Σελίδες

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

Η επίσκεψη του Larry -Νο 2


Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες που μας δυναστεύουν, κάθε τόσο, αραιά και που, θα ανεβαίνει και απο μια διήγηση των επισκέψεων του ιππότου Larry.

Οποιος θέλει να ακούσει τη φωνούλα μου να το διηγείται, ας πατήσει εδώ: 02 knight Larry's story



Η βαρώνη ντε Μπολινιάκ, μια θεσπεσία ύπαρξις εικοσιέξ Μαΐων με σώμα σιταρόχρουν, μελανόφαιους γλαυκούς οφθαλμούς, κόμην χρυσίζουσαν και κίνησιν αιλουροειδούς, ήκουσεν να κρούεται ο κώδων του διαμερίσματός της περί ώραν τρίτην μεταμεσημβρινήν. Ανεκλίθη βραδέως εκ τινος των ανακλίντρων της μεγάλης σάλας, όπου ελάμβανε καθημερινώς ένα σύντομον αλλά βαθύν ύπνον κατόπιν του γεύματος. Τρία ανάκλιντρα εξαιρέτου κατασκευής, μετά λεπτών εσκαλισμάτων επί των δρυΐνων ποδών των και βαρύτιμον επένδυσιν εξ υφασμάτων λινών και μεταξωτών επεξεργασμένων χρωματικώς με την μοναδικήν τέχνην του ινδικού batic, απετέλουν την μόνην επίπλωσιν του χώρου τούτου, ομού μετά μιάς ευμεγέθους πολυθρόνας εγκατεστημένης είς τινα απομεμακρυσμένην θέσιν.

«Ποίος με ενεθυμήθη τοιαύτην ώραν;» ανερωτήθη η νεαρά βαρώνη και έσπευσεν να ανοίξει την θύραν, ελπίζουσα εκ βαθέων να είναι ο εξακουστός ιππότης Λάρρυ ο κωδωνοκρούστης της θύρας της. Πράγματι, εις το άνοιγμα της θύρας ίστατο είς ιππότης, ενδεδυμένος πανοπλίαν με περικεφαλαίαν αργυράν και περικνημίδας σιδηράς, ελαφρώς οξειδωμένας.

«Ω, Λάρρυ, Λάρρυ, ήλθατε επιτέλους!» ανέκραξεν μετά χαράς η βαρώνη και έτεινε την δεξιάν της χείρα ίνα τύχει του καθιερωμένου ασπασμού. Ο ιππότης, κλίνων ελαφρώς την οσφύν, ησπάσθη περιπαθώς την χείρα της νεαράς θεσπεσίας καλλιπύγου βαρώνης, αφού βεβαίως εξέβαλλεν την περικεφαλαίαν αυτού και έθεσεν αύτην υπό την ευώνυμον μασχάλην του.

Το πρόσωπον, το οποίον απεκαλύφθη μετά την εκβολήν της περικεφαλαίας, δεν ήτο το πρόσωπον το οποίον είχεν επί μακράς νύκτας και ημέρας διατηρήσει ζωηρόν το ενδιαφέρον της βαρώνης. Εντελώς διάφορον είχεν πλάσει η φαντασία της τον διάσημον δια το μέγεθος της ψωλής του, και, ως εκ τούτου, δια τας ερωτικάς του επιτυχίας, ιππότην. Εμπροσθεν αυτής ίστατο έν ασθενές δείγμα του ανδρικού φύλου. Ιππότης δεν εφαίνετο πουθενά. Μόνον έν κακέκτυπον ανδρός, είς ασθενής γέρων με κεφαλήν πολιάν και εκ τριχών αραιοκατοικημένην ευρίσκετο εκεί, μετ’ αυτής, έμπροσθεν της θύρας του διαμερίσματος.

Η πρώτη κίνησις της βαρώνης, εάν δεν ήτο ευγενής εκ φύσεως και καταγωγής, θα ήτο να κλείσει την θύραν καταπρόσωπον του ιππότου. Επειδή όμως ήτο μία νεαρά μεν αλλά καλοανατεθραμμένη κυρία, προσεκάλεσεν αυτόν ίνα εισέλθει εις την σάλαν λέγουσα «Περάστε, περάστε αγαπητέ μου Λάρρυ!»

Η έκπληξις του ιππότου δεν ήτο μικροτέρα, προς το πλέον ευχάριστον όμως. Εκεί όπου ανέμενεν να αντικρύσει μίαν ευγενή κυρίαν μιάς κάποιας ηλικίας λίαν πλησίον της ιδικής του, ηυρέθη πρόσωπον με πρόσωπον μετά μιάς θεσπεσίας υπάρξεως εικοσιέξ Μαΐων. Οποία κατάπληξις και οποία τύχη, εάν βεβαίως η συναίνεσις της βαρώνης δια γαμικήν συνεύρεσιν υπήρχεν πιθανότης να υπάρξει.

«Ευχαριστώ τα μάλα κυρία μου.. δούλος σας ταπεινός..» απήντησεν ο Λάρρυ έχων τας φρένας ελαφρώς διασαλευθείσας εκ του γεγονότος της εξ απήνης συλλήψεώς του, και προεχώρησεν εις τα ενδότερα του διαμερίσματος. Εκεί, ευθύς μόλις είδεν την ευμεγέθη πολυθρόναν, κατηυθύνθη προς αύτην και εθρονιάσθη αποτόμως εκβάλλων κροτάλισμα ισχυρόν. «Ω,» εσκέφθη εν τω άμα, «εάν το ήξευρον θα εφόρουν την εξ ολοκλήρου αργυράν μου πανοπλίαν ή τουλάχιστον θα είχον λαδώσει ταύτην δι ελαιολάδου Μυτιλήνης.»

Η ευγενεστάτη βαρώνη, προτού καθίσει επί του ανακλίντρου, το οποίον διετήρη ακόμη ίχνη εκ της μεσημβρινής ανεπιτυχούς προσπαθείας αυτής δια χαλάρωσιν, ηρώτησεν τον ιππότην εάν θα επεθύμει να πίει μετ’ αυτής βυσσινάδαν. Ο ιππότης, παρ’ όλον που εμίσει βαθέως το αιματόχρουν ποτόν, το οποίον ανέδυεν δυστήνους στιγμάς εκ του βάθους της μνήμης του υποδαυλίζον τα πάθη αυτού εν τω στρατεύματι, εδέχθη μετά χαράς την πρότασιν της αιλουρώδους βαρώνης. Αποφασίσας διατηρών εφ’ εξής εις την μνήμην αυτού την ελαφροτάτην κίνησιν των λαγόνων της ως αύτη απεσύρετο προς τον ψύκτην ίνα λάβει το υδαρές ποτόν καθώς και άφθονον ψυχρόν ύδωρ, απέκρυψεν υπό την δεξιάν παλάμην τους οφθαλμούς αναπολών ειδυλλιακάς στιγμάς παλαιών ερώτων.

Η λίαν αναπαυτική πολυθρόνα, όπου ο Λάρρυ εκάθητο, εκόντευε να απορροφήσει εντελώς το ισχνόν του δέμας εις ένα ύπνον μακάριον, ότε ενεφανίσθη η βαρώνη μετά τινος αργυρού δίσκου όπου ευρίσκοντο τοποθετημένοι δύο μικροί αμφορείς εκ κρυστάλλου Βοημίας, ο μεν πλήρης ψυχρού ύδατος, ο δε πλήρης βυσσινάδας, μετά των απαραιτήτων ποτηρίων, κρυσταλλίνων επίσης, λεπτής βοημικής επεξεργασίας.

Η βαρώνη, αφού εσέρβιρεν τον ιππότην, εκάθησεν εις το ανάκλιντρον αυτής παρατηρώσα με ελαφράν αγένειαν το πρόσωπον αυτού, εστιάζουσα επί των χειλέων τα οποία ερρόφων διακεκομένως την βυσσινάδαν, εκλύοντα χαμηλούς βραχνούς θορύβους. Ο ιππότης ανεσήκωσεν το βλέμμα προς την βαρώνην και, εγκαταλείπων προς στιγμήν το ποτήριόν του επί του αργυρού δίσκου, είπεν «Δεν θα δοκιμάσητε υμείς βαρώνη το ποτόν;» η δε απεκρίθη ευθαρσώς «Αγαπητέ μου Λάρρυ, το ποτόν το έχω εντός του εμού ψύκτου και το πίω ανά πάσαν στιγμήν και αυτήν την στιγμήν δεν το γουστάρω.»

Εκόμπιασεν ο ιππότης, μη έχων να αντιτάξει ουδέν εις το σχόλιον της βαρώνης και το μόνον το οποίον απέμενε εις αυτόν ήτο να μη επαναλάβει την πόσιν βυσσινάδας. Πλήρης δικαιολογιών, ηρνήθη να ενθυμηθεί εις το εξής την ύπαρξιν του ημιπλήρους ποτηρίου του, κειμένου εν τω αργυρώ δίσκω. Επρόσεξεν, εντός της αδυναμίας αυτού ευρισκόμενος, ότι, ενώ πάντοτε έως τότε τον ηνόχλει σφόδρα η προσφώνησις του ονόματός του κατόπιν του κτητικού «μου», τουτέστιν «..μου Λάρρυ», φράσις η οποία έφερεν εις τον νούν το άτυχόν τε και άνευ φύλου ζώον, όταν τον επροσεφώνει ούτως η βαρώνη, ησθάνετο λίαν ευτυχής, ήκουεν την λεπτήν φωνήν αυτής τόσον γλυκείαν ωσεί ώριμον φρούτον πλήρες σακχαρώδους ωπού.

Αντήλλασσον βλέμματα λοιπόν, οι δύο συνδαιτημόνες ενός ανυπάρκτου αντικειμένου πόσεως ή βρώσεως, επί μακρόν. Η μεν βαρώνη δεν εγνώριζεν τον τρόπον δια του οποίου θα έθετε τέλος εις αυτήν την γελοιότητα της ακαίρου επισκέψεως, ο δε Λάρρυ εδίσταζεν να χρησιμοποιήσει παλαιούς δεδοκιμασμένους τρόπους ερωτικής προσεγγίσεως ίνα μη γελοιοποιηθεί προ των οφθαλμών της ωραιοτάτης νέας, η οποία του είχεν αποκόψει τα ήπατα. Ησθάνετο την άλλοτε σθεναράν και υπέρλαμπρον ψωλήν του μαρανθείσαν υπό την σιδηράν πανοπλίαν και εντός του εγκεφάλου του επεκράτει μεγίστη σύγχυσις.

«Οποίον καιρόν θα εξημερώσει αύριον;» απετόλμησεν μίαν βλακώδη ερώτησιν ο υπό πλήρει εξαφανίσει διατελών ιππότης, λαβών αυθωρεί την απάντησιν της βαρώνης «Οι θεοί μόνον γνωρίζουν οποίος καιρός θα εξημερώσει! Αγνωστον το αύριον παντελώς δι ημάς τους ανθρώπους. Μέγας εί Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου. Τα πάντα εν σοφία εποίησας.»

«Δεν θα ηδυνάμην να φαντασθώ οποία γνώσις και ευσέβεια κρύπτεται εντός της λαμπράς ψυχής σας!» ανεφώνησεν κατάπληκτος ο Λάρρυ, συμπληρώνων παρευθύς «Ποίον εστί ευγενέστερον και ωραιότερον, το περίβλημα ή το εσωτερικόν υμών, αγαπητή βαρώνη; Αδύνατον να το είπω μετά βεβαιότητος.»

Η βαρώνη δεν εγκατέλειψεν την δοθείσαν ευκαιρίαν ανεκμετάλλευτον, ήδραξεν ταύτην μετά πάσης δυνάμεως λέγουσα «Ω, ναι, Λάρρυ αγαπητέ, μόλις τώρα ενεθυμήθην ότι έχω υποσχεθεί εις τον πάτερ Ευσέβιον να υπάγω εις τον ναόν του Προφήτου Ηλιού και μάλλον ευρίσκομαι ήδη εν καθυστερήσει. Παρακαλώ, εάν δεν είναι λίαν δυσάρεστον δι υμάς, θα ηδύνασθο να υπάγετε ίνα προφθάσω να ετοιμασθώ;»

Ο ιππότης, άνευ ουδεμιάς αναβολής, εξετινάχθη εκ του καθίσματος όπου επί τόσον μακρόν είχεν μακαρίως απλωθεί, λέγων «Βεβαίως κυρία μου, τι λόγος! Αλλωστε ήγγικεν η ώρα ίνα ετοιμασθώ, η ταπεινότης μου, δια μίαν ετέραν επίσκεψιν, έχω να υπάγω εις την Βουλήν Των Λόρδων.» Ούτωπως εξεγλύστρησεν, ίνα μη δώσει την εντύπωσιν εκδιωχθέντος.

Αντήλλαξον ευγενείς ασπασμούς έμπροσθεν της θύρας του διαμερίσματος, ο ιππότης εισήλθεν εν τω ανελκυστήρι και η ωραία νεαρά αιλουρώδης βαρώνη εσφάλισεν την θύραν. Αμα τη βεβαιότητι της ικανής απομακρύνσεως του ιππότου Λάρρυ, ήρχισεν αύτη να γελά ηχηρώς. Εθεσεν ένα δίσκον εκ βυνιλίου εις το ανάλογον μηχάνημα, το επονομαζόμενον πικ-απ, και εισήλθεν εν τω άμα εις ένα κόσμον ημιφρενοβλαβή ορχουμένη ωσάν μαινάς υπο των ήχων μουσικού τινος συγκροτήματος εκ Λατινικής Αμερικής.

Ο ιππότης παρέπαιεν εν τη οδώ, ως ημιθανής σχεδόν, δεν ηδύνατο να κατανοήσει ακριβώς τον τρόπον με τον οποίον είχεν ευρεθεί τόσον αποτόμως εκτός του διαμερίσματος της βαρώνης, πώς δήλα δη εκείνος, είς τόσον προβεβλημένος δια τας ερωτικάς ικανοτήτας του ανήρ, ηδυνήθη να απωλέσει τοιούτον κελεπούρι. Αμέσως, ίνα μη εκπέσει το κύρος αυτού, είπεν εις εαυτόν ότι επρόκειτο απλώς περί μιάς γυναικός θρησκευομένης, και, ως εκ τούτου, παρθένου, ήτις δεν επεθύμει επαφήν μεθ' ουδενός ανδρός. Χαρακτηρίσας ούτως την θεσπεσίαν βαρώνην, ησύχασεν η συνείδησίς του και ηδυνήθη να προχωρήσει μετά πλέον σταθερών βημάτων προς το μικρόν αυτού κατάλυμμα.

_____________________
Σήμερα το κατάστημα σερβίρει ολίγη από ιππότη Λάρρυ, ετσι, για να σπάμε το παράλογο που μας τριγυρίζει επικίνδυνα με κάτι πιο διασκεδαστικό και λιγότερο παρανοϊκό -από τα Δελτία Ειδήσεων, ας πούμε!!!

Η ιστορία αυτή πρωτοανέβηκε εδώ: -->>
http://rodiat3.blogspot.com/2006/01/larry-2.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: