Ηταν μια φορά ένας ονειροπαρμένος μηχανικός, που είχε αφήσει την πολιτεία και τα καλά της και ζούσε σ' ένα μικρό χωριό φροντίζοντας το μικρό χωραφι που τού είχε αφήσει κληρονομιά η γιαγιά του. Το χωραφάκι του ήταν μικρό, αλλά η παραγωγή του έφτανε για να ζεί άνετα, να μη του λείπει ούτε το λάδι ούτε τα φρούτα ούτε τα ζαρζαβατικά.
Στην άκρη του χωραφιού, προστατευμένο απο το βοριά, είχε στήσει ένα μικρό κοτέτσι με καμμιά δεκαριά κοτούλες κι έναν περήφανο κοκορίκο, που τον ξύπναγε το χάραμα με το λάλημά του, χίλιες φορές ανώτερο απ' όλα τα ξυπνητήρια του κόσμου.
Δίπλα στο κοτέτσι ήταν ο σταύλος με το άλογό του τον Ψαρή, την κατσικούλα του τη Νταίζη και τις πέντε κάτασπρες προβατίνες του, που δεν τις είχε ονομάσει για να μη συνδεθεί και πολύ συναισθηματικά μαζί τους μιά και κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα τους έπαιρνε τ' αρνάκια τους για να τραπεζώνει τους συγχωριανούς του. Είχε κι ένα γερο-γαϊδαράκο, αυτός όμως δεν έμπαινε μέσα στο σταύλο παρά μονάχα το χειμώνα με τα μεγάλα κρύα, τα χιόνια και τις βροχές. Τις άλλες μέρες -κι ήταν οι περισσότερες- του άρεσε να στέκεται ήσυχος κάτω απ' την αμυγδαλιά και να παίζει με τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες.
Περνούσε λοιπόν πολύ ευτυχισμένα ο τρελλούτσικος μηχανικός, μέχρι την ημέρα που τον επισκέφτηκε ένας παληός του φίλος και του είπε κάτι, που τον έβγαλε απ’ την ηρεμία του και ταρακούνησε για τα καλά το μυαλό του.
Του είπε λοιπόν ο φίλος του εκεί που έτρωγαν ώριμα και μυρωδάτα σταφύλια μισοξαπλωμένοι κάτω απ' τον ίσκιο της μεγάλης ελιάς:
- Τι ωραία που περνάς εδώ πέρα, φίλε μου! Μακρυά από σκοτούρες και προβλήματα, φαίνεσαι πραγματικά χαρούμενος κι ευτυχισμένος! Μήπως θα μπορούσες να σκεφτείς, σα μηχανικός που είσαι, κάποιο μηχάνημα που θα έκανε κι άλλους ανθρώπους να νοιώθουν έτσι, χωρίς όμως να αναγκαστούν να αφήσουν το σπίτι τους στην πόλη;
- Θα το σκεφτώ!
Απάντησε ο μηχανικός μας κι από κείνη την ημέρα το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Με τις οικονομίες του προμηθεύτηκε όλα τα μηχανήματα προηγμένης τεχνολογίας, που θα του επέτρεπαν να μελετήσει καλύτερα το θέμα, δηλαδή τη μελέτη μιάς μηχανής που θα έδινε χαρά στους ανθρώπους.
Απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, χωμένος μέσ' στα χαρτιά του ήταν, να σημειώνει, να σχεδιάζει και τελειωμό να μην έχει. Ξέχναγε να φάει, ξέχναγε να κοιμηθεί, μα το χειρότερο απ' όλα ήταν πως ξέχναγε να φροντίσει τα ζωντανά του και το χωραφάκι του.
Πέρασε το καλοκαιράκι, ήρθε το φθινόπωρο, ήρθε κι ο χειμώνας κι αυτός τίποτα! Χωμένος στις σημειώσεις του, κόντευε να κολλήσει ο πισινός του στην καρέκλα έτσι που καθόταν με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή του.
Ευτυχώς γι αυτόν, για τα ζωντανά του και το χωράφι του, ένα Μαρτιάτικο πρωϊνό ξύπνησε με την ιδέα σφηνωμένη στο μυαλό του. Εδωσαν και πήραν οι υπολογισμοί και τα σχέδια εκείνη τη μέρα, στο τέλος όμως κρατούσε ένα πλήρη φάκελλο με όλα τα στοιχεία τα απαραίτητα για την κατασκευή του μηχανήματος, που τ' ονόμασε "η μηχανή της χαράς".
Αφησε λοιπόν την άλλη μέρα ένα συγχωριανό να προσέχει το βιός του και μιά και δυό ξεκίνησε για την πολιτεία, να παραδώσει στους αρμόδιους το φάκελλο, ώστε να ξεκινήσει η παραγωγή του θαυματουργού μηχανήματος.
Χτύπησε πρώτα την πόρτα του αρμόδιου υπουργού, του είπαν όμως πως ο υπουργός ήταν πολύ απασχολημένος κι έπρεπε να ζητήσει ραντεβού και το συντομώτερο ραντεβού μπορούσε να οριστεί μετά από ένα εξάμηνο...
Ετσι, έφυγε από κεί και πήγε στα σωματεία των υπαλλήλων και των εργατών να καταθέσει την εφεύρεσή του, μιά και στην ουσία αυτούς αφορούσε κυρίως. Κι εκεί όμως του είπαν πως, ναι μεν ήταν σπουδαία μιά τέτοια εφεύρεση, τα κονδύλια όμως πού θα τα έβρισκαν για να την υλοποιήσουν; Τον ξαπέστειλαν ευγενικά κι ο μηχανικός αποφάσισε να πάει κατ’ ευθείαν στον πρωθυπουργό.
Αφού πέρασε ένα σωρό δωμάτια, γραφεία, γραμματείς, ιδιαιτέρους και ιδιαιτέρες, έφτασε έξω από την πόρτα του πρωθυπουργού, που εκείνες τις ημέρες έλειπε σε μακρυνό ταξίδι για να προωθήσει τα ζητήματα της πατρίδας του. Κατάλαβε αμέσως ο άνθρωπός μας πως γι αυτό μπόρεσε να φτάσει μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού, ακριβώς επειδή ο πρωθυπουργός έλειπε!
Δεν τό 'βαλε κάτω όμως και πήγε και στον πρόεδρο της δημοκρατίας, μήπως ενδιαφερθεί εκείνος για την εφεύρεσή του. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας τον δέχτηκε με ενθουσιασμό, άκουσε την ανάλυση σχετικά με τη "μηχανή της χαράς" κούνησε το κεφάλι και του απάντησε:
- Πολύ ενδιαφέρον το μηχάνημά σας αγαπητέ μου αλλά, όπως καλώς γνωρίζετε, δεν μπορώ να επέμβω εις το έργο της κυβερνήσεως!
Ο ονειροπόλος μηχανικός σκέφτηκε, σκέφτηκε πολύ πριν κάνει το επόμενο βήμα. Ηταν απόλυτα σίγουρος για τη χρησιμότητα της μηχανής του κι ήθελε να την προσφέρει στους ανθρώπους…
Δε μπορεί, θά 'βρισκε λοιπόν κάποιον τρόπο! Ξύπνησε αισιόδοξος την άλλη μέρα, αποφασισμένος να πάει στα σχολεία. Τί στην ευχή; Οι δάσκαλοι σίγουρα θα τον καταλάβαιναν κι ίσως έβρισκαν -μαζί και με τους μαθητές-κάποιο τρόπο να προωθηθεί η "μηχανή της χαράς".
Εφτασε στο πρώτο σχολείο και συνάντησε το διευθυντή, που τον δέχτηκε και τον άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον. Κάλεσε αμέσως σε συμβούλιο τους συναδέλφους του και σύστησε τον ονειροπόλο μηχανικό, που εξήγησε για μιά φορά ακόμα τη λειτουργία της μηχανής του. Τους είπε πως το μόνο πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα χρήματα για τη μαζική παραγωγή της, πως αυτός δεν ήθελε καμμιά αμοιβή, ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του στο χωριό.
Τότε σηκώθηκε ένας γερο-δάσκαλος και μίλησε.
- Ωραία μας τα λες άνθρωπέ μου! Λες πως το μηχάνημα που μελέτησες δίνει χαρά στους ανθρώπους κι ότι μπορεί ο καθένας που θα το αποκτήσει να παίρνει χαρά απ’ αυτό. Μέχρι εδώ, καλά. Σκέφτηκες όμως πως υπάρχουν άνθρωποι που ζούν απ’ τον ανθρώπινο πόνο; Θησαυρίζουν εκμεταλευόμενοι την ανθρώπινη δυστυχία, προκαλούν δυστυχία στους ανθρώπους, αν το θέλεις, για να είναι αυτοί καλά;
- Ο κοσμάκης όμως; Ψέλλισε ο μηχανικός. Ο απλός κοσμάκης δε θά 'θελε ένα τέτοιο μηχάνημα;
- Και νομίζεις πως είναι στο χέρι του να τ' αποκτήσει; Απάντησε ο γέρο-δάσκαλος. Πιστεύεις πραγματικά πως ο απλός άνθρωπος μπορεί ν' αποφασίσει μόνος του για το συμφέρον του; Ο,τι και να πείς εσύ, αδερφέ μου, οι διάφοροι επιτήδιοι θα το διαστρεβλώσουν. Ασπρο θα λές, μαύρο εκείνοι. Πήγαινε λοιπόν στο χωριό σου και παραιτήσου, μη σε κυνηγήσουν κι από πάνω!
- Μα, τα παιδιά; Δε θα καταλάβουν τα παιδιά; αντιγύρισε ο μηχανικός.
- Τα παιδιά... Ποιός τα λογαριάζει τα παιδιά; Σήμερα, ναι, είναι παιδιά, αύριο όμως θα είναι πολίτες, ψηφοφόροι, επαγγελματίες, εργάτες, υπάλληλοι...
Παρ' όλ' αυτά, ο μηχανικός αποφάσισε να μη σταματήσει τις ενέργειές του και πήγε σ' ένα τηλεοπτικό κανάλι, το πιό γνωστό. Βρήκε τον υπεύθυνο ειδήσεων και του εξήγησε τη λειτουργία του μηχανήματος της χαράς.
Ο εκπρόσωπος της τέταρτης εξουσίας τον άκουσε μ’ ενθουσιασμό, έχοντας στο νού του τη θεαματικότητα του αυριανού δελτίου. Ετσι, τον κάλεσε να παρουσιάσει την εφεύρεσή του στις ειδήσεις των οκτώ, που τις βλέπει ο περισσότερος κόσμος.
Επιτέλους! Είπε μέσα του ο άνθρωπός μας και πήγε να ξεκουραστεί μέχρι νά ’ρθει η ώρα να παρουσιαστεί στην τηλεόραση. Εκανε ένα ωραίο μπανάκι, ξυρίστηκε και φόρεσε το καλό του κοστούμι και τη γραββάτα που τού 'χαν χαρίσει τα Χριστούγεννα.
Στήθηκε μπροστά στις κάμερες -πρωτόγνωρη εμπειρία κι αυτή- και περίμενε να τον παρουσιάσει ο δημοσιογράφος. Τον πουδράρησαν για να μη γυαλίζει το δέρμα του, μα περνούσε η ώρα, αυτός ίδρωνε και ξίδρωνε κάτω απ' τα εκτυφλωτικά φώτα και πάλι δώσ' του πουδράρισμα και μέηκ-απ. Οκτώ, οκτώμισυ, εννιά παρά τέταρτο, εννιά παρά ένα λεπτό... Τίποτα! Στεκόταν με τα μάτια στυλωμένα στην κάμερα αλλά τίποτα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Λίγο μετά τις εννιά ανοίγει το "παράθυρο" κι ο παρουσιαστής του απευθύνει το λόγο, αφού αναφέρει βιαστικά τ' όνομά του.
- Πέστε μας λοιπόν φίλε μας για τη θαυματουργή μηχανή σας τώρα, αλλά λίγο σύντομα παρακαλώ, έχετε μόνο ένα λεπτό στη διάθεσή σας, το δελτίο μας κλείνει.
- Να σας δείξω τα σχέδια, το "μηχάνημα της χαράς" λειτουργεί όταν...
- Ευχαριστούμε πολύ αγαπητέ, να μας ξανάρθετε! Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται το μηχάνημά σας, αλλά δεν υπάρχει χρόνος κι όπως ξέρετε ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος, μπλα μπλα μπλα...
Κλείνει το "παράθυρο" και μένει ο ονειροπόλος μηχανικός με τις σημειώσεις του μισανοιγμένες. Χαιρετούρες, σφίξιμο χεριών, κλείσιμο ματιών, χαμόγελα...
- Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια, να μας ξανάρθετε, μπλα μπλα μπλα...
Εφυγε απ' το κανάλι παραζαλισμένος, πήγε γραμμή στο σταθμό και πήρε το τρένο για το χωριό του. Στο τρένο κατάλαβε τα περισσότερα, αυτά που δεν είχε καταλάβει όλες αυτές τις μέρες πού 'τρεχε στις μεγάλες πόρτες των υπουργών, των σωματείων, των, των των…
Θυμήθηκε και την κουβέντα που τού 'λεγε η γιαγιά του -νά 'ναι καλά η ψυχούλα της, όπου βρίσκεται...
- Ετσι είναι παιδάκι μου ο κόσμος... Τί τα σκαλίζεις τώρα... Ετσι είναι!
Το βράδυ που έφτασε στο σπιτάκι του έβγαλε το καλό το κοστούμι -τη γραββάτα την είχε βγάλει στο τρένο- και το κρέμασε στο πάτερο. Να μη ξεχάσω να το χαρίσω αύριο στον Αντώνη, σκέφτηκε. Αναψε φωτιά να ζεστάνει το δωμάτιο, φόρεσε τη ρόμπα του την ολόμαλλη και έγειρε στον καναπέ, μπροστά στο τζάκι. Εκεί, με το νανούρισμα της φωτιάς, τον πήρε ο ύπνος.
Το χάραμα που ξύπνησε με το λάλημα του κοκορίκου του, ντύθηκε γερά και πήγε ν' αρμέξει την κατσικούλα του τη Νταίζη.
Εβρασε το φρέσκο γάλα, το ήπιε με όρεξη, στούμπισε κι ένα ζουμερό κρεμμύδι και ξεκίνησε για το χωραφάκι του που τόσο τό 'χε παραμελήσει τον τελευταίο καιρό.
Α! Τα σχέδια για τη "μηχανή της χαράς" τά 'χωσε στο πιό βαθύ συρτάρι της παληάς συρταριέρας, κάτω απ' τα μάλλινα. Θά 'ρθει η ώρα τους κάποτε, σκέφτηκε όταν έκλεινε το συρτάρι.
Πριν έρθει όμως η ώρα τους, ήρθε η ώρα του ονειροπόλου μηχανικού που ξεψύχισε μετά από κάμποσα χρόνια. Το σπίτι και το χωράφι τα πήρε η κοινότητα του χωριού. Το χωράφι τό 'κανε παιδική χαρά, αφού έκοψε μερικά δέντρα στη μέση για να βάλει τις κούνιες. Το σπίτι θα το κάνει παιδική βιβλιοθήκη και θα της δώσει τ' όνομα του μηχανικού. Τα έπιπλα και τα ρούχα τα μοιράστηκαν οι συγχωριανοί. Το άλογο και το γερο-γαϊδαράκο τά 'στειλαν στην Ιταλία, τ' άλλα ζώα τα πήρε ο χασάπης.
Το παληό έπιπλο με τα συρτάρια πουλήθηκε σαν αντίκα. Πού; Θα σας γελάσω...
Στην άκρη του χωραφιού, προστατευμένο απο το βοριά, είχε στήσει ένα μικρό κοτέτσι με καμμιά δεκαριά κοτούλες κι έναν περήφανο κοκορίκο, που τον ξύπναγε το χάραμα με το λάλημά του, χίλιες φορές ανώτερο απ' όλα τα ξυπνητήρια του κόσμου.
Δίπλα στο κοτέτσι ήταν ο σταύλος με το άλογό του τον Ψαρή, την κατσικούλα του τη Νταίζη και τις πέντε κάτασπρες προβατίνες του, που δεν τις είχε ονομάσει για να μη συνδεθεί και πολύ συναισθηματικά μαζί τους μιά και κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα τους έπαιρνε τ' αρνάκια τους για να τραπεζώνει τους συγχωριανούς του. Είχε κι ένα γερο-γαϊδαράκο, αυτός όμως δεν έμπαινε μέσα στο σταύλο παρά μονάχα το χειμώνα με τα μεγάλα κρύα, τα χιόνια και τις βροχές. Τις άλλες μέρες -κι ήταν οι περισσότερες- του άρεσε να στέκεται ήσυχος κάτω απ' την αμυγδαλιά και να παίζει με τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες.
Περνούσε λοιπόν πολύ ευτυχισμένα ο τρελλούτσικος μηχανικός, μέχρι την ημέρα που τον επισκέφτηκε ένας παληός του φίλος και του είπε κάτι, που τον έβγαλε απ’ την ηρεμία του και ταρακούνησε για τα καλά το μυαλό του.
Του είπε λοιπόν ο φίλος του εκεί που έτρωγαν ώριμα και μυρωδάτα σταφύλια μισοξαπλωμένοι κάτω απ' τον ίσκιο της μεγάλης ελιάς:
- Τι ωραία που περνάς εδώ πέρα, φίλε μου! Μακρυά από σκοτούρες και προβλήματα, φαίνεσαι πραγματικά χαρούμενος κι ευτυχισμένος! Μήπως θα μπορούσες να σκεφτείς, σα μηχανικός που είσαι, κάποιο μηχάνημα που θα έκανε κι άλλους ανθρώπους να νοιώθουν έτσι, χωρίς όμως να αναγκαστούν να αφήσουν το σπίτι τους στην πόλη;
- Θα το σκεφτώ!
Απάντησε ο μηχανικός μας κι από κείνη την ημέρα το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Με τις οικονομίες του προμηθεύτηκε όλα τα μηχανήματα προηγμένης τεχνολογίας, που θα του επέτρεπαν να μελετήσει καλύτερα το θέμα, δηλαδή τη μελέτη μιάς μηχανής που θα έδινε χαρά στους ανθρώπους.
Απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, χωμένος μέσ' στα χαρτιά του ήταν, να σημειώνει, να σχεδιάζει και τελειωμό να μην έχει. Ξέχναγε να φάει, ξέχναγε να κοιμηθεί, μα το χειρότερο απ' όλα ήταν πως ξέχναγε να φροντίσει τα ζωντανά του και το χωραφάκι του.
Πέρασε το καλοκαιράκι, ήρθε το φθινόπωρο, ήρθε κι ο χειμώνας κι αυτός τίποτα! Χωμένος στις σημειώσεις του, κόντευε να κολλήσει ο πισινός του στην καρέκλα έτσι που καθόταν με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή του.
Ευτυχώς γι αυτόν, για τα ζωντανά του και το χωράφι του, ένα Μαρτιάτικο πρωϊνό ξύπνησε με την ιδέα σφηνωμένη στο μυαλό του. Εδωσαν και πήραν οι υπολογισμοί και τα σχέδια εκείνη τη μέρα, στο τέλος όμως κρατούσε ένα πλήρη φάκελλο με όλα τα στοιχεία τα απαραίτητα για την κατασκευή του μηχανήματος, που τ' ονόμασε "η μηχανή της χαράς".
Αφησε λοιπόν την άλλη μέρα ένα συγχωριανό να προσέχει το βιός του και μιά και δυό ξεκίνησε για την πολιτεία, να παραδώσει στους αρμόδιους το φάκελλο, ώστε να ξεκινήσει η παραγωγή του θαυματουργού μηχανήματος.
Χτύπησε πρώτα την πόρτα του αρμόδιου υπουργού, του είπαν όμως πως ο υπουργός ήταν πολύ απασχολημένος κι έπρεπε να ζητήσει ραντεβού και το συντομώτερο ραντεβού μπορούσε να οριστεί μετά από ένα εξάμηνο...
Ετσι, έφυγε από κεί και πήγε στα σωματεία των υπαλλήλων και των εργατών να καταθέσει την εφεύρεσή του, μιά και στην ουσία αυτούς αφορούσε κυρίως. Κι εκεί όμως του είπαν πως, ναι μεν ήταν σπουδαία μιά τέτοια εφεύρεση, τα κονδύλια όμως πού θα τα έβρισκαν για να την υλοποιήσουν; Τον ξαπέστειλαν ευγενικά κι ο μηχανικός αποφάσισε να πάει κατ’ ευθείαν στον πρωθυπουργό.
Αφού πέρασε ένα σωρό δωμάτια, γραφεία, γραμματείς, ιδιαιτέρους και ιδιαιτέρες, έφτασε έξω από την πόρτα του πρωθυπουργού, που εκείνες τις ημέρες έλειπε σε μακρυνό ταξίδι για να προωθήσει τα ζητήματα της πατρίδας του. Κατάλαβε αμέσως ο άνθρωπός μας πως γι αυτό μπόρεσε να φτάσει μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού, ακριβώς επειδή ο πρωθυπουργός έλειπε!
Δεν τό 'βαλε κάτω όμως και πήγε και στον πρόεδρο της δημοκρατίας, μήπως ενδιαφερθεί εκείνος για την εφεύρεσή του. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας τον δέχτηκε με ενθουσιασμό, άκουσε την ανάλυση σχετικά με τη "μηχανή της χαράς" κούνησε το κεφάλι και του απάντησε:
- Πολύ ενδιαφέρον το μηχάνημά σας αγαπητέ μου αλλά, όπως καλώς γνωρίζετε, δεν μπορώ να επέμβω εις το έργο της κυβερνήσεως!
Ο ονειροπόλος μηχανικός σκέφτηκε, σκέφτηκε πολύ πριν κάνει το επόμενο βήμα. Ηταν απόλυτα σίγουρος για τη χρησιμότητα της μηχανής του κι ήθελε να την προσφέρει στους ανθρώπους…
Δε μπορεί, θά 'βρισκε λοιπόν κάποιον τρόπο! Ξύπνησε αισιόδοξος την άλλη μέρα, αποφασισμένος να πάει στα σχολεία. Τί στην ευχή; Οι δάσκαλοι σίγουρα θα τον καταλάβαιναν κι ίσως έβρισκαν -μαζί και με τους μαθητές-κάποιο τρόπο να προωθηθεί η "μηχανή της χαράς".
Εφτασε στο πρώτο σχολείο και συνάντησε το διευθυντή, που τον δέχτηκε και τον άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον. Κάλεσε αμέσως σε συμβούλιο τους συναδέλφους του και σύστησε τον ονειροπόλο μηχανικό, που εξήγησε για μιά φορά ακόμα τη λειτουργία της μηχανής του. Τους είπε πως το μόνο πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα χρήματα για τη μαζική παραγωγή της, πως αυτός δεν ήθελε καμμιά αμοιβή, ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του στο χωριό.
Τότε σηκώθηκε ένας γερο-δάσκαλος και μίλησε.
- Ωραία μας τα λες άνθρωπέ μου! Λες πως το μηχάνημα που μελέτησες δίνει χαρά στους ανθρώπους κι ότι μπορεί ο καθένας που θα το αποκτήσει να παίρνει χαρά απ’ αυτό. Μέχρι εδώ, καλά. Σκέφτηκες όμως πως υπάρχουν άνθρωποι που ζούν απ’ τον ανθρώπινο πόνο; Θησαυρίζουν εκμεταλευόμενοι την ανθρώπινη δυστυχία, προκαλούν δυστυχία στους ανθρώπους, αν το θέλεις, για να είναι αυτοί καλά;
- Ο κοσμάκης όμως; Ψέλλισε ο μηχανικός. Ο απλός κοσμάκης δε θά 'θελε ένα τέτοιο μηχάνημα;
- Και νομίζεις πως είναι στο χέρι του να τ' αποκτήσει; Απάντησε ο γέρο-δάσκαλος. Πιστεύεις πραγματικά πως ο απλός άνθρωπος μπορεί ν' αποφασίσει μόνος του για το συμφέρον του; Ο,τι και να πείς εσύ, αδερφέ μου, οι διάφοροι επιτήδιοι θα το διαστρεβλώσουν. Ασπρο θα λές, μαύρο εκείνοι. Πήγαινε λοιπόν στο χωριό σου και παραιτήσου, μη σε κυνηγήσουν κι από πάνω!
- Μα, τα παιδιά; Δε θα καταλάβουν τα παιδιά; αντιγύρισε ο μηχανικός.
- Τα παιδιά... Ποιός τα λογαριάζει τα παιδιά; Σήμερα, ναι, είναι παιδιά, αύριο όμως θα είναι πολίτες, ψηφοφόροι, επαγγελματίες, εργάτες, υπάλληλοι...
Παρ' όλ' αυτά, ο μηχανικός αποφάσισε να μη σταματήσει τις ενέργειές του και πήγε σ' ένα τηλεοπτικό κανάλι, το πιό γνωστό. Βρήκε τον υπεύθυνο ειδήσεων και του εξήγησε τη λειτουργία του μηχανήματος της χαράς.
Ο εκπρόσωπος της τέταρτης εξουσίας τον άκουσε μ’ ενθουσιασμό, έχοντας στο νού του τη θεαματικότητα του αυριανού δελτίου. Ετσι, τον κάλεσε να παρουσιάσει την εφεύρεσή του στις ειδήσεις των οκτώ, που τις βλέπει ο περισσότερος κόσμος.
Επιτέλους! Είπε μέσα του ο άνθρωπός μας και πήγε να ξεκουραστεί μέχρι νά ’ρθει η ώρα να παρουσιαστεί στην τηλεόραση. Εκανε ένα ωραίο μπανάκι, ξυρίστηκε και φόρεσε το καλό του κοστούμι και τη γραββάτα που τού 'χαν χαρίσει τα Χριστούγεννα.
Στήθηκε μπροστά στις κάμερες -πρωτόγνωρη εμπειρία κι αυτή- και περίμενε να τον παρουσιάσει ο δημοσιογράφος. Τον πουδράρησαν για να μη γυαλίζει το δέρμα του, μα περνούσε η ώρα, αυτός ίδρωνε και ξίδρωνε κάτω απ' τα εκτυφλωτικά φώτα και πάλι δώσ' του πουδράρισμα και μέηκ-απ. Οκτώ, οκτώμισυ, εννιά παρά τέταρτο, εννιά παρά ένα λεπτό... Τίποτα! Στεκόταν με τα μάτια στυλωμένα στην κάμερα αλλά τίποτα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Λίγο μετά τις εννιά ανοίγει το "παράθυρο" κι ο παρουσιαστής του απευθύνει το λόγο, αφού αναφέρει βιαστικά τ' όνομά του.
- Πέστε μας λοιπόν φίλε μας για τη θαυματουργή μηχανή σας τώρα, αλλά λίγο σύντομα παρακαλώ, έχετε μόνο ένα λεπτό στη διάθεσή σας, το δελτίο μας κλείνει.
- Να σας δείξω τα σχέδια, το "μηχάνημα της χαράς" λειτουργεί όταν...
- Ευχαριστούμε πολύ αγαπητέ, να μας ξανάρθετε! Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται το μηχάνημά σας, αλλά δεν υπάρχει χρόνος κι όπως ξέρετε ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος, μπλα μπλα μπλα...
Κλείνει το "παράθυρο" και μένει ο ονειροπόλος μηχανικός με τις σημειώσεις του μισανοιγμένες. Χαιρετούρες, σφίξιμο χεριών, κλείσιμο ματιών, χαμόγελα...
- Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια, να μας ξανάρθετε, μπλα μπλα μπλα...
Εφυγε απ' το κανάλι παραζαλισμένος, πήγε γραμμή στο σταθμό και πήρε το τρένο για το χωριό του. Στο τρένο κατάλαβε τα περισσότερα, αυτά που δεν είχε καταλάβει όλες αυτές τις μέρες πού 'τρεχε στις μεγάλες πόρτες των υπουργών, των σωματείων, των, των των…
Θυμήθηκε και την κουβέντα που τού 'λεγε η γιαγιά του -νά 'ναι καλά η ψυχούλα της, όπου βρίσκεται...
- Ετσι είναι παιδάκι μου ο κόσμος... Τί τα σκαλίζεις τώρα... Ετσι είναι!
Το βράδυ που έφτασε στο σπιτάκι του έβγαλε το καλό το κοστούμι -τη γραββάτα την είχε βγάλει στο τρένο- και το κρέμασε στο πάτερο. Να μη ξεχάσω να το χαρίσω αύριο στον Αντώνη, σκέφτηκε. Αναψε φωτιά να ζεστάνει το δωμάτιο, φόρεσε τη ρόμπα του την ολόμαλλη και έγειρε στον καναπέ, μπροστά στο τζάκι. Εκεί, με το νανούρισμα της φωτιάς, τον πήρε ο ύπνος.
Το χάραμα που ξύπνησε με το λάλημα του κοκορίκου του, ντύθηκε γερά και πήγε ν' αρμέξει την κατσικούλα του τη Νταίζη.
Εβρασε το φρέσκο γάλα, το ήπιε με όρεξη, στούμπισε κι ένα ζουμερό κρεμμύδι και ξεκίνησε για το χωραφάκι του που τόσο τό 'χε παραμελήσει τον τελευταίο καιρό.
Α! Τα σχέδια για τη "μηχανή της χαράς" τά 'χωσε στο πιό βαθύ συρτάρι της παληάς συρταριέρας, κάτω απ' τα μάλλινα. Θά 'ρθει η ώρα τους κάποτε, σκέφτηκε όταν έκλεινε το συρτάρι.
Πριν έρθει όμως η ώρα τους, ήρθε η ώρα του ονειροπόλου μηχανικού που ξεψύχισε μετά από κάμποσα χρόνια. Το σπίτι και το χωράφι τα πήρε η κοινότητα του χωριού. Το χωράφι τό 'κανε παιδική χαρά, αφού έκοψε μερικά δέντρα στη μέση για να βάλει τις κούνιες. Το σπίτι θα το κάνει παιδική βιβλιοθήκη και θα της δώσει τ' όνομα του μηχανικού. Τα έπιπλα και τα ρούχα τα μοιράστηκαν οι συγχωριανοί. Το άλογο και το γερο-γαϊδαράκο τά 'στειλαν στην Ιταλία, τ' άλλα ζώα τα πήρε ο χασάπης.
Το παληό έπιπλο με τα συρτάρια πουλήθηκε σαν αντίκα. Πού; Θα σας γελάσω...
-->> πρωτοανέβηκε εδω -->> http://rodiat3.blogspot.com/2006/02/blog-post_21.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου