Σελίδες

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

η Αννέτα η βαφτισιμιά μου -Ι-


Η Αννέτα με φώναζε νουνά της, επειδή ήθελα να τη βαφτίσω και να την εκπολιτίσω το συντομότερο, μπας και γλύκαινε κιόλας η αγριοφωνάρα της που με τρόμαζε περισσότερο κι από τα φοβερά της δόντια. Τα δόντια της Αννέτας βρισκόντουσαν εγκατεστημένα μέσα σε ένα στόμα που δε θυμάμαι να το είχα δει ούτε μια φορά κλειστό.

Ολο ανοιχτό ήταν το στόμα της και γέλαγε δυνατά όταν δεν μιλούσε κραυγάζοντας, κι είχε και κάτι χείλια βαμμένα κατακκόκινα, κι όταν με φίλαγε σταυρωτά με γέμιζε σάλια και κοκκινάδια, κι εκείνη την ώρα που δήλωσα ότι θα τη βαφτίσω να γίνει χριστιανή και να μοιάσει με μας και να μη ξαναφάει ανθρώπους... ε, τότε με άρπαξε στην αγκαλιά της και με φίλαγε χορεύοντας και πηδολογώντας και κράζοντας «η νουνά μου! η νουνά μου! πότε θα με βαφτίσεις νουνάκα μου;» και δώστου χοροπηδητό και γέλια. Ευτυχώς, η γιαγιά μου με έσωσε, όταν έπαψε να γελάει κι εκείνη και «άντε, αρκετά Αννέτα μου, ανακατεύεται το παιδί» είπε και με πήρε να με βάλει για ύπνο.

Οταν ερχόταν η Αννέτα στο σπίτι της γιαγιάς μου, γινόταν κάτι σαν πανηγύρι. Πρώτα, φρόντιζε τον άρρωστο που υπήρχε -ήταν νοσοκόμα η Αννέτα, με δίπλωμα μάλιστα- του έκανε ένεση συνήθως, ή του έπαιρνε αίμα να το πάει για εξέταση, ή ό,τι άλλο είχε ανάγκη. Συχνά, ξαγρυπνούσε δίπλα στον άρρωστο, παίρνοντας τη θέση της γιαγιάς ή της θείας της Μιμίνας. Κατόπιν, αφού πλενόταν σχολαστικά «η καταριότητα είναι μισό αρκοντιά λέμε μείς το κανίμπαλοι στο πατρίντα μου, κατάλαβεsh;» συνήθιζε να λέει παχαίνοντας το σίγμα στο τέλος της λέξης αυτής, που την κόλλαγε σε οποιαδήποτε φράση κάθε τρεις και λίγο. Μετά, ερχόταν κοντά μου, με αγκάλιαζε και μου τραγουδούσε ένα τραγούδι(*) από την πατρίδα της, τη Βουλγαρία.

Κατόπιν, αν ήταν μεσημέρι ή βράδυ, καθόταν στην τραπεζαρία να φάει μαζί μας, σημάδι πως μια νοσοκόμα είναι κάτι τι το σπουδαίο. Η γιαγιά μου δεν άφηνε τον καθένα να κάθεται στο τραπέζι για φαγητό, παρά αν ήταν κάποιος του σπιτιού ή κάποιος σημαντικός άνθρωπος. Η Αννέτα λοιπόν, ήταν σημαντική, αν και κανίβαλος αγριάνθρωπος από τη Βουλγαρία. Δεν το χώραγε το μυαλό μου, αλλά «για να το λέει η γιαγιά κάτι παραπάνω θα ξέρει» σκεφτόμουν και δεν με απασχολούσε άλλο. Με απασχολούσε όμως μάλλον -πώς αλλιώς θα σκεφτόμουν να τη βαφτίσω;

Αυτή η ιδέα είχε καρφωθεί στο τετράχρονο μυαλουδάκι μου μετά από μια σοβαρή συζήτηση μαζί της, όταν προσπαθούσα να λύσω το μυστήριο, πώς δηλαδή μια τόσο χαρούμενη και καλή γυναίκα και μάλιστα νοσοκόμα με δίπλωμα (αυτό το δίπλωμα δεν το καταλάβαινα, αλλά δεν είναι του παρόντος να το εξηγήσω) να μιλάει με αυτή τη βαρειά προφορά και να είναι τόσο πολύ βαμμένη και να έχει και τόσο μεγάλο στόμα με τεράστιες δοντάρες μέσα του.

- Γιατί Αννέτα έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
- Γκιαντί στο πατρίντα μου το Βουλγκάρια τρώμε κρέας ωμό.
- Τρώτε και ανθρώπους;
- Βέβαια, αφού είμαστε κανίμπαλοι! Κατάλαβεsh;

Εκεί ακριβώς σα να ζάρωσα, οπότε τό'σωσε «εντώ εγκώ ντεν τρώω πια αντρώποι, μη φοβάσαι, και ντεν με αρέσει να τρώει παιντιά μικρά.»

- Αλλά τρως κρέας ωμό;
- Οκι, και αυτό το έκοψα, εντώ ντεν έκει καλό κρέας ωμό, μόνο Βουλγκάρια έκει.
- Και γιατί μιλάς τόσο άγρια;
- Επειντή έκω μεγκάλο στόμα και βγαίνουν τα λόγκια πολύ ντυνατά, σαν καμπάνα. Κατάλαβεsh;
- Και γιατί βάφεσαι τόσο πολύ;
- Στο κανίμπαλοι αρέσει πολύ ζωγκράφισμα στο μούτρο, την άλλη φορά τα σου φέρει ένα βιβλίο να ντεις.

Η Αννέτα έμενε σε ένα σπίτι πολύ κοντά στο σπιτι της γιαγιάς μου, μόνο που ήταν πιο μικρό, αλλά είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη. Μια μέρα πήγαμε σπίτι της μαζί με τη γιαγιά μου και έβγαλε ένα μεγάλο βιβλίο με ζωγραφιές και μου έδειξε κανίβαλους. Κάτι κατάμαυρους ανθρώπους με κόκκαλα στα μαλλιά τους και γδυτούς να παίζουν τύμπανα. Ολο το σώμα τους είχε ζωγραφιές και φορούσαν πολλά σκουλαρίκια βαρειά και τα αφτιά τους κρεμόντουσαν σαν λάστιχα. Είχαν μεγάλα στόματα με παχειά χείλια, σαν της Αννέτας. Μόνο που η Αννέτα ήταν κοκκινομάλλα με κάτασπρο δέρμα.

- Αυτό είναι κανίμπαλοι.
- Αλλά εσύ δεν είσαι μαύρη.
- Επειντή προσπατώ να γκίνω άντρωπος σαν και σας και ασπρίζω σιγκά σιγκά. Κατάλαβεsh;
- Είσαι κάτασπρη τώρα! μόνο η φωνή είναι άγρια.
- Είντες; το προσπάτεια ντεν πάει καμένο. Κατάλαβεsh; Αμα βρω και ένα νουνό να με βαφτίσει...

Εκεί πάνω, μου κατέβηκε η ιδέα να τη βοηθήσω να συντομέψει τον εξανθρωπισμό της. «Η καημένη η Αννέτα, δεν μπορεί να βρει μια νονά ή ένα νονό να τη βαφτίσει!» σκεφτόμουν. Ετσι, ένα βραδάκι που ήρθε στη γιαγιά, της δήλωσα περήφανα:

- Εγώ θα σε βαφτίσω!

Δεν το χώραγε ο νους μου ότι μπορεί ένας άνθρωπος να είναι αβάφτιστος. Ούτε το ότι τη φωνάζαμε Αννέτα με έκανε να αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά της και την ανάγκη της να βαφτιστεί πάση θυσία. Ετσι, άρχισε το πανηγύρι που ανέφερα πιο πριν. Περιττό να αναφέρω ότι η Αννέτα με φώναζε νουνά της ως τα βαθειά της γεράμματα.


________________
ΣΗΜ.1. Το θυμάμαι καλά αυτό το τραγουδάκι, τον ήχο δηλαδή, γιατί για τα λόγια δε μπορώ να είμαι καθόλου σίγουρη, αν και μου το είχε τραγουδήσει και όταν μεγάλωσα πια -λίγο πριν πεθάνει.
ΣΗΜ.2. πρωτοανεβηκε εδω: -->> http://rodiat4.blogspot.com/2007/01/blog-post_11.html

11 σχόλια:

ILIAS είπε...

Για να την αφήνει η γιαγιά να κάθεται να τρώει μαζί σας πάει να πεί οτι η Αννέτα αγαπούσε τη γιαγιά και τη φρόντιζε και αυτό ήταν αμοιβαίο. Σπάνιο να βρίσκει κανείς τόσο ωραίους "αγριάνθρωπους". Καλά έκανες και τη βάφτισες. Αλήθεια ζεί ακόμα; έμεινε Ελλάδα, ή γύρισε πίσω στη Βουλγαρία; Πάντως πολύ όμορφη ιστορία και καλογραμμένη

Καλό Σαββατοκύριακο!

Rodia είπε...

Επισης καλο Σ/Κ Εκτορα :-)
Εχω πολλες ιστοριες με/για την Αννετα. Αραια και που θα ανεβαζω, τωρα μαλιστα που αποφασισα καθε Σαββατο να ποσταρω κι απο μια ιστορια/διηγημα/παραμυθακι/κλπ.. ε, καποτε θα ανεβει και αλλη ιστορια γι αυτη την υπεροχη γυναικα με την παραξενη ζωη.

Ανώνυμος είπε...

Γνωστό το όνομα...
Πες μας στην επόμενη ιστορία σε παρακαλούμε αν η Ανέττα έφερε την οικογένεια της, έμεινε τελικά στην Ελλάδα κι έχουν τώρα εξοχικό στην Κινέτα.

Rodia είπε...

Αφου το ονομα σου ειναι γνωστο, γραψε κι εσυ μια ιστορια αγαπητε Λουκ.
Τη δικη μου την εχω γραψει (ολοκληρη!) και θα την ανεβασω οποτε θελω -και ΑΝ.

An-Lu είπε...

Εκπληκτική ιστορία ;-)

Ανώνυμος είπε...

Γνωστό το όνομά μου σε σένα αγαπητή Ροδιά;

Ξέρεις δεν χρειάζεται να ανεβάσεις την ιστορία σου ολόκληρη και σε αποσπάσματα καλή είναι.

Υ.Γ.
Δεν γράφω ιστορίες κορίτσι αλλά Ιστορία.

Rodia είπε...

~~Merci γοργονιτσα μου:-)))

Rodia είπε...

~~Λουκυ, να γιατι ο γραπτος λογος θελει προσοχη: αντι "Αφου το ονομα σου ειναι γνωστο" επρεπε να γραψω "Αφου γνωριζεις το ονομα".

Ανώνυμος είπε...

Ά έτσι πες και για μια στιγμή νόμισα ότι είσαι Ροδιά μέ αστυνομικά γαλόνια.

Ανώνυμος είπε...

Τι διαφορά κάνει μια στίξη μετά τό όνομα!

hnioxos είπε...

Πολύ όμορφη ιστορία αλλά νομίζω ότι είναι πολύ όμορφος ο τρόπος που την αφηγείσαι Ροδιά!
Σίγουρα μοιάζει πάντως σα να έχει συνέχεια. Ανυπομονώ να τη διαβάσω!

Cheers