Ενα μέτριου μεγέθους λευκό κανίς είναι ο σκύλος της φίλης του φίλου μου, ονόματι Μπικ. Μετά την τελευταία της έκτρωση και μετά τη διαβεβαίωση του γιατρού της πως αποκλείεται ν' αποχτήσει ποτέ παιδιά, πήρε αυτό το σκυλάκι αντί να υιοθετήσει ένα μωρό. Ο Μπικ ήταν ένα χαρούμενο κουτάβι, που χοροπηδούσε χαζοχαρούμενα μόλις έβλεπε την αφεντικίνα του -πολύ σπάνια στη διάρκεια της ημέρας, μια και εκείνη εργαζόταν τότε σε κάποια μεγάλη επιχείρηση. Την έβλεπε τα βράδια, που τον έβγαζε βόλτα και τον τάιζε κρατώντας τον αγκαλίτσα, εκεί, στη φαρδιά πολυθρόνα με το λουλουδάτο κάλυμμα σε τόνους γαλάζιους, απέναντι απ' την τηλεόραση. Εκείνες τις ώρες ήταν πράγματι το μωρό της, ο μικρούλης της Μπικ. Πάντα τον είχε ασπροφουφουλιασμένο, με πεντακάθαρη τη φουντωτή γούνα του, με περιποιημένα νυχάκια και γαλάζια κορδελλίτσα στο λεπτό του λαιμουδάκι. Το καλοκαίρι τον κούρευε σύμφωνα με την τελευταία λέξη της σκυλίσιας μόδας και τον καμάρωνε για το στυλ του.
Πέρναγαν ήρεμα κι ωραία οι δυο τους, μέχρι που η φίλη του φίλου μου αποφάσισε να δώσει μια σκυλίτσα για συντροφιά στο μοναχοπαίδι της το Μπικ, τη Λούση. Η Λούση ήταν μικρόσωμη με χρώμα ελαφρώς μελένιο, χαριτωμένη και τσαχπίνα. Τόσο πολύ τσαχπίνα, που ο καημένος ο Μπικ δεν άντεξε στον πειρασμό να την ερωτευτεί βαθειά, παρ' όλο που δεν ταίριαζαν στο μέγεθος. Ετσι κάπως άρχισαν τα μαρτύριά του. Κάθε που η Λούση είχε την περίοδό της, ο Μπικ κλειδωνόταν στην αποθήκη, ένα μικρό θεοσκότεινο δωματιάκι δίπλα στην κουζίνα, κι έμενε εκεί μέσα ουρλιάζοντας πονεμένα και ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια. Εκεί του σερβιριζόταν το φαγητό του κι οι μόνες ευχάριστες ώρες που περνούσε, ήταν οι ώρες του βραδινού περιπάτου, αντάμα με τη «μαμά» του και την αγαπημένη του. Τι χοροπηδητά έκανε σαν τρελλός μόλις έβλεπε την αγαπημένη του -έτοιμος για όλα που λένε- το άγρυπνο μάτι της φίλης του φίλου μου όμως δεν του άφηνε κανένα περιθώριο για ξεμονάχιασμα.
Πέρασαν μερικά χρόνια με εναλλασσόμενες περιόδους ευτυχίας και δυστυχίας για το Μπικ κι αν εξαιρέσουμε τη φορά που πιάστηκε η ουρίτσα του στο ασσανσέρ και κόπηκε η άκρη της, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό. Η φίλη του φίλου μου όμως σιγά σιγά έστρεφε την αγάπη και την προσοχή της προς τη Λούση, αδιαφορώντας ή ακόμα και φερόμενη εχθρικά προς το μεγάλο της «γιό», όπως είχε συνηθίσει να λέει το αρσενικό σκυλάκι της. Θέλεις η πίκρα που είχε εισπράξει απ' την ερωτική της ζωή, θέλεις τα διάφορα ρητά που χαρακτηρίζουν μ' αυτά το ανδρικό φύλο οι ξενέρωτες γεροντοκόρες, επέστρεφε σ' αυτό το καημένο αρσενικό πλασματάκι όλη της την απέχθεια για τους άντρες και μάλιστα με τόκο. Στόλιζε τη Λούση με κορδελλάκια, φανταιζί λουράκια, χαριτωμένα ζιλέ για το κρύο κι άφηνε το Μπικ σχεδόν ατημέλητο, σαν τον αιώνιο άντρα, όπως τον είχε πλασμένο η φαντασία της.
Η συμφορά ήρθε ένα κυριακάτικο απόγευμα, όταν η Λούση άρπαξε, με τη λαιμαργία που τη διέκρινε πάντα, μια φόλα και την καταβρόχθισε πριν προλάβει να επέμβει η «μαμά» της. Τρέξιμο στον κτηνίατρο της γειτονιάς, στα επείγοντα περιστατικά του κυνοκομείου, τίποτα όμως, δυστυχώς, η σκυλίτσα ξεψύχισε με τα ματάκια καρφωμένα στο ταβάνι, μ' ένα κατηγορώ και μια τεράστια απορία καθρεφτισμένα μέσα τους. Η φίλη του φίλου μου το πήρε πολύ βαριά. Ούτε για τη μάνα της είχε κλάψει τόσο πολύ. Ολα τα δάκρυα μαζεμένα έτρεχαν σα βρύση και δεν ήθελε να δει κανένα, κλεισμένη στο πολυτελές διαμέρισμά της για ένα εικοσαήμερο. Εδιωξε και την οικιακή βοηθό -να μην αντικρύζει τις «στιγμές αδυναμίας» της, όπως συνήθιζε ν' αποκαλεί τις στιγμές που ένα πλάσμα αναζητά κάποιο άλλο να μοιραστεί τον πόνο- κι ούτε βόλτες, ούτε τίποτα για τον κακομοίρη το Μπικ. Ισα ίσα ένα φαγάκι του μαγείρευε εντελώς μηχανικά κι αυτό ήταν όλο. Την ανάγκη του την έκανε στο μπαλκόνι κι ας διαμαρτυρόντουσαν οι αποπάνω για τη μπόχα που ανέβαινε στα ρουθούνια τους. Ενα πρωινό όμως, αποφάσισε να βγει. Είχε πάρει και τη σύνταξή της πλέον και μπορούσε να διαχειρίζεται το χρόνο της όπως ήθελε. Βγήκε λοιπόν τραβολογώντας το «πρωτότοκό» της απ' το λουρί, σα νά 'σερνε κάποιο κουρέλι.
Ο Μπικ είναι τώρα πολύ γέρος, πλησιάζει την ηλικία «απόσυρσης» απ' τα εγκόσμια. Η Λούση του, που του έδινε ζωή κι ενέργεια, τον παράτησε μονάχο και τράβηξε για τον παράδεισο των σκυλιών, και που να καταλάβει τώρα αυτός, πώς έγινε αυτό, με το χαζούλικο μυαλουδάκι του. Η ηλικία και τα αρθριτικά του -το γήρας δεν έρχεται μονάχο του ούτε για τα σκυλιά- όπως κι η μισή του ουρίτσα, τον ταλαιπωρούν αφάνταστα και σα να νιώθει, πως όπου νά 'ναι θα πάει να συναντήσει την αγαπημένη του.
Θα πίστευε κανείς πως μετά απ' όλο αυτό το πατατράκ, η συμπεριφορά της φίλης του φίλου μου θ' άλλαζε προς το καλύτερο απέναντι στο πρώτο της ζωντανό απόκτημα. Οχι όμως, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Ολη την πίκρα της και τη θλίψη τη μεταβιβάζει στο φτωχό ζωάκι, σα να φταίει εκείνο που δεν είδε τη φόλα για να την καταβροχθίσει εκείνο, σα να φταίει που δεν υπήρξε ποτέ λαίμαργο, σα να φταίει που άκουγε κι ακολουθούσε προσεχτικά τις οδηγίες της αφεντικίνας του. Ετσι κυλούν οι μέρες, αφόρητα βαρετές και για τα δυο πλάσματα, τα μόνα κι έρημα, που δε βρίσκουν καμμιά χαρά ούτε στην αναπόληση των κοινών ευτυχισμένων στιγμών τους. Σα να μη τα συνδέει τίποτα, εντελώς τίποτα. Σα να τα χωρίζουν αξεπέραστα εμπόδια. Σαν η κοινή αγάπη τους για τη Λούση να έγινε ένα αδιαπέραστο Σινικό τείχος. Σα νά 'σπασε η αλυσίδα που τα ένωσε κάποτε. Η φίλη του φίλου μου στέκει απόλυτα εχθρική, χωρίς συμβιβασμό στην ιδέα της απώλειας της αγαπημένης της σκυλίτσας -προέκταση άραγε του εαυτού της;- κι ο Μπικ παραδομένος στην κακή του μοίρα, αποστερημένος απ' τη χαρά της ζωής που δεν του δόθηκε, περιμένει εντελώς απελπισμένα το χαμό του.
Αυτή είναι η μικρή ιστορία του σκύλου της φίλης του φίλου μου κι ίσως θα μπορούσε να είναι μια ιστορία και γι ανθρώπους. Αλλά, αυτό είναι μια άλλη ιστορία...
Πέρναγαν ήρεμα κι ωραία οι δυο τους, μέχρι που η φίλη του φίλου μου αποφάσισε να δώσει μια σκυλίτσα για συντροφιά στο μοναχοπαίδι της το Μπικ, τη Λούση. Η Λούση ήταν μικρόσωμη με χρώμα ελαφρώς μελένιο, χαριτωμένη και τσαχπίνα. Τόσο πολύ τσαχπίνα, που ο καημένος ο Μπικ δεν άντεξε στον πειρασμό να την ερωτευτεί βαθειά, παρ' όλο που δεν ταίριαζαν στο μέγεθος. Ετσι κάπως άρχισαν τα μαρτύριά του. Κάθε που η Λούση είχε την περίοδό της, ο Μπικ κλειδωνόταν στην αποθήκη, ένα μικρό θεοσκότεινο δωματιάκι δίπλα στην κουζίνα, κι έμενε εκεί μέσα ουρλιάζοντας πονεμένα και ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια. Εκεί του σερβιριζόταν το φαγητό του κι οι μόνες ευχάριστες ώρες που περνούσε, ήταν οι ώρες του βραδινού περιπάτου, αντάμα με τη «μαμά» του και την αγαπημένη του. Τι χοροπηδητά έκανε σαν τρελλός μόλις έβλεπε την αγαπημένη του -έτοιμος για όλα που λένε- το άγρυπνο μάτι της φίλης του φίλου μου όμως δεν του άφηνε κανένα περιθώριο για ξεμονάχιασμα.
Πέρασαν μερικά χρόνια με εναλλασσόμενες περιόδους ευτυχίας και δυστυχίας για το Μπικ κι αν εξαιρέσουμε τη φορά που πιάστηκε η ουρίτσα του στο ασσανσέρ και κόπηκε η άκρη της, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό. Η φίλη του φίλου μου όμως σιγά σιγά έστρεφε την αγάπη και την προσοχή της προς τη Λούση, αδιαφορώντας ή ακόμα και φερόμενη εχθρικά προς το μεγάλο της «γιό», όπως είχε συνηθίσει να λέει το αρσενικό σκυλάκι της. Θέλεις η πίκρα που είχε εισπράξει απ' την ερωτική της ζωή, θέλεις τα διάφορα ρητά που χαρακτηρίζουν μ' αυτά το ανδρικό φύλο οι ξενέρωτες γεροντοκόρες, επέστρεφε σ' αυτό το καημένο αρσενικό πλασματάκι όλη της την απέχθεια για τους άντρες και μάλιστα με τόκο. Στόλιζε τη Λούση με κορδελλάκια, φανταιζί λουράκια, χαριτωμένα ζιλέ για το κρύο κι άφηνε το Μπικ σχεδόν ατημέλητο, σαν τον αιώνιο άντρα, όπως τον είχε πλασμένο η φαντασία της.
Η συμφορά ήρθε ένα κυριακάτικο απόγευμα, όταν η Λούση άρπαξε, με τη λαιμαργία που τη διέκρινε πάντα, μια φόλα και την καταβρόχθισε πριν προλάβει να επέμβει η «μαμά» της. Τρέξιμο στον κτηνίατρο της γειτονιάς, στα επείγοντα περιστατικά του κυνοκομείου, τίποτα όμως, δυστυχώς, η σκυλίτσα ξεψύχισε με τα ματάκια καρφωμένα στο ταβάνι, μ' ένα κατηγορώ και μια τεράστια απορία καθρεφτισμένα μέσα τους. Η φίλη του φίλου μου το πήρε πολύ βαριά. Ούτε για τη μάνα της είχε κλάψει τόσο πολύ. Ολα τα δάκρυα μαζεμένα έτρεχαν σα βρύση και δεν ήθελε να δει κανένα, κλεισμένη στο πολυτελές διαμέρισμά της για ένα εικοσαήμερο. Εδιωξε και την οικιακή βοηθό -να μην αντικρύζει τις «στιγμές αδυναμίας» της, όπως συνήθιζε ν' αποκαλεί τις στιγμές που ένα πλάσμα αναζητά κάποιο άλλο να μοιραστεί τον πόνο- κι ούτε βόλτες, ούτε τίποτα για τον κακομοίρη το Μπικ. Ισα ίσα ένα φαγάκι του μαγείρευε εντελώς μηχανικά κι αυτό ήταν όλο. Την ανάγκη του την έκανε στο μπαλκόνι κι ας διαμαρτυρόντουσαν οι αποπάνω για τη μπόχα που ανέβαινε στα ρουθούνια τους. Ενα πρωινό όμως, αποφάσισε να βγει. Είχε πάρει και τη σύνταξή της πλέον και μπορούσε να διαχειρίζεται το χρόνο της όπως ήθελε. Βγήκε λοιπόν τραβολογώντας το «πρωτότοκό» της απ' το λουρί, σα νά 'σερνε κάποιο κουρέλι.
Ο Μπικ είναι τώρα πολύ γέρος, πλησιάζει την ηλικία «απόσυρσης» απ' τα εγκόσμια. Η Λούση του, που του έδινε ζωή κι ενέργεια, τον παράτησε μονάχο και τράβηξε για τον παράδεισο των σκυλιών, και που να καταλάβει τώρα αυτός, πώς έγινε αυτό, με το χαζούλικο μυαλουδάκι του. Η ηλικία και τα αρθριτικά του -το γήρας δεν έρχεται μονάχο του ούτε για τα σκυλιά- όπως κι η μισή του ουρίτσα, τον ταλαιπωρούν αφάνταστα και σα να νιώθει, πως όπου νά 'ναι θα πάει να συναντήσει την αγαπημένη του.
Θα πίστευε κανείς πως μετά απ' όλο αυτό το πατατράκ, η συμπεριφορά της φίλης του φίλου μου θ' άλλαζε προς το καλύτερο απέναντι στο πρώτο της ζωντανό απόκτημα. Οχι όμως, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Ολη την πίκρα της και τη θλίψη τη μεταβιβάζει στο φτωχό ζωάκι, σα να φταίει εκείνο που δεν είδε τη φόλα για να την καταβροχθίσει εκείνο, σα να φταίει που δεν υπήρξε ποτέ λαίμαργο, σα να φταίει που άκουγε κι ακολουθούσε προσεχτικά τις οδηγίες της αφεντικίνας του. Ετσι κυλούν οι μέρες, αφόρητα βαρετές και για τα δυο πλάσματα, τα μόνα κι έρημα, που δε βρίσκουν καμμιά χαρά ούτε στην αναπόληση των κοινών ευτυχισμένων στιγμών τους. Σα να μη τα συνδέει τίποτα, εντελώς τίποτα. Σα να τα χωρίζουν αξεπέραστα εμπόδια. Σαν η κοινή αγάπη τους για τη Λούση να έγινε ένα αδιαπέραστο Σινικό τείχος. Σα νά 'σπασε η αλυσίδα που τα ένωσε κάποτε. Η φίλη του φίλου μου στέκει απόλυτα εχθρική, χωρίς συμβιβασμό στην ιδέα της απώλειας της αγαπημένης της σκυλίτσας -προέκταση άραγε του εαυτού της;- κι ο Μπικ παραδομένος στην κακή του μοίρα, αποστερημένος απ' τη χαρά της ζωής που δεν του δόθηκε, περιμένει εντελώς απελπισμένα το χαμό του.
Αυτή είναι η μικρή ιστορία του σκύλου της φίλης του φίλου μου κι ίσως θα μπορούσε να είναι μια ιστορία και γι ανθρώπους. Αλλά, αυτό είναι μια άλλη ιστορία...
-->> πρωτοανέβηκε εδώ: -->>
http://rodiat3.blogspot.com/2006/02/blog-post_27.html
3 σχόλια:
Πολύ πικρή ιστορία...όπως η ζωή...
Το δυστύχημα είναι ότι η φίλη του φίλου μου έχει αναλάβει εργολαβικά το βασανισμό σκύλων κάτω από το πρόσχημα της φιλοζωίας. Ο μεν Μπικ γλίτωσε εδώ και μερικά χρόνια, από τότε όμως μέχρι σήμερα άλλα τρία σκυλάκια "τελείωσαν" σε παράξενες συνθήκες -φόλα, πολυφαγία, ζάχαρο. Το τωρινό, βρίσκεται στην αναμονή...
Η ανάληψη της ευθύνης μιας ζωής, έστω και ενός μικρού ζώου, είναι πολύ σημαντικό πράγμα.
Ωωωωωχχχχ...ακόμα χειρότερα...
Δημοσίευση σχολίου