Σκοτείνιαζε, έτσι μου φάνηκε, που βρέθηκα να βαδίζω σε μια έρημη κακοτοπιά. Μα πού πήγαινα; Οταν το σκέφτηκα αυτό, θυμήθηκα και το σπίτι μου, κι επεθύμησα να γυρίσω πίσω. Θ' ανησυχούσαν. Οχι, όχι, μόλις είχε βραδιάσει και θα πρόφταινα νά'μαι κοντά τους, πριν ακόμα έρθουν τα μεσάνυχτα.
Αλλά μ' αυτή τη σκέψη είδα τότε το μέρος που βρισκόμουνα. Ηταν ένα μακρινό μακρινό. Και ταράχτηκα απ' την απελπισία. Μα πόσο καιρό λείπω;... Και γιατί ήρθα εδώ;...
Και όμως βάδιζα, αντί να σταματήσω.
Ξαφνικά μου φάνηκε πως ήταν ξημέρωμα και δεν ήταν βράδυ! Μα το ξέρουν οι δικοί μου, ή με περιμένουν;
Ο τόπος μαύριζε από τα δέντρα, δέντρα ψηλά στους βράχους, δέντρα εδώ και κει μαζεμένα. Κι ένας ουρανός δίχως άστρο, αστράκι να λάμπει...
Πάλι σκέφτηκα πού πήγαινα; Και τρόμαξα. Είδα όμως τότε, πως δεν ήμουνα μόνος, είδα κι άλλους να έρχονται κοντά μου και παρηγορήθηκα.
Κάτι τους είπα σε λίγο, αλλ' αυτοί δε μ' απάντησαν, δε μ' άκουσαν, και βάδιζαν κοντά μου με σκυμμένο το κεφάλι...
Και μια σιωπή, μια βαριά σιωπή ήταν παντού χυμένη. Μα κι ο κρότος των βημάτων μας δεν ακουγόταν, έτσι περνούσαμε, χωρίς θόρυβο, δίχως κανέναν κρότο. Πού πηγαίναμε;
Πάλι το σκέφτηκα, αλλά και πάλι το λησμόνησα και βάδιζα, μαζί με τους άλλους, που κάποτε κι αυτούς τους λησμονούσα. Τώρα όμως, όταν τους έβλεπα αυτούς, τους νόμιζα πως ήτανε γνωστοί μου, φίλοι μου.
Ετσι βαδίζοντας βρήκαμε μια θάλασσα, που απλωνόταν ήσυχη ήσυχη, χωρίς την παραμικρή κίνηση, μια νεκρή θάλασσα.
Α, τώρα, σκέφτηκα, θα πάμε πίσω με πλοίο ή βάρκα...
Κι αισθάνθηκα πάλι τη λαχτάρα να βρεθώ κοντά στους δικούς μου.
Αλλά δε σταθήκαμε κει, και ούτε κοιτάξαμε αν υπήρχε βάρκα ή πλοίο. Προχωρήσαμε. Τώρα όμως κατεβαίναμε έχοντας δίπλα μας και κοντά μας την ακίνητη θάλασσα. Και βρεθήκαμε σε μια μεριά χαμηλή, κυκλωμένη από υψώματα και που η γη της ήτανε μαύρη πίσσα. Μα και τα νερά τής θάλασσας όμοια, ή πιο μαύρα απ' αυτή φαινότανε νά'ναι...
Μια βάρκα όμως ήτανε εκεί σαν αφημένη, έρημη, μια βάρκα μαύρη, παλιά. Και μπήκαμε μέσα χωρίς να μιλήσουμε, χωρίς να πει ο ένας στον άλλο λέξη. Κοιτάξαμε έπειτα ζητώντας το βαρκάρη.
Κανείς δε φαινότανε να υπάρχει εκεί, η βάρκα ήταν έρημη!
Και αυτό το μέρος ξακολουθούσε να φωτίζεται θαμπά, όπως όταν ξημερώνει, ή όταν βραδιάζει...
Η βάρκα όμως ξαφνικά κινήθηκε μόνη της, ξεκόλλησε απ' τα ρηχά νερά, και το πανί της, μαύρο κι αυτό, άνοιξε, και φούσκωσε χωρίς να φυσά άνεμος, κι άρχισε να φεύγει, να γλιστρά στα ήσυχα νερά, τα μαύρα...
Μα πού πηγαίναμε; Εβλεπα τις σκοτεινές μορφές των συντρόφων μου, τους έβλεπα να κάθονται σιωπηλοί, κοιτάζοντας εμπρός με προσοχή, εκεί που η βάρκα έτρεχε γρήγορα.
Λησμόνησα πού βρισκόμουνα, σα να κοιμήθηκα βαθιά, να με πήρε ο ύπνος δίχως όνειρα. Και όταν συνήρθα, κοίταξα τους συντρόφους μου. Αλλά τους είδα σα σβηστούς, σβηστούς μέσα σε κείνο το μικρό φως, και η ματιά μου πέρασε απ' τα σώματά τους στην άλλη μεριά...
Και η βάρκα έτρεχε γρήγορα. γλιστρούσε στα νερά χωρίς θόρυβο, και πάντα με φουσκωμένο πανί. Και το τιμόνι να κουνιέται κάποτε σα μόνο του να διεύθυνε τη βάρκα.
Πάλι λησμόνησα, πάλι σα να βυθίστηκα σε ύπνο δίχως όνειρα. Και όταν ήρθα στον εαυτό μου, είδα τους συνταξιδιώτες μου μόλις να φαίνονται, μόλις σα φκιαγμένοι απ' αραιό καπνό.
Κοίταξα και γύρω και πάλι έριξα τη ματιά μου σ' αυτούς.
Τώρα δεν είδα τίποτα, τίποτα! Η βάρκα μόνο μ' έναν επιβάτη, με μένα, έτρεχε. Κι αυτό πίστεψα.
Αλλ' όταν ζήτησα να δω το σώμα μου, δεν τό'δα! Είχε χαθεί κι αυτό.
Γρήγορα όμως κατάλαβα τι συνέβαινε.
Στη βάρκα αυτή μέσα, που χωρίς οδηγό έτρεχε, μόνο ο νους μου ταξίδευε τώρα, έτρεχε στο άγνωστο, απέραντο ταξίδι...
_______________
ΣΗΜ. Το διήγημα είναι του
Δημοσθένη Βουτυρά, γραμμένο -ποιος το πιστεύει;- στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στο ζήτημα "Βουτυράς" θα επανέλθω. Μελέτησα με προσοχή πάρα πολλά διηγήματά του επί ένα μήνα -περίπου 2.500 σελίδες!- και μου φαίνεται σαν να ανακάλυψα ένα καινούργιο κόσμο...