Σελίδες

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

η χώρα των Σοφών Κώλων

Κάποτε, ο Ποιητής αποφάσισε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι, να πάει όσο πιο μακριά γινόταν. Ρώτησε λοιπόν, ποια είναι η πιο μακρινή χώρα κι ένας ταξιδιωτικός πράκτορας του είπε πως είναι η χώρα των Σοφών Κώλων. Μέχρι να τακτοποιήσει τα εισιτήρια τρένων, πλοίων και αεροπλάνων, που θα τον πήγαιναν στη χώρα των ονείρων του, έγραφε ποιήματα για κώλους. Για όμορφους κώλους στρογγυλούς και τσιτωμένους, αλλά και για πισινούς πεσμένους, ζαρουκλιασμένους ή ατροφικούς, για τροφαντά κωλαράκια, αλλά και για μαραμένα οπίσθια. Γέμιζε σελίδες επί σελίδων με γλαφυρά ποιήματα, αλλά και με ολόκληρες ελεγείες και έπη, ιστορώντας με στίχους τους κώλους της φαντασίας του, τόσο που το μυαλό του γέμιζε σκατά χωρίς να το καταλαβαίνει. Το πρόβλημα του Ποιητή ήταν ότι περιεγραφε την εξωτερική εμφάνιση των κώλων και ουδεμία σημασία έδινε στο περιεχόμενό τους, οπότε, το περιεχόμενο εισερχόταν στα κρυφά και στα μουλωχτά και κατελάμβανε θέση μέσα στο νου του Ποιητή, αφού εκείνος προτιμούσε να αρνείται την ύπαρξη του περιεχομένου αυτού. Μετά από αρκετό καιρό, όταν ετοιμάστηκαν όλα τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα και ο Ποιητής υπεβλήθει σε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις, έκανε και τα ειδικά πανάκριβα εμβόλια, ήρθε η πολυπόθητη μέρα της αναχώρησης. Πρώτα μπήκε στο τρένο, όπου, λόγω κεκτημένης συνήθειας, παρατηρούσε τους ανθρώπινους κώλους αντί για τα πρόσωπα. Μιλούσε σε κώλους κοιτάζοντας τους κωλους στα μάτια -τρόπος του λέγειν "μάτια" γιατί ένας κώλος έχει μονάχα ένα μάτι, το οποίο μάλιστα δεν φαίνεται μια και βρίσκεται κάτω απο τα ρούχα. Κατόπιν, μπήκε στο πλοίο, όπου συνέχισε το ίδιο βιολί. Υστερα, έφτασε σε ένα μακρινό αεροδρόμιο, όπου θα ερχόταν το αεροπλάνο να τον μεταφέρει στον τελικό προορισμό του, όπερ και εγένετο. Ετσι, έφτασε μετά από μερικές ώρες στη χώρα των Σοφών Κώλων. Εκεί όμως, δεν υπήρχε κανένας κώλος. Κανένα πλάσμα δεν είχε κώλο. Οι άνθρωποι ήταν άκωλοι εντελώς, μια επιφάνεια επίπεδη ήταν η πίσω όψη τους, και ο Ποιητής αναρωτήθηκε πώς και από πού τάχα να χέζουν. Δεν δίστασε να ρωτήσει έναν περιπτερά ο, φημισμένος για την τόλμη του, Ποιητής: «Δεν μου λέτε παρακαλώ, πώς χέζετε σεις εδώ πέρα;» αλλά ο περιπτεράς αγνοούσε το ρήμα "χέζω" και υπέδειξε στον Ποιητή να απευθυνθεί στον σοφότερο Κώλο της χώρας, ένα γνωστό υπερήλικα ακαδημαϊκό. Θα πάω αύριο να ρωτήσω, σκέφτηκε ο Ποιητής και πήγε στο ξενοδοχείο, να τακτοποιήσει τις βαλίτσες του και να ξεκουραστεί. Στο δωμάτιο, που ήταν κατηγορίας υπερλούξ επτά αστέρων, υπήρχε ένα θαυμάσιο λουτρό με μπανιέρα τζακούτζι, ασπροφουφουλιασμένα μπουρνούζια και πετσέτες προσώπου λινές, αλλά λεκάνη τουαλέτας δεν υπήρχε πουθενά. Χτύπησε το κουδούνι, ήρθε μια καμαριερα -άκωλη κι αυτή, φυσικά- και της υπέδειξε την έλλειψη: «πού είναι η τουαλέτα δεσποινίς;» μα η κοπέλα απόρησε, επειδή δεν είχε ξανακούσει τη λέξη "τουαλέτα". Καλά, σκέφτηκε πάλι ο Ποιητής, θα ρωτήσω αύριο τον σοφότερο Κώλο της χώρας, κι έπεσε για ύπνο, αφού κατούρησε στο νιπτήρα -χέσιμο δεν ήθελε ακόμα, ένεκα η αλλαγή κλίματος. Το πρωί της επόμενης μέρας, επισκέφθηκε τον σοφότερο Κώλο, ένα κύριο γηραλέο αλλά συμπαθέστατο, και τον ρώτησε τα σχετικά. Εψαξε ο σοφός σε κάτι ογκώδη σκωροφαγωμένα βιβλία, και η απάντηση που έδωσε ήταν η εξής: «Εμείς εδώ, όπως ίσως παρατηρήσατε κύριε Ποιητά, δεν διαθέτομεν κώλον, άρα δεν παράγομεν το υποπροϊόν σκατά, άρα δεν χρειαζόμεθα τουαλέτας.» Ο Ποιητής ξαφνιάστηκε αρκετά, αλλά είχε την ψυχραιμία να συνεχίσει τις ερωτήσεις. Στην ερώτηση του Ποιητή «Και πώς ζείτε χωρίς να αποπατείτε;» ο Σοφότερος απάντησε «Εχομεν εξελίξει το γονίδιόν μας τοιουτοτρόπως ώστε να μη χρειάζεται να τρώμε, άρα ούτε και να χέζομεν, αγαπητέ Ποιητά. Εχομεν το πλεονέκτημα έναντι των άλλων ανθρώπων να μη χρειαζόμεθα καν τροφήν δια να ζήσομεν.» Φοβερή οικονομία! κραύγασε από μέσα του, βεβαίως, ο Ποιητής, αποτολμώντας μιαν επιπλέον ερώτηση «Πώς προέκυψε, σεβαστέ σοφότατε Κώλε, αυτή η ανάγκη εξελίξεως του γονιδίου στη χώρα σας;» και ο Σοφότατος αναστέναξε πριν απαντήσει «ααααχ, προέκυψεν δια λόγους οικονομίας, αλλά ήτο μεγάλο λάθος, αγαπητέ Ποιητά, μεγάλο σφάλμα σας λέγω, διότι το αποτέλεσμα αυτής της εξελίξεως ναι μεν είναι εποικοδομητικόν δια την οικονομίαν της χώρας, αλλά δια το γένος των ανθρώπων είναι τεράστιον πλήγμα, δεδομένου ότι δεν είμεθα πλέον άνθρωποι αλλά υπερμεγέθη περιττώματα... αχχχ...» Ο Ποιητής δεν ηθέλησε να ακούσει περισσότερα, πήγε στο ξενοδοχείο, μάζεψε τα μπαγκάζια του, έτρεξε στο αεροδρόμιο, έκανε ολόκληρο το μακρύ ταξίδι ανάποδα, έφτασε στην πατρίδα του, έτρεξε γραμμή στο καμπινέ και ξαλάφρωσε από κόπρανα μιας εβδομαδας τουλάχιστον, διαβεβαιώντας τον εαυτό του ότι θα πάψει να ονειρεύεται μακρινά ταξίδια και να γράφει ποιήματα για κώλους.

________________
ΣΗΜ. γράφτηκε ατάκα κι επιτόπου πριν απο λίγο, εδώ

5 σχόλια:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Καλά μιλάμε φοβερό κείμενο...

Nikatsu είπε...

Καλό!!!

Ανώνυμος είπε...

εγώ πάντως ξέρω ότι το μεγαλύτερο χέσιμο πέφτει όταν δεν έχεις να φας.

Ανώνυμος είπε...

Σ' αυτή τη χώρα που πήγε ο Ποιητής, έλειπε το σπουδαιότερο πράγμα…

Ανώνυμος είπε...

καλημερα!
κάποτε είχα γράψει ένα ποστ με τίτλο:
"αδάρυοκ ηυοκάπυνα αιμ"
σήμερα διαβάζω την ωδή στο "ω"!
αν μάλιστα ασελγήσει επί τούτου και μια υπογεγραμμένη, προκύπτει και ένα σοφό "ω"!