Μια φορά, ήταν ένας που σκέφτηκε να φτιάξει ένα καράβι. Πήγε λοιπόν κοντά σε ένα μάστορη, σε άλλη χώρα, να μάθει την τέχνη, πώς χτίζονται τα καράβια δηλαδή. Εκατσε καμμιά δεκαριά χρονάκια κι έμαθε καλά και μετά έφυγε να γυρίσει στο μέρος του να ανοίξει δικό του ταρσανά. Βρήκε μερικούς τεχνίτες πρόθυμους για τη γνώση του καραβοχτίστη, βρήκε και μερικά τσιράκια, βρήκε και χαμάληδες για τη χαμαλοδουλειά, κι έτσι ξεκίνησε το πρώτο του καράβι, αυτό που είχε χτισμένο μέσα στο μυαλό του από παλιά. Πέρασαν μερικοί μήνες και το καράβι ρίχτηκε στη θάλασσα, κι εκεί να δείτε την αγωνία του, αν το καράβι του θα έπλεε δηλαδή. Και το καράβι, με ένα βαθύγδουπο ήχο, σαν να έσκισε με μια τσεκουριά το νερό, καβάλησε πάνω στο κύμα αφήνοντας πλατειά αυλακιά πίσω του, και η πλώρη του ανασηκώθηκε λες και την τράβηξε η γοργόνα που ήταν καρφωμένη πάνω της.
Τώρα πια, ο άνθρωπος έπρεπε κάπου να το δώκει το καράβι, να πιάσει κάναν παρά. Ανέβηκε λοιπόν στη χώρα, πήγε στον καφενέ, έπιασε λακριντί με τον καφεϊτζή «ποιος έχει και ποιος δεν έχει τάλλαρα και ποιος ζητάει καράβι να αγοράσει» κι έμαθε -ή μάλλον ήρθε και τόνε βρήκε ο πελάτης και τα συμφωνήσαν και το καράβι αλλαξοχέρισε με μια σακκουλίτσα γρόσια και παράδες. Ντιν ντιν κουδουνίζαν στη τζέπα του καραβομάστορη, που έτρεξε την άλλη μέρα κιόλας να κάνει τα λεφτά του καδρόνια και μαδέρια. Πήρε και κάνα δυο εργαλεία κι αρχίνησε ξανά τη δουλειά, να σιάξει και το δεύτερο καράβι που είχε γεννηθεί στο μεταξύ μέσα στο κεφάλι του. Αφήνουμε τώρα τον άνθρωπο αυτό να κάνει τη δουλειά του και πάμε στον άλλονα που αγόρασε το καράβι.
Αυτός λοιπόν, ο αγοραστής, ήθελε ένα καλό καράβι να το φορτώνει με πραμμάτειες και να κάνει εμπόριο. Ετρεξε λοιπόν να βρει καπετάνιο να οργανώσει το τσούρμο που θα κουμαντάριζε καλά το καράβι, με σύνεση που λένε. Ο καπετάνιος βρήκε άλλους δυο καπεταναίους ξέμπαρκους, ο ένας να κρατάει τους λογαριασμούς, ο γραμματικός που λένε, κι ο άλλος να κάνει κουμαντο στη ρότα, να εκτελεί τις διαταγές του πρώτου καπετάνιου δηλαδή, αλλά και να νταραβερίζεται γενικά με το λοστρόμο και το πλήρωμα και να δίνει αναφορές στον καπετάνιο το μεγάλο. Μετά τους καπεταναίους, έμενε να βρεθεί και το πλήρωμα, λοστρόμος, ναύτες, καναδυό μούτσοι, το τσούρμο του καραβιού που λένε. Αυτό δεν ήτανε καθόλου δύσκολο να βρεθεί, πολλοί πρόθυμοι άντρες τριγυρνάγαν στο λιμάνι για οποιαδήποτε δουλειά. Εστησε ένα τεζάκι μικρό ο γραμματικός, κάθησε σε μια καρεκλίτσα πίσω του και εξέταζε την παρέλαση των υποψήφιων που πέρναγε από μπροστά του. Μαθημένος χρόνια σε αυτή τη δουλειά, τους έκοβε με μια ματιά τον καθένα. Βιογραφικά και χαρτιά, αχρείαστα να είναι άμα έχεις τον άνθρωπο ορθόστητο μπροστά σου, μαντεύεις τι σόι είναι από το βάδισμα, από το στήσιμο του κορμιού, πώς θα βγάλει τον καπνό από τη σακκούλα, πώς θα στρίψει το μουστάκι και πώς θα χαλέψει τη μασχάλη, ακόμα κι από τα σουσούμια του δηλαδή. Και το μάτι παίζει το ρόλο του, να είναι καθαρό που λένε, αλλά και το γέλιο να μην είναι στιφό, ούτε το στόμα να δείχνει αδηφάγο. Ενα απόγεμα του έφτασε του γραμματικού να συνάξει το τσούρμο και τον καλύτερο, τον πιο επιβλητικό και ταμαχιάρη, τον όρισε λοστρόμο.
Φορτώναν για μια βδομάδα ολόκληρη και μετά ξεκίνησε το καράβι με τις ευχές του ιδιοκτήτη του, να έχει καλά ταξίδια σε ήρεμες θάλασσες, και όλα αυτά που λένε αυτοί που μένουν στη στεριά όταν ξεκινάει ένα καράβι να πάει να θαλασσοπνιγεί σε κίτρινες θάλασσες και σε κόκκινες, με ήλιους ματωμένους. Βρέθηκε το λοιπόν το καράβι στο βαθύ ωκεανό και το τσούρμο έκανε τη δουλειά του, άλλοι στα πανιά, άλλοι στα κουπιά κι άλλοι να τρίβουν καταστρώματα και κατάρτια, να τα κάνουνε γυαλί που λένε. Ξέχασα να πω για το μάγερα και τον παραγιό του, που ήτανε αποκλειστική επιλογή του πρώτου καπετάνιου, «να ξέρουμε τι τρώμε, βρε αδερφέ». Πιάσανε λιμάνια και λιμάνια, καν και καν, Κίνα, Ινδίες, Αφρικές, Αμερικές, κι οι άντρες βγαίναν και ξεσκάγαν με τις πουτάνες και τα πιοτά, όλα με ρέγουλα πάντως. Το είχε προστάξει ο λοστρόμος «όποιος πιαστεί τύφλα, θα μείνει αδεκεί», κανένας τους δεν ήθελε να μείνει σε ξένους τόπους αμανάτι και ρεγουλάρανε τη δίψα.
Καπου κάπου, όταν το φορτίο ήτανε μικρό και δε βγαίνανε τα όβολα, ανέβαζε πάνω και μερικούς επιβάτες. Ηταν μεγάλος μπελάς να έχεις επιβάτες σε καράβι φορτηγό, αλλά μπροστά στο να μην αφήσει καλό κέρδος το ταξίδι χαλάλι. Οι επιβάτες λοιπόν, μένανε σε καμπίνες ειδικά φτιαγμένες και ρετουσαρισμένες για κυρίους και κυρίες, ακόμα και για οικογένειες. Κάποιες ώρες της μέρας, βγαίναν και βολτάριζαν στο κατάστρωμα, κάθονταν στην πλώρη, χάζευαν τα ηλιοβασιλέματα στηριγμένοι στο παραπέτο, όταν δεν τρώγαν στην τραπεζαρία τις καθορισμένες ώρες για τα γεύματα: πρωϊνό εφτά με οχτώ, γεύμα δώδεκα με δύο και βραδινό οχτώ με εννιά και ίσαμε τις δέκα χάζεμα στο μπαρ του καραβιού. Ταχτική ζωή στο απρόβλεπτο ταξίδι πάνω στα κύματα, δεν ξέρεις ποτέ τι σου ξημερώνει, τουλάχιστον να πας καλοταϊσμένος.
Το μπάχαλο γινότανε καμμιά φορά, όταν κάνας επιβάτης μπερδευόταν στα ποδάρια κανενός ναύτη ή του λοστρόμου, ακόμα χειρότερα δηλαδή. Οι επιβάτες είχαν το ελεύθερο να μιλάν με τον πρώτο καπετάνιο, άμα τυχόν τόνε βρίσκαν στο δρόμο τους. Μιλάγαν με τον γραμματικό κυρίως, που τους έδινε πληροφορίες για τη ρότα και τον καιρό. Τα μενού τα βλέπαν κάθε μέρα κρεμασμένα εξω απο την πόρτα της τραπεζαρίας, οπότε, ποιος ο λόγος να ενοχλούν το πλήρωμα και να το χασομεράν απο τη δουλειά του; Τύχαινε όμως καμμιά φορά κάνας εξυπνάκιας που έκανε παρατηρήσεις στο μούτσο, πως δεν σφουγγάριζε τάχατες καλά ή σε κάνα ναύτη πώς να λασκάρει τα πανιά καλύτερα, κι αυτό τσίτωνε το τσούρμο και ο καπετάνιος, μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί κάνας λελές στη θάλασσα, έδινε όρντινο και κλείναν τον επιβάτη στην καμπίνα του σαν να ήταν άρρωστος, γκαραντίνα που λένε.
Με τούτα και με κείνα, γύρναγε κάποτε το καράβι στο λιμάνι του, γιατί κάθε καράβι έχει το καταδικό του λιμάνι και πάντοτε εκεί γυρνάει, φουντάριζε τις άγκυρες αρόδου, στα ανοιχτά δηλαδή γιατί δε χώραγε να έμπει στον ορμίσκο του λιμανιού, ερχόντουσαν οι μαούνες να ξεφορτώσουν τα εμπορεύματα και οι βάρκες να παραλάβουν επιβάτες και καπεταναίους και όλα καλά. Οι γυναίκες περιμέναν στην προκυμαία στολισμένες και υποδέχονταν τους άντρες τους, τα παιδιά ψηλότερα και πιο παχιά, μεγαλωμένα με το φόβο του πατέρα «αχ, και να γυρίσει ο αφέντης και τι θα σου κανει» δείχναν το σεβασμό αλλά και κράταγαν απόσταση απο εκείνα τα άγρια θερία, τα δαρμένα απο τους καιρούς και τα αλάτια, που βγαίναν σαν το Κήτος του Ιωνά απο τα νερά και πατάγαν τρεκλίζοντας το στέρεο έδαφος. Ο καπετάνιος έδινε αναφορά στον ιδιοκτήτη, αν όλα είχανε πάει καλά κανονιζόταν το επόμενο μπάρκο, και πήγαινε σπίτι του ευχαριστημένος. Αμα υπήρχανε αβαρίες στο σκαρί ή κακοδιαχείριση που λένε στα οικονομικά, ο αφεντικός άλλαζε καπετάνιο, αυτό όμως σπάνια συνέβαινε. Οι αφεντικοί κι οι καπεταναίοι είναι κολλημένοι σα στρείδι, συνήθως, επειδή η δουλειά και το έχει του καθενός εξαρτάται απολύτως απο τη δουλειά και το έχει του άλλου, άσε που μπαίνει και η υπόληψη στη μέση.
Περάσαν χρόνια πολλά και το καράβι γύρισε μια μέρα τσακισμένο, πάλι καλά που γύρισε δηλαδή. Ο αφεντικός πήγε και βρήκε το μάστορη στον ταρσανά του, όπου τώρα πια έχτιζε καράβια σιδερένια και τα συμφωνήσαν να το κόψει, να το διαλύσει δηλαδή, και τα συμφώνησαν κι έφυγε τώρα ο παλιός ιδιοκτήτης με το σακκουλάκι με τα μπικικίνια και ντιν ντιν πήγε να τα βάλει στην Τράπεζα γιατί είχαν παραγκριζάρει τα μαλλιά του, είχε κουραστεί με τη δουλειά και η γυναίκα του τον έτρωγε «πότε θα ζήσουμε κι εμείς χριστιανέ μου, πότε θα σε δει πια το σπίτι σου;» και όλο τέτοια, του είχε γανιάσει το μυαλό με τη γκρίνια, και τήνε πήρε και φύγαν να πεθάνουνε μαζί σε κάποιο μακρινό παράδεισο κι αφήσαν στα παιδιά τους τις έγνοιες τις καθημερινές, τις επιχειρήσεις και τα καλά τους.
Να πάμε στο μάστορη τώρα, που όταν ξαναπήρε το πρώτο του καράβι στα χέρια του δεν το γουστάριζε να το χαλάσει, τουλάχιστον όχι να το δώκει για καυσόξυλα. Ετσι, το διάλυσε προσεκτικά, τα μαδέρια εδώ, τα στολίδια εκεί, τα πατώματα παραπέρα και τα σίδερα με τα μπρούντζα παρακείθε, ξεχώρισε τα σάψαλα από τα γερά, έχτισε ένα όμορφο σπίτι με τα απομεινάρια του καραβιού κι ακόμα εκειπέρα κατοικεί, άμα περάσετε απόξω θα το καταλάβετε γιατί άφησε τη μάσκα του καραβιού με τη γοργόνα καρφωμένη πάνω της ανέγγιχτη να αγναντεύει το πέλαγο από το μπαλκόνι και το τιμόνι του καραβιού το έβαλε για αυλόπορτα.
___________________________
ΣΗΜ. είχα καιρό να γράψω κάποια ιστορία και την ξεφούρνισα ατάκα κι επιτόπου, που λένε!
7 σχόλια:
Πολύ ωραία ιστορία, έχει τη δική της εσωτερική δράση.
Οι δικές μου ιστοριούλες προτιμώ να έχουν κάτι από τα καθημερινά μας μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Εσύ μας έχει μάθει σε μία απλότητα ύφους που βγάζουν τελικά τα δικά του μηνύματα τόσο αβίαστα.
..................................................................
Μα γιατί δε το λες καθαρα;; :-)
Θάλασσα = το Διαδίκτυο
Καράβι = blogging
Καπετάνιος= η εν τω νετ πλέουσα Ροδιά
Επιβάτες = Σχολιαστές
Ξέμπαρκοι = e-συνεργάτες
Λιμάνια = τα άλλα blogs
Άγρια θερία = τα άλλα trols
Εξυπνάκιας = επιδειξίας σχολιαστής
Ομορφο σπίτι = Η στεριά,η Εξω Ζωή
Γοργόνα καρφωμένη = Τα Ψηφιακά Αναμνηστικά σου
Μα εμείς οι θαυμαστές σου λέμε, "μην μας την κάνεις"!
προσπαθούμε και θα τα πιάσουμε τα νοήματα σου! :-)
έτσι με τη "Ροδιακή Πολυδιάσπαση"
θα μου διχοτομήσεις
τη "σχολιαστική μου προσωπικότητα..."
μήπως σκεφτεσαι να το βάλεις
και σε τρίτο ιστότοπο...
να το ξέρω :-)
@Δείμε, η κρίση ενός δασκάλου έχει σημαντική αξια για μενα. Ευχαριστώ :)
@Μιχάλη,ευχαριστω πολυ πολύ! :)
Ομολογώ ότι δεν πέρασαν ολα αυτα απο το νου μου όταν εγραφα την ιστοριούλα, αλλά αφου ετσι λες.. έτσι θά'ναι! «Καθε αναγνώστης διαβάζει αυτό που θέλει να διαβάσει» (δεν θυμαμαι την ακριβή διατύπωση, αλλά καπως ετσι) έλεγε ο Προυστ και μάλλον είχε δίκιο! :)
Δηλωνω: οχι σε πανω απο 2 τόπους τη φορά! :ΡΡ
..πληροφορίες απλώς ήθελα να πάρω
και τις πήρα..:-)
άλλοι στη θέση σου μετά
από τόσα χρόνια,
κάπου θα κουραζόντουσαν
Εσύ ακούγεσαι δυνατή
όποτε είμαστε μια χαρά
και αν καμιά φορά
στα πιο αεροπλανικά
ένιωσες
πως δεν σε κατάλαβαν
σε αυτό που ήθελες
να πεις ..σχώρα τους :-)
Ευχαριστω Μιχαλη :)
μη γραφεις τετοια, γιατι.. κοκκινίζω! (παραπάνω απο το επιτρεπόμενο, λεμε)
Οσο για το τί θελω να πω.. δεν θελω να πω τιποτα, μονο βρισκω ωραιο να ανοιγονται δρομοι στη σκεψη -την πανανθρωπινη σκεψη...
Δημοσίευση σχολίου