Είμαι ο Άη Γιώργης ο Γρίτης από τόν Άρη τής Μεσσηνίας. 56 ετών. 40 χρόνια άρρωστος, βλέπω τήν μάνα μου νά μέ ταΐζει σάπιο σταφύλι στά όνειρά μου. "Μάνα", λέω, "σάπιο σταφύλι ταΐζεις τόν μοναχογιό σου;". "Φάε παιδάκι μου", λέει καί τά μάτια της τρέχουν, "φάε νά γιάνεις απ' τό χτικιό".
16 χρονών παλληκάρι μέ χτύπησε η απεραντοσύνη. Ξαφνικά είδα τόν ουρανό. Είδα τά οδοφράγματα τού ουρανού καί εννόησα ότι ο ουρανός είναι μιά γλώσσα. Όπως γιά νά μιλήσει κανείς τήν ανθρώπινη γλώσσα πρέπει νά τήν ακούσει, κατάλαβα ότι πρέπει νά ακούσω τόν ουρανό. Σκαρφάλωσα σ’ αυτήν τήν πλαγιά καί πέρασα στούς Αμμούληδες, στήν άγρια έρημο. Εχω μαζύ μου έναν ρηχό, πλατύ, ξύλινο κάδο, σκεπασμένο μ’ ένα χοντρό τεντωμένο πανί. Σάν περπατάω τόν κρεμάω στήν πλάτη. Είναι τό μυστικό αυτών που βγαίνουν στήν έρημο γιά νά ακούσουν τήν γλώσσα τού ουρανού. Δέν θά πώ πώς τό έμαθα.
Κάθε βράδυ σκάβω έναν λάκκο στήν άμμο καί τόν θάβω. Η υγρασία τής νύχτας ποτίζει τήν άμμο. Η άμμος ποτίζει τό πανί.
Τό πανί στάζει σάν τά μάτια τής μάνας μου. "Μάνα μήν κλαίς γιά μένα", είχα πεί. "Η άμμος δέν θά μέ σκοτώσει. Θά γυρίσω ξανά μανούλα μου νά φάω απ’ τό σταφύλι σου". Τό πρωΐ έχει δυό δάχτυλα δροσερό νερό μέσα του.
Τό μεσημέρι ξαπλώνω ακίνητος. Στρώνω πάνω μου ένα λεπτό δίχτυ. Οι σαύρες σκαρφαλώνουν στό στήθος μου γιά ν’ αγναντέψουν τήν έρημο. Τίς τραβά κι αυτές η απεραντοσύνη. Πρέπει νά φάω. Διαλέγω τίς πιό γέρικες. Στήν έρημο οι αισθητικές τής γεύσης σέ ακολουθούν λυπημένες. Κοιτάζω τίς σαύρες.
Πόσο λυπημένο είναι τό πρόσωπό τους! Ίσως γιατί τό ζαρωμένο τους δέρμα προστατεύει μιά τρυφερή σάρκα. Λυπάμαι κι εγώ που γι' αυτόν τόν λόγο θά καταστρέψω. Ζητάω συγνώμη.
Θυμίζω πως μιά μέρα θά προσφέρω κι εγώ τό σώμα μου γιά νά θρέψω άλλους. Μιά μικρή κίνηση κλείνει τήν παγίδα. Αφίνω τίς νέες νά φύγουν. Οι άλλες καταλαβαίνουν. Σάν μιά παλιά συνεννόηση νά τίς παρασύρει εγκαταλείπονται ήρεμα. Τά μεγάλα τους βλέφαρα κλείνουν αργά. Τότε μέ τρυφερά δάχτυλα σφίγγω τήν φλέβα τού λαιμού κλαιγοντας σιγανά ευχαριστώντας. Ο σφυγμός σταματάει ξαφνικά.
Πόσο εύκολα σκοτώνει ο φόβος!
Ξερριζώνω στρίβοντας μεγάλο νύχι αριστερού μπροστινού ποδιού. Σχίζω μαλακιά κοιλιά μέ τό νύχι. Αναστρέφω. Καθαρίζω από έντερα γιά σκορπιούς. Κρεμώ από τήν μέση μου σέ γερό κορδόνι. Ο ήλιος θά ξεράνει γρήγορα.
Πόσος καιρός έτσι; Ξεραμένο κρέας σαύρας. Δροσερά δάκρυα τής νύχτας. Κουρέλια σκασμένο δέρμα αντί γιά δέρμα απάνω μου. Αναίσθητα πόδια. Τό πράγμα ήλιος σάν φελλός στό στόμα που τόσο πόθησα ν' ανοίξει γιά μένα. Σιωπή, Σαράντα χρόνια σιωπή. Γυρίζω. Ποιός είμαι εγώ νά ξεπεράσω τά οδοφράγματα τού ουρανού; Μανα! Άχ, πόσο λαχτάρισα τό σταφύλι σου! Μετά σάν νά ονειρεύτηκα σιγανό βρυχυθμό στ' αυτιά μου πάνω στόν ύπνο. Βαρειά ανάσα. Μαλακά πατήματα γύρω μου.
Τό 'χα ακούσει κάποτε αρσενικά λιοντάρια που μπαίνουνε βαθειά στήν έρημο, παίζοντας μετά από εύκολο κυνήγι. Στάσου ακίνητος! Στάσου ακίνητος!
Πόσο εύκολα σκοτώνει ο φόβος!
Τότε φτάνει. Σάν μακρυνά τζιτζίκια μέσα στίς ελιές.
Στό κουρείο τού χωριού. Βγήκα απ' τούς Αμμούληδες ξανά στόν κόσμο. "Ξούρισέ μου τό κεφάλι", λέω στόν κουρέα. Αλλά τώρα μιλώ τήν γλώσσα τού ουρανού. Κουνάει τό κεφάλι του.
Μεγαλώσαμε μαζύ παιδιά, όμως πόσο σκληρός μέ τούς φίλους!
Κοιτάει τά κουρέλια από τό σκασμένο μου δέρμα. Τίς ξεραμένες σαύρες στήν μέση μου. Τά παραμορφωμένα γυμνά μου πόδια μέ τό ‘να δάχτυλο πετσί από κάτω τους, που πατούν τό σκουπισμένο του πάτωμα. Κάνω χειρονομία δείχνοντας τό κεφάλι μου. Αρπάζει ξυράφι. Τόν προλαβαίνω δείχνοντας μόνο τά μαλλια. Σκέφτεται τά παιδιά του. Πετάει ξυράφι κι αρπάζει μεγάλο κομμάτι πράσινο σαπούνι. Μού κάνει νόημα νά βγώ στόν δρόμο. Αφίνει τό σαπούνι στό χώμα δυό μέτρα μπροστά μου. Δείχνει τόν Πάμισο, τόν ποταμό, που περνάει πλατύς καί ήρεμος δίπλα στό χωριό μας. Κάνει στροφή καί βροντάει τήν πόρτα τού κουρείου πίσω του. Σηκώνω σαπούνι καί γλείφω.
Λάδι. Καλό. Μού θυμίζει. Ίσως τηγανητή ξεραμένη σαύρα.
Αλλά μού λείπει τό λεμόνι. Λεμόνι! Κατηφορίζω πρός τόν ποταμό ανάμεσα σέ μποστάνια καί σέ κήπους. Οι λεμονιές τσακιστές σαλεύουν στό πρωϊνό αεράκι. Χώνουμαι στό νερό κρατώντας τό σαπούνι...
Στό κουρείο τού χωριού. Μοσχοβολάω πράσινο σαπούνι ελιάς, αλλά εξακολουθώ νά μιλάω γλώσσα ουρανού. Μπαίνω. Όλα τά κεφάλια στρίβουν. Δείχνω πλυμμένα μου μαλλιά, μέση μου χωρίς σαύρες (τίς πέταξα ζητώντας τους συγνώμη που τίς σκότωσα άδικα), πόδια μου γυμνά αλλά σκουπισμένα στό ψαθί τής πόρτας, αχαμνά μου κρυμμένα σέ παλιό σώβρακο που μού 'ριξε μιά χριστιανή (δέν λέω πώς, δέν λέω πού). Συμμαθητής μου κουρέας πιό ήρεμος τώρα. Αλλά δέν μέ καθίζει σέ καρέκλα.
Διατάζει παιδόπουλο βοηθό. Παιδόπουλο πλησιάζει μέ μεγάλο ψαλλίδι γιά τραγιά. Μέ πάει στήν πίσω αυλή. Μέ γονατίζει.
Μού σκύβει κεφάλι. Πλούσια μαλλιά μου πέφτουν. Μετά γένια. Μέ βρέχει μέ κουβά. Μέ σαπουνίζει. Μετά ακούω βήματα συμμαθητή μου. Μού σηκώνει κεφάλι. Μέ τρείς γρήγορες κινήσεις μού ξυρίζει σαγόνι. Μ' ακόμα δυό, μουστάκι. Υπέροχα, κυκλικά, θερίζει τά στάχια που άφισε τό παιδόπουλο στό κρανίο μου. Μέ ξεπλένει μέ τόν κουβά. Μού πετά κομμάτι πανί νά σκουπιστώ. Ύστερα μού φορά, ξεχασμένο από χρόνια στήν κρεμάστρα, χειμωνιάτικο παλτό. Μιά φορά τόν μήνα περνάω απ' τό μαγαζί του. Μέ φροντίζει. Μού δίνει λεφτά. Μόλις βγώ τά πετάω στά παιδιά που μέ παίρνουν από πίσω. Άμα πεινάσω πάω καί κάθομαι στά σκαλιά ενός σπιτιού. "Ο Άη Γιώργης ο Γρίτης μάς ήρθε", λένε από μέσα. Μού δίνουν πιάτο μέ καλό φαΐ. Φρέσκο ψωμί. Νερό απ' τό πηγάδι. Τά παιδιά μού κάνουν συντροφιά. Πώς μ' αγαπάνε τά παιδιά! Θέλουν νά μού φορέσουν παπούτσια τόν χειμώνα. Δέν μού χρειάζονται αγαπημένα μου. 40 χρόνια στήν έρημο έχω μάθει ξυπόλυτος. Η μάνα μου έχει πεθάνει. Τί ωραία κάθε νύχτα στ' όνειρό μου που μέ ταΐζει γλυκό! "Φάε τό σταφύλι σου, γιόκα μου, νά γιάνεις". "Είδες μάνα", τής λέω, "είδες που δέν μέ σκότωσε η έρημος;".
Η δίψα. Θέλω νά μιλήσω εδώ γιά τήν δίψα.
Τ' απόγεμα, καθώς γέρνει ο κόκκινος ήλιος κι οι γυναίκες μαζεύονται στά πηγάδια. Τότε μέ πιάνει η δίψα. Τίς πλησιάζω ταπεινά αυτές τίς ιέρειες μέ τίς μαντήλες καί τά μακρυά σχοινιά που ρίχνουν τό δόλωμα στή σκοτεινή φωλιά τού νερού. Θυμάμαι: "σύρε νά πιάσεις νερό μέ τίς ξαδέρφες σου, Γιώργη", ακούω τήν μάνα μου. Αναστέναζα. "Μάνα, όσο κι άν κουνώ τό σχοινί τό νερό δέν μπαίνει μέσ' στόν κουβά, μάνα μου. Αυτές έχουν τά καλά δολώματα μέσ' στίς τσέπες τίς ποδιάς τους καί μέ κοροϊδεύουν. Μήν μέ ξαναστείλεις στό πηγάδι γιά νά πιάσω νερό, μανούλα μου. Εγώ είμαι αγόρι!. Εγώ θά βγώ στήν έρημο ν' ακούσω τήν φωνή τού ουρανού!". Μέ χαιρετούν μέ γέλια. Προσκυνώ καί προχωρώ μέ προσοχή. Αφίνω τρυφερά κάτω τίς βέργες που μάζεψα στόν δρόμο, αφού γιά τόν κόσμο μιά πράξη αγάπης είναι ίδια μέ μιά πράξη καί πόσο προσεκτικοί πρέπει νά είμαστε εμείς μέ τά πράγματα! Μέ φροντίδα πλένω τά πόδια μου στό ρυάκι που τρέχει καθώς γεμίζουν τίς στάμνες τους. Ύστερα δείχνω τά καθαρά μου πόδια, τίς παλάμες μου χωρίς χώμα, καί χτυπάω σιγανά τόν αέρα που μάς χωρίζει σάν ρούχο. "Ανοίξτε νά μπώ", λέω, κι εννοώ στόν δικό τους τόν κόσμο, γιατί ποτέ δέν πρέπει νά τίς θυμώνεις αυτές, τέτοιαν απογευματινή ώρα κοντά στό νερό. Τούς μιλάω μέ τήν γλώσσα τού ουρανού. Παρακαλώ νά μού δώσουν νά πιώ. "Έλα νά πιείς, Γιώργη", μού φωνάζουν μέ τ' όνομά μου. Μ' ευγνωμοσύνη.
Ο δότης πρέπει νά είναι ευγνώμων.
Αλλά είναι καί σάν μιά ευγένεια μιά απάντηση σ' ένα σιωπηλό ερώτημα, όπως τό άναμα ενός καντηλιού. Ξεθηλυκώνω απ' τίς κουμπότρυπες τού παλτού μου τούς σπάγγους που τά δένουν. Βγάζω απ' τίς μεγάλες του τσέπες μικρά πολύτιμα σκεύη. "Βλέπεις μάνα", σκέφτομαι, "βλέπεις τί ωραίο είναι τό παλτό που μού χαρίσανε!". Κρυστάλλινα, γυαλιστερά κουτιά από γάλα. Τά βάζω στήν σειρά πάνω στό περβάζι. Αστραφτεροί κουβάδες τά γεμίζουν. "Πόσα θά πιεί;". Μιλάν χαρούμενα τήν γλώσσα τής γής. Προσεύχομαι σάν στήν έρημο. Ακούω: σάν τζιτζίκια μέσ' απ' τίς ελιές. Σηκώνω τό ποτήρι μου στόν ουρανό τότε. Δαγκώνω αυτή τήν τρυφερή διάφανη σάρκα. Μαλακά τήν δαγκώνω παρακαλώντας την νά χυθεί μέσα μου, όπως οι σκέψεις μου χύνονται στόν κόσμο, όπως μαλακά μού δαγκώνει τό μυαλό ο κόσμος χύνοντας μέσα του τίς σκέψεις μου.
"Πόσες σκέψεις έχω κάνει όλη τήν ημέρα μέχρι νά διψάσει, μάνα!", λέω, καθώς καταπίνω τό δροσερό σώμα του καί τόν αφίνω νά μού τίς πάρει γελώντας. "Μά πόσο νερό θά πιεί;", ρωτάνε.
Γελώντας, η φωνή τής γής, καί ξαφνικά χορταίνω. Κάθομαι ν' ακούσω τό σφύριγμα τών σχοινιών πάνω στό χαραγμένο βαθειά μάρμαρο τού πηγαδιού καί τό πάφλασμα τής υπόγειας θάλασσας όταν τήν χτυπάει σάν κεραυνός τό σίδερο. Μαγεμένος τίς κοιτάζω νά γεμίζουν τά σταμνιά τους. Μέ πόση χαρά τίς υπακούει τό νερό μπαίνοντας στό στενό άνοιγμα!
Τά παιδιά. Φτιάχνω μικρά δεμάτια από κλιματόβεργες που βρίσκω στήν άκρη τών δρόμων. Τά μαζεύω στό καλύβι μου. Σιγά σιγά τό γεμίζουν. Δέν πειράζει. Κοιμάμαι εγώ απ' έξω. Τά παιδιά έρχονται καί τό αδειάζουν γιά νά μού γίνει ξανά χώρος.
Μά τά βάζω πάλι τρυφερά μέσα, αφού γιά τόν κόσμο μιά πράξη αγάπης είναι ίδια μέ μιά πράξη καί πρέπει εμείς νά προσέχουμε τά πράγματα. Μετά, όταν πιάσουν οι βροχές, τά λύνουν καί τά σκορπούν. "Γιατί, γιατί τό κανει αυτό;", ρωτούν οι μεγάλοι, καθώς μέ βλέπουν νά τίς μαζεύω πάλι σιγά σιγά. "Γιατί είναι άγιος!", απαντούν τά παιδιά.
Τά πράγματα. Αφού γιά τόν κόσμο μιά πράξη αγάπης είναι ίδια μέ μιά πράξη, μέ πόση αγάπη πρέπει εγώ νά προσέχω τά πράγματα! Στήν έρημο κατάλαβα ότι αυτή είναι η αποστολή τών ανθρώπων νά τά προσέχουν μέ τρυφερές πράξεις. Επειδή ο κόσμος αποτελείται από αδιάφορες πράξεις μάς πιάνει μιά νοσταλγική τρυφερότητα γιά τά πράγματα που πλέουν μέσα του εγκαταλελημένα. Τά μαζεύουμε γύρω μας, τά προστατεύουμε από τόν κόσμο, θαμπωνόμαστε από τήν ομορφιά τους.
Είμαι ο Άη Γιώργης ο Γρίτης, από τά Ασλάναγα Μεσσηνίας, κοντά στήν Καλαμάτα. Όταν βγήκα στήν έρημο, στούς Αμμούληδες, άκουσα τήν φωνή τού ουρανού. Ήρθε σάν τζιτζίκια μέσα στίς ελιές. "Όλα είναι ίδια", είπε.
Όλα είναι ίδια.
Μιά πράξη αγάπης σ' αυτόν τόν μεγάλο κόσμο είναι ίδια μέ μιά πράξη. Αυτή είναι η γλώσσα τού ουρανού. Τρυφερά διαλέγω τίς πράξεις μου.
Ένας σεβασμός. Όταν ακούσεις τήν φωνή τού ουρανού σέ πιάνει ένας σεβασμός. Λυτρώνεσαι από τήν αναισχυντία τής πράξης. Αλλά τότε ηθική, είναι τό πρόσωπο τών πραγμάτων. Οποιαδήποτε αισθητική είναι δολοφόνος, καί ο φόνος είναι η αναισχυντία τής τρυφερότητάς της, όταν χαϊδεύει τό πρόσωπο τους.
Άν η έκσταση είναι τό τέλος τής αναπόφευκτης αισθητικής, άν δηλαδή περνώντας συνεχώς από τό ένα σύστημα αισθητικής σέ κάποιο άλλο "ευγενέστερο" (μήπως αυτό δέν είναι η μύηση;) καταλήγουμε στήν έκσταση (σ' έναν χώρο δηλαδή απαλλαγμένο ((όπως η ηδονή)) από αισθητική), τότε μπορούμε νά καταλάβουμε σέ τί οφείλεται η αδιαφορία τού κόσμου ο κόσμος βρίσκεται διαρκώς σέ έκσταση.
Δέν θά πώ τί μπορεί νά κάνεις στά πράγματα όταν πεινάς ή όταν επιθυμείς, δέν θά πώ τί μπορεί νά κάνεις στούς ανθρώπους όταν στρέφεις τό βλέμμα σου πρός τό πρόσωπό τους γιά νά τούς αγαπήσεις. Επειδή μέσα σ' αυτόν τόν μεγάλο κόσμο μιά πράξη αγάπης είναι ίδια μέ μιά πράξη, τρυφερά διαλέγω τίς πράξεις μου γιά νά μήν τούς πληγώσω.
Θέλω νά μιλήσω γιά τήν Σία. Από μιά υποχρέωση, γιατί ήταν συγγενής μου, κι από μιά υποχρέωση επειδή πρέπει νά μιλήσω γιά τήν Μεγίστη που τήν εκφράζει. Η Μεγίστη δέν είναι υποχρέωση, είναι συγγένεια (τήν έχω ονομάσει Μεγίστη καί μάλιστα μέ μ κεφαλαίο, δηλαδή Μ, από τόν θαυμασμό που αισθάνομαι γιά τήν κρυφή της λειτουργία, δηλαδή τόν όχι εμφανή καί καθόλου προφανή τρόπο μέ τόν οποίο λειτουργεί συνδέοντας τά πράγματα που αλλιώς θά ταξίδευαν μόνα καί απόκομμένα στόν τεράστιο κόσμο, καί μάλιστα χωρίς νά καταλαβαίνουν ούτε τήν μοναξιά τους ούτε τό πόσο βαθειά καί χωρίς ελπίδα είναι αποκομμένα, δηλαδή διπλά καί ίσως τριπλά καί τετραπλά ((καί άν κάτσω νά εκτιμήσω υπομονετικά δέν ξέρω σέ ποιόν βαθμό πολλαπλότητας θά φτάσω)) ξεγελασμένα). Αλλά όχι συγγένεια σάν τήν άλλη συγγένεια. Η άλλη συγγένεια είναι συγγένεια τού αίματος, ενώ η Μεγίστη είναι συγγένεια ούτε ξέρω τί είδους, γιατί μπορεί νά συγγενέψει δυό πλάσματα από μιά τυχαία αφορμή, ακόμα καί από μιά αφορμή που μπορεί νά βρεί σέ δυό εχθρικά πλάσματα, δηλαδή τό ένα σέ εντελώς εχθρική κατάσταση ώς πρός τό άλλο, που ούτε κατάλαβαν ότι συγγένεψαν τήν στιγμή (όταν αυτή η συγγένεια γιά τήν οποία μιλάω βρήκε αυτή τήν καθοριστική αφορμή) τής συγγένειας μεταξύ τους καί που δέν τά εμποδίζει καθόλου (αυτή η συγγένεια) νά εκδηλώνουν τήν έχθρα τους, όπως ίσως θά φανταζόταν κανείς, εξ αιτίας της. Ακόμα καί μέσα στό ίδιο πλάσμα, διαφορετικές καταστάσεις θά μπορούσαν νά συγγενέψουν εξ αιτίας της, καί νά αναδυθούν (ενώ πρίν μπορεί νά μήν ήταν καθόλου αναδυμένες, νά μήν ήξεραν κάν τόν τόν εαυτό τους καί πολύ περισσότερο τήν άλλη κατάσταση μέ τήν οποία πρόκειται τώρα νά συγγενέψουν εξ αιτίας αυτής τής αφορμής που βρέθηκε τυχαία), αυτές οι καταστάσεις, μέ μιά διαδικασία π.χ. συμπάθειας ή αγάπης ή αδιαφορίας ή εχθρότητας, οπότε αυτή η συγγένεια γιά τήν οποία μιλάω θά μπορούσε τότε νά χαρακτηριστεί θετική ή αδιάφορη ή αρνητική, χωρίς νά συμβεί όμως τίποτα που νά αλλάζει σημαντικά τήν γενική κατάστασή αυτού τού πράγματος τού οποίου δύο τουλάχιστον, όπως είπα, καταστάσεις άλλαξαν συμπεριφορά εξ αιτίας τής συγγένειας τήν οποία περιγράφω εδώ καί κάμποση ώρα, καί επειδή δέν έχει αλλάξει σημαντικά η γενική κατάστασις αυτού τού πράγματος τού οποίου δύο τουλάχιστον, όπως, υπενθυμίζω, καταστάσεις εμφανίστηκαν μέ μιά διαδικασία αγάπης ή συμπάθειας ή εχθρότητας, δηλαδή μέ μιάν θετική ή αδιάφορη ή αρνητική συγγένεια, γι' αυτό δέν μπορεί καί τόσο ευκολα νά υποστηριχτεί ότι πρόκειται γιά τό Α ή τό Β πράγμα ή γιά κάποιο πράγμα γενικά, από τά αποτελέσματα που παρατηρούμε στίς καταστάσεις αυτού τού πράγματος οι οποίες συγγενεύουν εξ αιτίας της. Γι' αυτό ενώ μπορούμε εύκολα νά βρούμε ίχνη αυτής τής συγγένειας που περιέγραψα πιό πάνω, είναι δύσκολο άν όχι αδύνατο νά βρούμε τό ίδιο τό πράγμα, δηλαδή από ποιό πράγμα έχει αρπάξει αυτή η συγγένεια έστω δυό καταστάσεις που συνέχιζαν έναν δικό τους δρόμο μέχρι τώρα καί μέ μιά αφορμή τίς έβαλε νά συγγενέψουν, γιατί η μεταβολή του δέν είναι σοβαρή ώστε ν' αρχίσει τίς φωνές γι' αυτό που τού συνέβει, αλλά κι άν τίς άρχιζε πόσο απλό θά ήταν νά τίς μπερδέψει κανείς, ακόμα κι άν είναι ένας πεπειραμένος ερευνητής, μέ τήν συμπεριφορά τών καταστάσεών του που έχουν κιόλας συγγενέψει! π.χ. εγώ κι ο εαυτός μου, δυό εντελώς εχθρικές καταστάσεις δημιουργημένες ακριβώς εξ αιτίας αυτής τής συγγένειας η οποία όμως δέν άλλαξε σοβαρά τήν γενική κατάσταση κανενός πράγματος, γιατί ποιανού πράγματος θά μπορούσαμε νά πούμε ότι καταστάσεις είμαι εγώ κι ο εαυτός μου; (επειδή είμαστε απελπισμένα εχθρικοί συγγενείς μεταξύ μας εξ αιτίας τής Μεγίστης, που όμως αυτή (η Μεγίστη) δέν κατάφερε νά μεταβάλλει σοβαρά τήν γενική κατάσταση τού πράγματος τού οποίου είμαστε καταστάσεις εγώ κι ο εαυτός μου, καθώς τό τριγύριζε γιά νά βρεί τήν αφορμή νά συγγενέψει έστω καί δυό καταστάσεις του, μέ αποτέλεσμα, όταν έκανε τήν δουλειά της η Μεγίστη συγγενεύοντάς μας, εμένα καί τόν εαυτό μου επωφελούμενη από τήν αφορμή που τελικά ανακάλυψε, νά μήν ξέρουμε ποιανού πράγματος είμαστε καταστάσεις αφού αυτό δέν αντέδρασε καθόλου ούτε θετικά ούτε αρνητικά ούτε αδιάφορα ούτε εκ τών προτέρων ούτε εκ τών υστέρων ούτε προθύστερα).
Η συγγένεια εκδηλώνεται.
Η συγγένεια εκδηλώνεται επειδή υπάρχει, καί μιλάω γι' αυτήν τήν Μεγίστη συγγένεια, άν καί δέν φαίνεται τόσο καλά αυτή αλλά οι αφορμές τίς οποίες εκμεταλλεύεται γιά νά συγγενέψει τά πράγματα.
Αυτή που δέν κοίταζε ποτέ τίποτα, μέ είχε κοιτάξει γιατί τής πήγαινα εφημερίδες. Οι εφημερίδες ήταν τό μοναδικό πάθος τής ζωής της. Τί διάβαζε εκεί μέσα αφού ήταν αγράμματη; Μέ μιά σοβαρότητα άνοιγε τήν εφημερίδα καί βυθίζονταν. Γιά ώρες τήν διάβαζε καί μετά τήν τοποθετούσε προσεκτικά μαζύ μέ τίς άλλες. Φαίνεται ότι έχουν οι εφημερίδες σπουδαία πράγματα που δέν τά 'χουμε ανακαλύψει ακόμη. Μόνο σ' έναν Όσιο αποκαλύπτονται. Γύρναγε ξυπόλυτη στούς δρόμους τού χωριού, πηγαίνοντας επισκέψεις από συγγενικό σπίτι σέ συγγενικό σπίτι, μέ τά γκρίζα της μαλλιά νά επιπλέουν στόν αέρα, κι ένα επίσης γκρίζο μακρύ φουστάνι 30 ετών νά επιπλέει στόν αέρα, καί έσπρωχνε τήν πόρτα τής αυλής καί μετά πήγαινε στήν πόρτα τού καθιστικού χωρίς νά μπαίνει ποτέ μέσα κι έλεγε: "καλημέρα θεία, δώσ' μου μιά φιρδιμίρδα". Έτσι τήν έλεγε: φιρδιμίρδα.
Οι εφημερίδες ήταν σπάνιες στό χωριό τότε, Άρης ή Ασλάναγα Μεσσηνίας κοντά στήν Καλαμάτα, μέ τόν ωραιότερο σταθμό τραίνου, δίπλα στόν Πάμισο, τό αρχαίο ποτάμι. Ο Πάμισος ήταν ένας θεός ποταμίσιος κι εκεί πήγαινε η Σία πολλές φορές καί κάθονταν στά χόρτα δίπλα στό νερό καί διάβαζε τίς εφημερίδες της. Μια φορά είχα πάρει τήν πλάβα ενός φίλου μου τού χωριού κι έκανα βόλτες πλάϊ στό φράγμα που τά νερά ήταν σηκωμένα καί βαθειά καί τό ποτάμι αργοκυλούσε, όταν άκουσα τήν απελπισμένη φωνή ενός βατράχου που ούρλιαζε, άν μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε αυτόν τόν όρο που ταιριάζει μόνο σέ ανθρώπους που έχουν πέσει σέ ένα είδος φοβερής απελπισίας, καί σέ λάμιες που παραμονεύουν τίς νύχτες μέ τό φεγγαρόφωτο στούς βάλτους καί ξεπλανεύουν μέ τό ουρλιαχτό τους, που έχει μιά φιλήδονη γλύκα από άλλους κόσμους, τούς ταξιδιώτες, αλλά αυτός ο βάτραχος ανάμεσα στό ουρλιαχτό έβγαζε καί τεράστιες κραυγές που έδειχναν ότι τόν απειλούσε ένας φριχτός θάνατος, γιατί ποιό ζώο, εκτός απ' τά σκυλιά που η συμβίωσή τους μέ τόν άνθρωπο που τά εκμεταλλεύεται τά έχει φτάσει σέ απίστευτα επίπεδα κληρονομικής βλακείας, θά έβγαζε τέτοιες κραυγές από χαρά επειδή έβλεπε τόν αφέντη του;, η χαρά στά περισσότερα ζώα καί μάλιστα στά αμφίβια είναι σιωπηλή, εκτός από τό κάλεσμα τού ερωτικού συντρόφου που εκεί εκφράζεται μιά προθύστερη χαρά, καί τό ίδιο τό ζευγάρωμα είναι σιωπηλό εκτός ίσως από ένα δυό μουγκρητά στίς κορυφώσεις τού πάθους, άρχισα νά ψάχνω λοιπόν στήν όχθη νά βρώ τόν βάτραχο, στήν αρχή ήταν όλα πράσινα καί δέν έβλεπα τίποτα, αλλά μετά είδα μιά σκηνή που μού 'κοψε τό αίμα.
Γιάννη Σ. Χρυσούλη "Οι σημειώσεις ενός ανθρώπου".
_________________
από εδώ: http://www.poiein.gr/archives/61/index.html