εις έν διάλειμμα του επικρατούντος πάθους των, είχον την πρόνοιαν να τραβήξωσι το λινόν κατάλευκον τραπεζομάνδηλον, απελευθερώνοντες ούτωπως το ήμισυ της ξυλίνης εκ δρυός επιφανείας. Η κόμη της πριγκηπίσσης είχεν βυθιστεί εντός της κενής, ευτυχώς, σουπιέρας και τα άκρα των ποδών της εξείχον του πέρατος της τραπέζης από του γόνατος και πέραν. Ακριβώς εις την ακμήν ηυρέθη το μουνί αυτής, όν περιεποιείτο ο ιππότης μετά δακτύλων, μύστακος και γλώττης, χωρίς να καταβάλλει ιδιαιτέραν προσπάθειαν.
Μμμμμ... και μμμμ... εμούγκριζεν ούτος, αφήνων την ασθμαίνουσαν αναπνοήν του εκπνέουσαν κατά ριπάς επί του πριγκηπικού μυρωδάτου ροδαλού αιδοίου. Εκόντευε να απωλέσει παντελώς τας φρένας αυτού, δια τούτο απέφευγεν σκοπίμως να σκέπτεται με ποίαν γυνήν τυγχάνει συνευρισκόμενος. Η προτροπή της πριγκηπίσσης, να φερθεί δήλα δή προς αύτην ως εις μίαν τυχούσαν γυναίκα, τον διευκόλυνεν εις την μείωσιν του άγχους του. Τοσούτον απηλευθερωμένος ησθάνετο, ώστε ετόλμησεν να σηκώσει το πριγκηπικόν κορμί δράττων αυτό από την οσφύν και την πλάτην και να το φέρει εις θέσιν καθιστήν επί της τραπέζης. Κατόπιν, κυλίων τούτον αργά και σταθερά, το έφερεν επί των γονάτων αυτού και ύστερον επί του περσικού τάπητος ός εσκέπαζεν το δρύϊνον δάπεδον.
Η πριγκήπισσα Λενώρα το λοιπόν, ηυρέθη, δίχως να το πολυκαταλάβει, γονατιστή έμπροσθεν του ιππότου να σμιλεύει με την απαλήν μικράν και αιχμηράν γλώτταν αυτής το υπέροχον θεόρατον όργανον ηδονής του ιππότου, τουτέστιν την ψωλήν του. Ο Λάρρυ εξηκολούθη καθήμενος, σχεδόν αναπαυτικώς. Δεν είχεν πολυμετακινηθεί. Το έπραττεν τούτον σκοπίμως, ίνα μη σπαταλά δυνάμεις αι οποίαι θα του εχρειάζοντο λίαν συντόμως. Πρέπει να αναφερθή οπωσδήποτε ότι οι ερασταί εξηκολούθουν ενδεδυμένοι, αν και κάπως ακατάστατα. Ελαφρώς αναμαλλιασμένοι, με ξεσφιγμένα τα ζωνάρια και ανασηκωμένα μανίκια, ενδεδυμένοι πάντως σχεδόν απολύτως.
Αφού αφήκεν την νέαν να παίξει αρκετά με τον υπερμεγέθη πούτσον αυτού, ός είχεν αποκτήσει τοσούτον μέγεθος όν ο ιππότης αντίκρυζεν δια πρώτην μέχρι τούδε φοράν, απεφάσισεν να δράσει με την γνωστήν μέθοδον αυτού. Ανεσηκώθη αποτόμως εκ του επενδεδυμένου μετά δέρματος καθίσματος, ήρπαξεν την κόμην της πριγκηπίσσης με τρόπον ώστε να μη της προξενήσει τον ελάχιστον πόνον, εκατέβασεν με ορμήν το φόρεμα αυτής από των υπερόχων ώμων μέχρι των αστραγάλων χωρίς να το ξεσχίσει, και ανέστρεψε το απαλόν και χαλαρόν σώμα, ούτως ώστε να ευρεθή η νέα με την κεφαλήν κάτω και τα γόνατα επί των ώμων του ιππότου. Η πριγκήπισσα, ακόμη και εις την δυσμενή θέσιν εις ήν απροσμένως ηυρέθη, εξηκολούθη σμιλεύουσα τον ευμεγέθη ψώλον. Ο Λάρρυ, με την μίαν χείρα επί του ενός ώμου της πριγκηπίσσης και με την άλλην στηρίζων την οσφύν της, εδάγκωνεν όπου του εδίδετο ευκολία. Πότε το υπέροχον ροδαλόν αιδοίον της και πότε τα υπέροχα κωλομέρια.
Κατόπιν, μετ’ ού πολύ, διότι η στάσις αύτη τυγχάνει λίαν κοπιώδης όσον εξησκημένοι και να είναι οι ερασταί, απέθεσεν την γυναίκα ελαφρώς επί του δαπέδου και ήρχισεν εκδυόμενος την πανοπλίαν αυτού. Η πριγκήπισσα, με το βλέμμα ιλαρόν και γλαρόν συνάμα, παρηκολούθη τον ιππότην εκδυόμενον και εθαύμαζεν την τάξιν μεθ’ ής ετακτοποίει τα διάφορα τεμάχια της στολής αυτού επί ενός εκ των καθισμάτων της τραπεζαρίας. Οταν εξεδύθη την πανοπλίαν και απέμεινεν φορών εν κατάλευκον υποκάμισον και μίαν μακράν περισκελίδα εκ λευκού επίσης ερίου, ηγέρθη αύτη, ώρμησεν ως μαινάς, και εξέσχισεν δια των οδόντων αυτής τα εναπομείναντα εσώρουχα του ιππότου. Γυμνοί λοιπόν και οι δύο ερασταί ήρχισαν να ξιστρίζονται μεταξύ των ως ίπποι, ταλαντευόμενοι και περιστρεφόμενοι. Δεν υπήρχεν το ελάχιστον σημείον επιδερμίδος του ενός, το οποίον να μη είχεν αγγίσει με την επιδερμίδα του ο έτερος των εραστών. Επραττον ωσάν να μη υπήρχεν πλέον χρόνος επί της γης ή ωσάν να ήτο, καθείς εξ αυτών δια τον έτερον, ο τελευταίος επιζών του φύλου του επί του πλανήτου.
Είχον τοσούτον διεγερθεί, ώστε ο γάμος, τουτέστιν η είσοδος του πελωρίου πούτσου εντός του λεπτεπιλέπτου μουνιού, να αποτελεί πλέον την μοναδικήν διέξοδον, την μοναδικήν πράξιν η οποία απετέλη σκοπόν και αιτίαν ταυτοχρόνως της υπάρξεώς των. Οποία ευχαρίστησις! Οποία ηδονή! Εξεχύθη το σπέρμα του ιππότου εντός του κόλπου της πριγκηπίσσης και ανερροφήθη ακαριαίως υπ’ αυτού. Ουδεμία σταγών επερίσσεψεν. Τα χείλη των ήσαν ηνωμένα εις περιπαθείς ασπασμούς καθ’ όλην την διάρκειαν των απιθάνων περιπτύξεων και εξηκολούθουν να ευρίσκονται ηνωμένα ακόμη και κατόπιν της μαγνητικής επαφής των δύο νεανικών σωμάτων.
Απέμεινον ούτωπως επί του σπανίου εκ Περσίας τάπητος του δαπέδου επί μακρόν, μέχρις ότου ο ιππότης ήρχισεν αναρριγών και ανεσηκώθη λέγων «Σηκωθείτε ωραία Λενώρα, μην αρπάξουμε και καμμιά γρίππη!» Η πριγκήπισσα ανεσηκώθη με την σειράν της, αναζητώσα την μεταξωτήν αυτής εσθήτα. Ενεδύθη τάχιστα και παρετήρη τον ιππότην ενδυόμενο καθήμενη επί ενός χθαμαλού καθίσματος, επονομαζομένου «πουφ». Ο Λάρρυ έλαμπεν ολόκληρος, σχεδόν όσον και η αργυρά πανοπλία αυτού. Η πριγκήπισσα επίσης έλαμπεν από κορυφής μέχρις ονύχων και το βλέμμα της εσπίθιζεν ως αστραπή.
Οταν ετελείωσαν με την ένδυσιν, και την υπόδησιν βεβαίως, ετακτοποίησαν το τραπεζομάνδηλον και έκρουσεν η Λενώρα τον κώδωνα ίνα οι υπηρέται συμμαζέψουν τα κενά σκεύη εκ της τραπέζης και σερβίρουν το επιδόρπιον. Πράγματι, ήλθον και έπραξαν ό,τι ακριβώς πράττουν οι υπηρέται υπακούοντες τους ανωτέρους των. Το επιδόρπιον ήτο χαλβάς εκ σιμυγδαλίου, αρκετά γλυκύς αλλά όχι τόσον όσον τα μέλη των νεαρών εραστών, άτινα είχον κορέσει τον έρωτά των. Απεχαιρέτησεν η πριγκήπισσα Λενώρα τον ιππότην Λάρρυ διαβεβαιώνουσα αυτόν ότι θα ενθυμείται καθ’ όλην την διάρκειαν του βίου αυτής την εξαιρέτου ποιότητος περίπτυξίν των, έως του θανάτου της.
Ηπόρησεν ο Λάρρυ ερωτών «Τι μας εμποδίζει να το επαναλάβωμεν ωραιοτάτη Λενώρα;» και έμαθεν αμέσως ότι εντός ολίγων ωρών θα απεχαιρέτα την χώραν η πριγκήπισσα ίνα υπάγει εις ξένον τινά τόπον όπως υπανδρευθή ένα γερόντιον αλλά βασιλέα διότι ούτω απαιτούν οι καιροί και οι υποσχέσεις του πατρός της. Εδάκρυσεν η πριγκήπισσα ταύτα λέγουσα μετά μεγίστης ταχύτητος και ο Λάρρυ έσπευσεν και εφυλάκισεν έν δάκρυ αυτής επί της λινής επιφανείας του ρινομάκτρου του. «Τούτο το δάκρυ θα ρέει διαρκώς εντός της εμής καρδίας πανωραία Λενώρα, δεν θα στεγνώσει ποτέ όσον θα σας ενθυμούμαι» είπεν δακρύζων επίσης και σφογγίζων το ιδικόν του δάκρυ με την ξανάστροφη της παλάμης του. Αντήλλαξον απαλούς ασπασμούς και ο ιππότης εισήλθεν εις την άμαξαν της πριγκηπίσσης ίνα επιστρέψει εις το κατάλυμμά αυτού. Εσκέπτετο πολλά και διάφορα, αλλά δεν του επέρασεν από τον νουν, ούτε ξυστά ούτως ειπείν, ότι θα εσυναντούσε μετ’ ολίγων ετών και πάλιν την πριγκήπισσαν υπό εντελώς διαφόρους συνθήκας.
-->> Την ξαναδειχνω σημερα για λογους χαλαρωσης. Πηξαμε πια με το "σκοπιανο", τις ντοπες, τις ζαχοπουλιαδες, τις βρακατσελιαδες, και αλλα συγχρονα επη. Ελπιζω να τη χαρειτε και να απεγκλωβιστειτε απο τον ελεγχο της σεξουαλικοτητας σας!