Για ευκειούς τσου μημουάπτου, ελεγ'η νόνα μου πως είναι σα νά'χουν καταπιεί μπαστούνι και πως εβαδίζανε λες και επηαίνανε στο γκαμπινέ μη τσου πέσει το σκατό από το γκόλο. Ητουνε αθυρόστομη η νόνα μου η κοντέσσα, μα μόνο συναμετάξυ μας. Τα έλεγε για να φουρκίζει τη μάνα μου και τσι θειάδες, τσι κόρες τση δηλαδή, ενόσω η ξαδρέφη μου και'γω κρυφογελούσαμε που εβρισκότουνε άθρωπος να τα βάλει με τσι αυστηρές μανάδες μας.
Σήμερις, ετούτο το παλαιό "μημουάπτου" το λέν "πολίτικαλ κορέκτ" και ενδιαμέσως το ελέγανε "σιγά μη στάξ' η ορά του γαϊδάρου", ένα και το αυτό και τα τρία, το ίδιο πράμα είναι, σα να λέμε τρίδυμα από το ίδιο αυγό.
Ετούτο το πολίτικαλ μας έφαε τα πρόσφατα χρόνια και ούλοι θένε να είναι έτσι, ευγενείς από κοτέτσι! Και δεν εβλέπουνε τη ντύφλα τσου, που εβάλανε βρακί τα Χριστόγεννα και τσου εξεβρακώσανε το Πάσκα, εφτούνοι τα εφέρανε τα πάνω κάτω μάτια μου, με τα μεγαλεία που εθέλανε να γνοιώσουνε απά στο πετσί το ακατέργαστό τσου και δώσ'του αρωματάριες και πασαλειψατούρια στη μούρη και μετά στση τραπέζης τα δανεικά, να πάρουνε κι άλλα μαθες. Αμή; Τζάμπα τα εδίνανε κι ευκείνοι οι κερατάδες! Αφού το εξέρανε πως στα χεράκια τσου θα εγυρίσουνε -πού αλλού να πααίνουν;- εδίνανε οι τράπεζες και μετά επαίρνανε τα λεφτά τσου μαζί με τα αμανάτια που εβάζανε οι νιόκοποι αστέρες του Χάα, συν τσι τόκοι βέβαια.
Επαίζανε το λοιπό στο Χάα, πώς το λέγουν ευκειό που επούλαε αέρα φρέσκο και κοπανιστό, και εδανειζόντανε για να παίξουσι κι έβγαινε και ο μπζηλός πρόσωπος κι έλεε "δανειστείτε να παίξετε" κι έδινε όρντινο και στσι τράπεζες να δανείζουνε αβέρτα και νά τα χάλια μας. Τι φταίω εγώ τώρα να πλερώνω; Να μου κόβουνε το μηνιάτικο λέω, για τσι μπομπές των αλλουνώνε. Τα έλεα τα έλεα, αλλά ποιος να με ακούει; Ελεα "μη παίρνετε δάνεια, άμα δεν ηξέρετε πώς να τα ξεχρεώσετε" και με οράγανε με κρύο μάτι, λες και ήπαιζα εγώ στα κρυφά και ήθελα να κερδαίνω μοναχή μου και ήθελα να τσου βάζω μπόδιο να μην επαίζουνε τάχα, τα ζωντόβολα. Μα τώρα το πράμα έγινε και δε γκζεγίνεται, εφαλίρανε και ησυχάσανε. Πολίτικαλ κορέκτ, αλλά και τα μεταξωτά βρακιά θέλουνε πιδέξιους κόλους.
Εμείνανε ταπί ο κοσμάκης όπου εξεσκόλισε σε μια νύχτα τα Χάατα με τουπέ πολίτικαλ κορέκτ, και μπουκώσανε τσου χορτάτους με μονέδα. Ηξερα και'γώ ένανε χορτάτο, που 'ρχόντανε εις το γραφείο κι έλεε απαρηγόρητος "δε θέλω άλλα λεφτά, δε θέλω άλλα λεφτά" και τόνε παρηγορούσαμε με ουίσκια. Το μόνο που εμετάνοιωσα είναι πως δεν του εζήτησα μερικά να τονε ξαλαφρώσω μη τονε βαραίνουνε. Αλλά πάλι, καλύτερα που δεν εζήτηξα, γιατί, τί να τα έκανα του διαόλου τα χαρτιά; Και θα το είχα και βάρος που έκανα χρεία τω γκζένωνε τα μπικικίνια. Πεντόβολα, μαθές παίζω με βότσαλα, άμα ορεχτώ. Οχι με δανεικά. Πάει, τά'πα και ξέσκασα! Αμα πια!
Δε ντά'πα όλα. Εμεινε το πιο καλό, στερνή μπουκιά: Οι πολίτικαλ αυτούνοι, οι κορέκτ ντε, όλο προσέχουνε το φέρσιμό τσου, να είναι μυρωδιαστό και γιομάτο ευγένειες και τσιριτζάντζουλες, με φορτώματα μπουγαρίνια και γλαδιόλες. Μη διούνε κάτιτις που δε τσου πάει στο μάτι, άσκημο το λένε, λες κι ο Θιός εκράτουε το αλφάδι όντις έσπερνε το σπόρο των αθρώπωνε στη Γη. Εμ, άμα ήτουνε έτσι, όλες θα νά'μαστε Τζούλιες τζογούλα μου, έ, δίκιο δεν έχω; Κι όποια δεν είναι Τζούλια, τι θα κάνει το έρμο; Θα κρύβεται τη μέρα και θα ξεπορτίζει τη νύχτα; ε; Κι όποιος δεν είναι μαρλομπράντος, μαύρο φαερό να ντό'ρθει; Απαπαπα, αδικία. Ευκειά τα "δικαιώματα" Ταυ Κάππα δεν τ' ασκώνει ο νους μου. Πες πως εγέρασα και δε νογάω, αλλά να λέμε πως άμα είσαι άσκημος δεν είσαι σόι και πρέπει να σε κρύβουνε, να μη σε γλέπουνε και να μη σε φωτογραφίζουνε, ε, αυτό πια είναι κατάντια και όχι πρόοδο. Ασε πια όπου έτσι έρχεται η αρχή της τυφλωσύνης και μπλιο αδύνατο να τα ξακρίζεις ούλα και σε δουλεύουνε ψιλό γαζί και σου πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες -μπανάλ αυτά, όμως άλλα δε νογάω.
Ολα ετούτα, χάρη στο γραφτό του Πετεφρή, που του τη μπέσανε οι κορέκτ με τα δικαιώματα. Δικαίωμα είναι να λαβαίνω τη σύνταξη που τηνε χρυσοπλήρωνα διπλή στο ταμείο μου, όντις εδούλευα ελεύθερη -τρομάρα μου! Δεν εγινόμουνα δημόσια υπαλληλίνα να βάνω σφραγίδες και να τα κονομάω παχειά παχειά τώρα; Αλλά εδυσκολευόμουν να ξυπνάω πρωί, γιατί άρεσέ μου να δουλεύω ίσαμ' αργά και να πατάω νυχτέρια, και τούτο τό'λεγα "ελευθερία" -ε, δεν ήμουνα καλά! Ηθελές τα και παθές τα, αυτό να μου πεις, και θα σου πω δε μετανοιώνω και μ'άρεσε πολύ.
Για τούτο ο χοντρός ήτρεξε να ενοποιήσει τα ταμεία, για την ισότητα, τάχα μου. Ποια ισότητα, ωρέ; Και αφήκε το γκουβέρνο στο μπζηλό να μας εκάνει ζάφτι, το κοπάδι τση ντεμοκράτσιας τάχατες, γιατί άμα έμενε ο χοντρός θα γινότουνε επανάσταση και ο μπζηλός τίποτα δε θα μπόριε να ειπεί. Συνεννοημένοι ήσανε μπουγαρίνι μου και τσαντσαμίνι τση καρδιάς μου, συνεννοημένοι. Τσου θυμούμαι και τσου δύο πλάι πλάι στο ντιμπέιτ, πώς εβιαζότουνε ο χοντρός να πετάξει το καφτερό πράμα από τα χέρια του κι όλο για παγώματα εμίλιε, μη ντυχό τόνε ψηφίσει κανείς -και πάλι επήρε τα ψηφαλάκια του, σώσε με Θιέ μου, σώσε με. Στοπ, γιατί θα ξεφύγει κάνα βρισίδι από ευκειά τση νόνας μου!
2 σχόλια:
Χ.Α.
παρακολουθησα το κειμενο & τον καυστικο ιδιομορφο λογο σου.
Οι αληθειες να λεγονται, ακομα & σημερα. Εχθες ειχαμε το 'ελεα ελεα ελεα" σημερα εχουμε το "ας ενωθουμε ολοι μαζι να πετυχουμε αυτο που οραματιζομαστε για τα παιδια μας"
ειμαστε καταδικασμενοι να πετυχουμε :[
http://yannidakis.spaces.live.com
Διαφήμιση:
- Mπουγκαρίνι μεσιέ;
- Mπουγκαρίνι μανδάμ!
Mπουγκαρίνι. Aπό την 4-711.
-----
Πραγματικά απίστευτο έτσι; O τυροπιτοφάγος (5 την ημέρα τον καρδιολόγο κάνουν πέρα) της πλατείας Μαβίλη έκανε τα πάντα για να χάσει και όμως πήρε πάνω από 30%!
Nα γιατί το Xέλλας δεν θα πεθάνει ποτές.
Διότι οι Xέλληνες έχουν μπέshα. Δεν σε προδίδουν άμα τους έχεις δώσει μπαξίς.
Δημοσίευση σχολίου