- Στη Γαλλία
Η εικόνα της γυναίκας που υπόκειται σε δημόσιο εξευτελισμό, (διαπόμπευση), με το να την ξυρίσουν με την ψιλή και να την περιφέρουν ως αξιοθέατο στους δρόμους των γαλλικών πόλεων και χωριών, στις γεμάτες ευφορία ημέρες της Απελευθέρωσης από τους Ναζί είναι πολύ έντονη και χαρακτηριστική και έχει σαφέστατα επιζήσει στη συλλογική συνείδηση των Γάλλων.
Αυτή η πρακτική ήταν πολύ διαδεδομένη ιδιαίτερα στα χρόνια 1943-1946, με τη μεγαλύτερη έξαρση τον Αύγουστο - Οκτώβριο 1944. Συνολικά υπολογίζεται ότι 20000 περίπου Γαλλίδες υποβλήθηκαν σε αυτήν την ποινή, λόγω της συνεργασίας τους (πραγματική ή τελικά μάλλον υποθετική) με τους Γερμανούς.
Η συνεργασία κυρίως αναφερόταν στη σύναψη ερωτικών σχέσεων με άνδρες των στρατευμάτων Κατοχής και λιγότερο σε οικονομική συνεργασία που μάλλον αποτελούσε προνόμιο του ανδρικού φύλου.
Πέρα από την εύκολη ερμηνεία ότι ο λαός πήρε τον νόμο στα χέρια του, η περιγραφή και τα ντοκουμέντα της εκτέλεσης του δημόσιου ξυρίσματος των κεφαλών νεαρών γυναικών, στην πράξη απεικονίζουν τις ασαφείς και ουσιαστικά ανύπαρκτες γραμμές μεταξύ της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, αλλά και την διάνοιξη ενός δρόμου μέσα από τον οποίο θα περάσουν στις μάζες που συμμετείχαν στις τελετές αυτές η σαδιστική φαντασία και η σεξουαλικότητα.
Συμβολικά περνούμε από την αμαρτία - συνεργασία με τον εχθρό, στην τιμωρία - καθαρισμός και τελικά στο όραμα του μέλλοντος που είναι η εθνική αναδημιουργία της πληγωμένης από την κατοχή και την ήττα Γαλλίας. Με απλά λόγια, το ξύρισμα της κόμης των νεαρών Γαλλίδων που υπέπεσαν στο "τρομακτικό" αμάρτημα σύναψης σεξουαλικών σχέσεων με τους Γερμανούς, λειτουργεί ως μία νέα χριστιανικού τύπου βάφτιση, που θα επιτρέψει την επαναπροσφορά των ατιμασμένων σωμάτων των αμαρτωλών γυναικών στον εθνικό κορμό της μητέρας πατρίδας.
Αποφεύγουμε τον πειρασμό να συνεχίσουμε τις ψυχολογικές ερμηνείες αυτού του φαινομένου που πήρε στη Γαλλία διαστάσεις μαζικής παράκρουσης. Στην τελική ανάλυση δεν μπορούν να αποδειχθούν και εξ ορισμού είναι και αμφισβητούμενες.
Αυτό που είναι γεγονός, είναι ότι ελάχιστες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για το ζήτημα αυτό, δεν κατέδειξαν διαφορές ως προς το επάγγελμα των γυναικών που υποβλήθηκαν στο κούρεμα με την ψιλή μηχανή ή με την ψαλίδα που κουρεύουν τα πρόβατα, αλλά ούτε και στις γεωγραφικές περιοχές. Έτσι, γυναίκες που εργάζονται σε τομείς υπηρεσιών υγείας, ή μεταφορικές εταιρείες είχαν περίπου ίδια συμμετοχή με αγρότισσες στην βάρβαρη αυτή τελετή ως θύματα. Το ίδιο και με γεωγραφικές περιοχές. Υπήρχαν συνοικίες του Παρισιού, ή ολόκληροι οικισμοί που η συμμετοχή στην Αντίσταση ήταν μεγάλη. Επομένως και τα αντίποινα που υπέστησαν οι πληθυσμοί τους από τους Γερμανούς ήταν ιδιαίτερα σκληρά. Αντίστοιχα και περιοχές όπου η Αντίσταση ήταν σχεδόν υποτονική ή ανύπαρκτη. Στην διάρκεια της Απελευθέρωσης δεν παρατηρήθηκαν διαφοροποιήσεις στον αριθμό των γυναικών που κουρεύτηκαν μεταξύ αυτών.
Γεγονός είναι ότι οι τρόποι με τους οποίους οι απογυμνωμένες γυναίκες απεικονίστηκαν στο χρόνο, στη συνέχεια, έχουν αναγκάσει για πολύ τους
απολογητές αυτού του γεγονότος να είναι ασαφείς στις επεξηγήσεις τους ή ακόμα και να σωπάσουν εντελώς.. Η επιβολή μιας τιμωρίας με τους ευδιάκριτους σεξιστικούς τόνους, που χαρακτηρίζεται από το μαρκάρισμα ή το χαρακτηρισμό,(προδότρια, πουτάνα) έχει επισκιάσει τελικά τη χρήση της για όλες τις πράξεις της συνεργασίας. Μετά από τον πόλεμο και μέχρι το σήμερα, οι φωτογραφίες των γυναικών με τα ξυρισμένα κεφάλια έχουν γίνει τα μόνα στοιχεία μιας πρακτικής για την οποία εκείνοι που ευθύνονται έχουν παραμείνει σιωπηλοί και η προσοχή, αλλά και η συμπάθεια έχει κατευθυνθεί στα θύματα. Η όλη διαδικασία που προηγήθηκε (συνεργασία, κατηγορία, σύλληψη, κρίση, απελευθέρωση ή καταδίκη) ξεχάστηκε για πάντα.
Συμπέρασμα.
Ο ιστορικός Stanley Hoffman μελετώντας το φαινόμενο της Γαλλικής Ιστορίας που ονομάζεται Βισύ, διευρύνει τον ορισμό του δωσιλογισμού στην διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας. Έτσι, δωσίλογος πια είναι όποιος για οποιοδήποτε υλικό ή άλλο κίνητρο ή ακόμα και για λόγους ιδεολογικής σύμπνοιας συνεργάστηκε με τις αρχές του ψευδοκράτους. Αλλά ακόμα και έτσι θεωρείται δύσκολο να ενταχθούν αυτές οι 20000 γυναίκες στην κατηγορία του δωσιλογισμού. Καμία από αυτές τις γυναίκες δεν ήταν διανοούμενη που να κήρυξε δημόσια την ανάγκη ενεργητικής ιδεολογικής συνεργασίας με τον εχθρό, ελάχιστες ή (μάλλον καμία) συμμετείχαν ως μάρτυρες κατηγορίες στα δικαστήρια ενάντια των αντιστασιακών και στην τελική ανάλυση δεν είχαν καμία σχέση με τα εγκλήματα που προέβλεπαν οι νόμοι εναντίον των συνεργατών που ψηφίστηκαν στη Γαλλία στις 24 Αυγούστου και 28 Δεκεμβρίου του 1944. Επομένως και νομικά, το κούρεμα αποτελεί εξ ορισμού μία ακρότητα και μία υπερβασία.Ήταν μία πράξη παράνομη πέρα για πέρα.
Οι γυναίκες αυτές τιμωρήθηκαν απλά επειδή είχαν ερωτικές σχέσεις με Γερμανούς. Η διαφορά μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι περισσότερες γυναίκες δεν κοιμήθηκαν με τους Γερμανούς για λόγους επιβίωσης ή καλοπέρασης, αλλά γιατί ερωτεύθηκαν... Πόσο προδότρια μπορεί να είναι μία ας πούμε Γαλλίδα νοσηλεύτρια που ερωτεύθηκε ένα Γερμανό τραυματισμένο στρατιώτη; Αλλά και από την άλλη, πόσο προδότρια μπορεί να είναι μία ταλαίπωρη χήρα που τα φτιάχνει με ένα στρατιώτη του εχθρού για να εξασφαλίσει λίγη τροφή για τα παιδιά της; Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ακραίο να οδηγήσουμε αυτές τις γυναίκες στην λαιμητόμο.
video:
2. Στην Ελλάδα.
Η αρχή έγινε από τον Δημήτρη Γληνό και από το βιβλιαράκι του τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ. Βιβλίο που τυπώθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα και διαβάστηκε πολύ. Γραμμένο στα τέλη περίπου του 1942, βοήθησε όσο τίποτα στην διάδοση και στην εκλαΐκευση των σκοπών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και στάθηκε μαχητικό σάλπισμα στον αγώνα ενάντια των Γερμανών.
Παρ' όλα αυτά, ο Γληνός σε πολλά σημεία στο έργο του αυτό, πέφτει σε σφάλματα εθνικιστικού τύπου, που οδήγησαν σε υπερβασίες (κάποιες φορές και εναντίον αθώων).
Γράφει χαρακτηριστικά :
Άνοιξαν τον δρόμο για την εκπόρνευση των γυναικών, που πήρε τέτοια καταπληκτική και αναπάντεχη έκταση στον τόπο μας. Πού είναι τα πατροπαράδοτα Ελληνικά ήθη και έθιμα; Σε πολιτείες και χωριά τριγυρνάν οι ξένοι στρατιώτες αγκαλιασμένοι με τις γυναίκες μας, τις κόρες μας, τις αδερφάδες μας. Από τα μεγαλόσπιτα που χορεύουν και πίνουν σαμπάνιες και οργιάζουν οι μεταξοφορεμένες κυράδες με ξένους αξιωματικούς, ως τα χωρικά σπίτια που μπαινοβγαίνουν καθαρά οι ξένοι αγαπητικοί. Μπροστά στα μάτια μας είναι ακόμη οι ανάπηροι του Πολέμου με κομμένα πόδια και χέρια, οι τραυματίες και οι σακάτηδες. Ακόμα δεν έβγαλαν τα μαύρα οι χήρες και τα ορφανά του πολέμου. Κι οι φονιάδες τους τριγυρνούν αγκαλιά με τις γυναίκες μας και τις αδερφές μας.
Και έτσι εγέμισαν οι πολιτείες και τα χωριά μας από αρρώστιες αφροδίσιες. Έτσι δώδεκα χρονών κορίτσια είναι γεμάτα σύφιλη. Και κοντά σε όλες τις άλλες πληγές του εκφυλισμού μπαίνει ακόμα και τούτη εδώ, ο εκφυλισμός από τη σύφιλη.
Ολοφάνερα υπερβάλλει και προσπαθεί να χτυπήσει στο θυμικό του Έλληνα πατριώτη, τονίζοντας και τον κίνδυνο αφανισμού της φυλής. Παρακάτω:
Να μην επιτρέπετε στις μανάδες σας, στις γυναίκες σας, στις κόρες σας στις γυναίκες γενικά να συναναστρέφονται με ξένους. ΝΑ ΜΑΣΤΙΓΩΝΕΤΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΥΤΗΡΙΑΖΕΤΕ ΤΙΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ. ΝΑ ΣΤΙΓΜΑΤΙΖΕΤΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΔΙΝΟΝΤΑΙ. Κάθε γυναίκα που παραδίνεται στους ξένους είναι κιόλας χαφιές και προδότισσα. Να μεταχειρίζεστε για αυτές εξευτελιστικά επίθετα και χαρακτηρισμούς και να κάνετε γνωστό πως μετά τον πόλεμο θα χαραχτή και στα δυο τους μάγουλα με ανεξίτηλα γράμματα ένα μεγάλο "Π", που θα σημαίνει "Πόρνη" και "Προδότισσα".
Εδώ βλέπουμε πιο πολύ το εθνικιστικό παραλήρημα ενός μικροαστού διανοούμενου, παρά τις σκέψεις ενός μεγάλου μαρξιστή διανοητή. Φόβος μη νοθευτεί το "αίμα της φυλής" και καμία αναφορά στις πολλές ταλαίπωρες γυναίκες που πήγαν με τους Ιταλούς ή Γερμανούς για να μην πεθάνουν της πείνας αυτές και τα παιδιά τους.
Κατά την διάρκεια του Πολέμου ο ΕΛΑΣ τιμωρούσε τις γυναίκες που είχαν ερωτικές σχέσεις με τους κατακτητές. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν το κούρεμα. (Τα κοντά μαλλιά ειδικά στην ύπαιθρο συνδέονταν σχεδόν συνειρμικά με γυναίκες ελευθέριων ηθών και κακής ποιότητας ηθική. Οι γυναίκες στα χωριά τους δεν έκοβαν ποτέ τα μαλλιά τους, τα έπελεκαν συνήθως σε κοτσίδες).
Ο Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος χειροκροτούσε αυτήν την πρακτική. Ο ΕΛΑΣ χρησιμοποιούσε την τιμωρία του κουρέματος ως αυστηρός τηρητής της εθνικής μας τιμής [...] επέβαλλε την ηθικήν τάξιν εις την κοινωνία, μέγα επίτευγμα.
Ενώ ο Θανάσης Χατζής, μάλλον σε στιγμές ενθουσιασμού θα γράψει ότι το "κούρεμα" ήταν ένα από τα πέντε επιτεύγματα του ένοπλου αγώνα, "γιατί ανέκοψε το ρεύμα εκπόρνευσης των γυναικών με τους κατακτητές" !!!
Αντιγράφω από το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεση τη συγκλονιστική σκηνή της διαπόμπευσης μιας φτωχής αγρότισσας, της Ασημίνας Μέσκαρης που για να καταφέρει να επιζήσει αυτή και τα τρία ανήλικα παιδιά της (ο άντρας της, εκδοροσφαγέας σκοτώθηκε στην Αλβανία), είχε ερωτικές σχέσεις με τους Ιταλούς. Αφηγείται η κόρη της, η Ρουμπίνη Μέσκαρη. Απολαύστε το λόγο του Μάτεση που θυμίζει Φώκνερ στις καλύτερες στιγμές του και την κινηματογραφική παρουσίαση της σκηνής η οποία με την δεξιοτεχνία που δίδεται στον αναγνώστη μοιάζει με σκηνή φελλινικής ταινίας.
Τον πήγανε στο νεκροταφείο, εγώ δεν έλαβα μέρος γιατί εκείνη τη στιγμή ήρθε το φορτηγό να πάρουνε τη μητέρα μου. Η μητέρα μου δεν έφερε καμία αντίρρηση. Το Φανούλι μας ούτε που θυμάμαι που πήγε, εγώ θέλησα ν' ακολουθήσω πλην το όχημα έτρεχε, που να το προλάβω.
Την είδα μετά από καμιά ώρα, στην κεντρική λεωφόρο, εκεί που γινόταν η κοσμική βόλτα, μέσα στο ξεσκέπαστο φορτηγό. Είχε πολύ ήλιο. Το φορτηγό ανοιχτό, και οι δοσίλογες όλες όρθιες, διψασμένες, να πιάνονται η μία από την άλλη, μην πέσουνε. Όμως φόβο να πέσουν δεν είχαν, το φορτηγό πήγαινε πολύ αργά, με βήμα σημειωτόν, για να ευχαριστηθεί όλος ό κόσμος τη διαπόμπευση. Τις είχανε όλες κουρεμένες, με ψαλίδα πού κουρεύουνε τα πρόβατα. Και η μητέρα μου ήταν κουρεμένη. Όρθια στο πίσω-πίσω μέρος, χωρίς να κρύβεται.
Κοίταζε; δεν το ξέρω.
Το φορτηγό πήγαινε πολύ αργά, είχε διαταγή ο οδηγός, αλλά ήταν και ο κόσμος πολύς, μπροστά από το όχημα, πίσω, στα πλάγια, και έτσι ο οδηγός προχώραγε αργά με προσοχή, μήπως χτυπήσει κανέναν πολίτη. Και γελώντας ανοιχτόκαρδα. Όλος ο κόσμος ήταν πολύ γελαστός, τα παράθυρα γεμάτα κόσμο, από τα καφενεία βγήκαν οι κύριοι και χάζευαν το φορτηγό. Οι περισσότεροι κρατούσαν κέρατα από τραγιά, πατσές γεμάτες αλλά ανοιγμένες, όλα δωρεάν από τα δημοτικά σφαγεία, και άλλοι κρατούσαν και κουδούνες ή τροκάνια για τραγιά, που τα βρήκαν! Μερικοί κρατούσαν σημαίες και τις κούναγαν πατριωτικά.
Σήκωναν τα κέρατα ψηλά και χόρευαν επί τόπου, άλλοι τα κρεμούσαν σαν τάμα στα πλαϊνά του φορτηγού και άλλοι βάραγαν το φορτηγό με τις ανοιγμένες πατσές. Δηλαδή τις κουρεμένες ήθελαν να βαρέσουν, αλλά δεν τις πετύχαιναν, μοναχά τις πιτσίλιζαν οι πράσινες ακαθαρσίες, πιτσίλιζαν και μερικούς τίμιους από τους γύρω, αυτοί όμως δεν θίγονταν μέσα στη γενική ευθυμία της Απελευθερώσεως, όλο χόρευαν.
Και μένα μου πασάλειψε τα χέρια ένας, ήμουνα κρεμασμένη σαν τσαμπί από το φορτηγό, όμως μόλις με βάρεσε η δεύτερη πατσά έπεσα και ακολουθούσα τρέχοντας, ώσπου ξαναβρέθηκα πίσω από το φορτηγό, η μάνα μου τώρα άκρη - άκρη, λες και ήθελε να κατέβει, πασαλειμμένη με τις πατσές, σκαρφάλωσε ένας και της πέρασε στο λαιμό δύο κέρατα δεμένα με άντερα, και ένα τροκάνι, και όλοι τότε χειροκρότησαν γύρω, εγώ όλο να τρέχω περίπου σημειωτόν.
Αυτό βάστηξε από τις δέκα το πρωί μέχρι το βραδάκι στις έξι, περάσαμε όλους τους δρόμους, κεντρικούς και απόκεντρους, εγώ δεν έφευγα. Και πολλοί κρατούσαν άδεια τενεκεδάκια και τα χτύπαγαν με πέτρες. Χτυπούσαν και οι καμπάνες. Όχι της Αγίας Κυριακής, ο παπα-Ντίνος αρνήθηκε, είχε κλειδώσει την εκκλησία.
Απογευματάκι περάσαμε και από το ζαχαροπλαστείον «Η Βενετία», εκεί έτρωγαν πάστες και λουκουμάδες προπολεμικώς οι καλές οικογένειες των Επάλξεων. Επί Κατοχής βέβαια σέρβιρε μόνο μουσταλευριά, πολύ αραιωμένη, σε μικρά πιατάκια. Και ευτυχώς που έπεσα μπροστά στο ζαχαροπλαστείον «Η Βενετία», διότι καθόταν σε τραπεζάκι με παρέα η κυρία Μανώλαρου και φώναξε μην το ποδοπατήσετε το παιδί Γκαρσόν! Και όταν συνήρθα ένα γκαρσόνι με κατάβρεχε με μία κανατά. Η κυρία Μανώλαρου είχε όνομα κύρους.
Και μου λέει πήγαινε σπίτι σας εσύ παιδί μου, τι γυρεύεις εδώ, πήγαινε σπίτι σας, δεν κάνει να τα βλέπεις αυτά, θα τα θυμάσαι όλη σου τη ζωή, γύρνα σπίτι σας και μη στενοχωριέσαι πολύ, μια μέρα είναι αυτή, θα περάσει, το βράδυ θα τις αφήσουν...
Και αυτό με ανακούφισε. Θυμόμουνα και μια κουβέντα της κυρίας Κανέλλως στη μητέρα μου, εσύ μπορεί να έγινες προσωρινώς πουτάνα, άλλα έγινες για λογούς χριστιανικούς και ηθικούς. Η μητέρα μου ποτέ δεν είχε παραδεχτεί πως είχε γίνει πουτάνα επειδή είχε δύο Ιταλούς. Όμως ήταν αγράμματη και σεβάστηκε τη γνώμη της κυρίας Κανέλλως. Και εφόσον η κυρία Κανέλλω την όρισε στις πουτάνες, η μητέρα μου έπαθε μία στενοχώρια αλλά το αποδέχτηκε.
Και έτσι, όταν σταμάτησε το φορτηγό να την παραλάβει για τη διαπόμπευση, η μάνα μου ανέβηκε στο φορτηγό σχεδόν με προθυμία, και ούτε σκέφτηκε πως την αδικούσαν με αυτή την τιμωρία που της έβαλαν.
Κι εγώ πήρα την κανάτα με το νερό απ' το γκαρσόνι κι έτρεξα και πρόλαβα ξανά το φορτηγό και σκαρφάλωσα και πότισα τη μάνα μου, όλη μέρα κάτω από τον ήλιο και κουρεμένη, μη μου πάθει και τίποτα, έλεγα. Και μετά ο ήλιος έγινε πολύς, παρόλο που έπιανε πλέον απόγευμα, γινόταν ο ήλιος πολύς και δεν θυμάμαι άλλα από τη διαπόμπευση.
“Θυμάται αλλά δεν τα λέει”, φανέρωσε στον γιατρό Μανώλαρο ένα μήνα μετά μία κοινή γυναίκα που την διαπόμπευσαν κι αυτή στο ίδιο όχημα, αυτή όμως ήταν δηλωμένη με βιβλιάριο επάγγελμα «άσεμνος κοινή γυναίκα» τι παραπάνω είχε να χάσει με τη διαπόμπευση;
Τότε ένας τίμιος που κρατούσε και μια σημαία, καβάλησε διχάλα στο φορτηγό και άρχισε να σπάει κλούβια αυγά πάνω στα κεφάλια καθεμιανής από τις διαπομπευόμενες, και ο κόσμος από γύρω τον χειροκροτούσε, είχαν και πολύ καιρό να δουν κινηματογράφο ή περιοδεύοντα θίασο και διασκέδαζαν, φιλοθεάμονες. Ο τίμιος υποκλινόταν, σαν κονφερανσιέ στο κοινό του, ή σαν δήμαρχος, κάθε πού έσπαγε έναν κλουβίτη στο κεφάλι κάθε κουρεμένης. Ρε συ, από κλώσα τα βούτηξες; του φώναξε κάποιος που τον καμάρωνε, και το κοινό γέλασε πιο δυνατά και γενικώς επικρατούσε το κέφι για την απελευθέρωση μας και ένας φώναξε ζήτω.
Η νεαρή Μέσκαρη Ρουμπίνη έτρεχε, σχεδόν κολλημένη στο πίσω μέρος του καμιονιού, τώρα το αμάξι είχε λιγάκι ανοίξει ταχύτητα, καί αποπάνω της όρθια στητή η μητέρα της.
Η Ρουμπίνη κρατούσε υψωμένη την κανάτα να τη φτάσει να πιει η μητέρα της. Τότε η μητέρα της έλαβε την κανάτα, άλλα δεν ήπιε μόνο ένιβε το πρόσωπό της και τον γιακά της νοικοκυρεμένα να τα παστρέψει από τις ακαθαρσίες και τη στάχτη. Τότε ο τίμιος της άρπαξε την κανάτα κι έχυσε το υπόλοιπο νερό καταπάνω στον κόσμο γύρω, ο κόσμος γέλασε βουερά και φώναζαν ζήτω ζήτω, οι καμπάνες να χτυπάνε, ο τίμιος είχε φτάσει τώρα δίπλα στη μητέρα της Ρουμπίνης Μέσκαρη και της έσπασε τον κλουβίτη στο κεφάλι και τα ζουμιά έτρεξαν στον σβέρκο της και ο κόσμος σπάραξε από γέλιο και τότε η νεαρή Μέσκαρη Ρουμπίνη γαντζώθηκε στο φορτηγό και μάλιστα σκαρφάλωσε λίγο.
Τότε ο τίμιος με τη σημαία σαλτάρισε από τα πλάγια και κατέβηκε από το φορτηγό και το πλήθος τον επιδοκίμασε με εύθυμα χειροκροτήματα. Τότε η Μέσκαρη Ρουμπίνη έπαθε μια ελευθερία. Άρχισε να χειροκροτάει επίσημα και μετά ανακοίνωσε αυστηρά στο πλήθος “Ζήτω η Μητέρα μου η ΜέσκαρηΑσημίνα, Ζήτω η Μητέρα μου η Ασημίνα”. Και το πλήθος χειροκροτούσε με σπαραχτικά γέλια, ήτανε σαν παράσταση από θίασο βαριετέ. Η Μέσκαρη Ρουμπίνη δεν έκλαιγε μόνο έβγαζε αφρούς από τα μάτια της.
Και μονάχα τότε ύψωσε φωνές η μητέρα της Ρουμπίνης Μέσκαρη, αλλά μονάχα φωνή, ήχο δηλαδή.
Και κάποιος πολίτης της πέταξε από κάτω μία βρεγμένη πατσαβούρα βουτηγμένη με στάχτες και την πέτυχε στα μάτια. Και η Μέσκαρη Ρουμπίνη γαντζωμένη στο πίσω μέρος του φορτηγού γύρισε προς το κοινό κάτι να τους ανακοινώσει όμως δεν μπορούσε να μιλήσει και έτσι άρχισε να γαυγίζει σαν σκύλος σερνικός αδικημένος.