Ο διαχημιστής αυτός ήταν υπέρογκος επειδή διαχείμαζε σε σπήλαια αρμούδων και ήταν υποδρεωμένος να κάνει χρήση άφθονης γδούνας. Ετρωγε μπόλικο μέλι, τόσο που έβαζε και στη σαχλάτα. Ετρωγε και μακαδρόνια κάπου κάπου, όταν πέρναγε από οικοβρομές και τον έβαζε στο μάτι του κυκλώνα κάνας εργάμης. Με κιμά, οπωσδήποτε, και με σάλτσα ναποβλητάνα ή μαγέρα, άμα λάχαινε. Αμα λάχαινε, έτρωγε και λαγανάκια Βρυχελών με μαγκωνέζα από πάνω. Από κάτω έβραζε λίγο σαχλαμάκι εν τούτω νίκας. Με αυτο τον τρόπο είχε γίνει υπέρογκος, αλλά είχε βγάλει στόκο να λεπτύνει. Μόλις θα έκοβε το τσιγδάρο, ήταν σίγμουρος ότι θα το πετύχαινε. Ελα όμως που δεν έβρισκε πίπα για να το κόψει, διότι, ως γνωστόν, με πίπες κόβονται τα τσιγδάρα. Οσο πίπες είναι και αυτά που γράφονται από τη μύρα. Ο,τι γράφει στο τεντζέρι της, δεν ξεγράφει. Μόνο άμα καίγεται το τεντζέρι και πιάνουν φωτιά τα κάρδουνα, μόνο τότε κάτι μπορεί να γδίνει. Αμέ! «Και τώρα ελάτε με το γουρλομανδύα!» φωνάζει ο διαχημιστής, αλλά ποιος τον ακούει...
-->> παλιό, απο εδω
2 σχόλια:
κέλεγα πως θα κοπσω το τσιγάρο...
ωστε αυτο ειναι ολο, να αρχισω τας πίπας!
και μετα πως θα κοπσω τας πίπας?
αλλα παλι αμφιβολον το αποτελεσμα, γνωριζω αρκετας κυριας διοτι αι οποίαι και πιπας κανουν και το τσιγαρο καπινίζουν
μπερδεγουέη....
Αμα τό'χει η μύρα σου, τίποτα δεν κοβεται... Το θεμα ειναι να μη γραφτει στο τεντζέρι ;)
Δημοσίευση σχολίου