Μια φορά, ήταν μια γυναίκα που δεν έκλανε. Θα μπορούσε να ήταν ένας άντρας που δεν έκλανε, αλλά αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο. Στους άντρες αρέσει να κλάνουν και συχνότατα κάνουν και διαγωνισμό κλανιάς και μάλιστα σε ώρες εργασίας -όταν οι γυναίκες απουσιάζουν, φυσικά. Για τούτο προτίμησα να βάλω μια "γυναίκα που δεν έκλανε" στη μικρή μου ιστορία. Ηδη, τη σκεφτομαι πολύ παράλογη αυτή την ιστορία, μη κάνω όμως και υπερβολές! Ας κρατηθεί μια ισορροπία τεσπα.
Η γυναίκα που δεν έκλανε, είχε διδαχτεί περί κλανιάς απο μικρή ηλικία, από τα νηπιακα της χρόνια. Είχε μάθει δλδ πόσο κακό είναι να κλάνει κανείς, ιδιαίτερα ένα κοριτσάκι που κάποτε θα μεγάλωνε και θα γινόταν μια πεντάμορφη κοπέλα και, αργότερα, μια όμορφη και κομψή κυρία.
Στο σπίτι, τη διαπαιδαγώγηση αυτή την είχαν αναλάβει όλα τα θηλυκά που την περιστοίχιζαν: η μάνα, οι γιαγιάδες, οι θείες, οι ξαδέρφες. Στο σχολείο, οι δασκάλες και οι συμμαθήτριες. Για να κάνει παρέα με ένα κοριτσάκι της ηλικίας της, το πρώτο ερώτημα που έβαζε ήταν «μήπως κλάνεις;» και, σε θετική απάντηση, απέρριπτε τη φιλία, ακόμα και την απλή συναναστροφή, με τέτοιου είδους κορίτσια. Ετσι την είχαν μάθει και της άρεσε κιόλας.
Υπερηφανευόταν γι αυτό το ιδίωμά της. Θεωρούσε ότι ήταν μια εξαιρετική συμπεριφορά, μια δοκιμασία για λίγους και εκλεκτούς, ένας τρόπος που υποδείκνυε την ανωτερότητά της μπροστά στον υπόλοιπο κλανιάρη και, ως εκτούτου, βρωμιάρη κόσμο. Στην αρχή, βεβαια, το συγκράτημα της εξαγωγής των αερίων από το τελευταίο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, ήταν κάτι τι οδυνηρό. Σφιγγόταν, πονούσε, κοκκίνιζε, συστρεφόταν, αλλά πετυχαινε να μη κλάσει. Και καμάρωνε ανακοινώνοντας αρχικά με ζωηρή φωνή το επίτευγμά της «μαμά, δεν έκλασα!» και αργότερα, όταν κατάλαβε ότι αυτό το θέμα είναι ιδιωτική της υπόθεση, καμάρωνε απο μέσα της.
Μεγαλωνε λοιπόν, αλλά παράλληλα φούσκωνε κιόλας. Στα δέκα της χρόνια ήταν ήδη σαν μπαλόνι. Την πήγαν στο γιατρό και εκείνος συνέστησε δίαιτα, φρούτα και λαχανικά και τέτοια. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ότι ήταν εμποδισμένη μια φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού από μια εξαιρετικά προσεγμένη και επίμονη διδαχή, ότι η απαγόρευση της κλανιάς είχε γίνει στη μικρή βίωμα εξ απαλών ονύχων;
Με την αύξηση φρούτων και λαχανικών στο μενού, η κατάσταση επιδεινώθηκε μια και, όπως ξέρουμε, τα φυτικά τρόφιμα παράγουν πολύ περισσότερα αέρια από τα υπόλοιπα. Ετσι, το κορίτσι φούσκωσε περισσότερο. Στα δεκαεφτά ήταν πια ένα τέρας. Το παράξενο για τους συγγενείς και όσους τη γνώριζαν ήταν ότι το βάρος δεν ήταν τόσο που να δικαιολογεί τον όγκο του σώματος. Είχε φυσιολογικό βάρος για το ύψος της, μάλλον προς το αδύνατο θα την έλεγε κανείς αν δεν ήταν τόσο φουσκωμένη.
Ξαναπηγαν στο γιατρό, πήγαν και σε ειδικό διαιτολόγο, αλλά τίποτα. Καμμιά δίαιτα δεν είχε επιτυχία. Η κοπέλα φούσκωνε όλο και περισσότερο. Στα είκοσι πλέον, τα αέρια είχαν διαπεράσει το πεπτικό σύστημα (φαινόμενο διαπίδυσης) και είχαν αρχίσει να διοχετεύονται προς άλλα συστήματα. Πρώτα, έθιξαν το κυκλοφορικό, αρτηρίες και φλέβες γίναν τούμπανο και ακουγόταν το αίμα να ρέει σαν χείμαρρος μέσα τους, ενας θόρυβος που μπορούσε να ακουστεί και από κάποια απόσταση. Μετά, σειρά είχε το νευρικό σύστημα. Τα νεύρα κόντευαν να παραλύσουν, η κοπέλα ένοιωθε ένα διαρκές μούδιασμα και δύσκολα μπορούσε να μετακινηθεί.
Ολα αυτά, τα άντεχε με στωικότητα, μέχρι που τα συμπιεσμένα αέρια έφτασαν να προσβάλλουν το δέρμα, έβρισκαν μια υποτυπώδη διέξοδο από τους πόρους του δέρματος και, μια και είχαν γίνει εξαιρετικά βρωμερά, οι πόροι ανέδυαν μιαν απαίσια οσμή. Κανείς δεν την πλησίαζε κοντύτερα από τα είκοσι μέτρα τουλάχιστον. Ηταν σαν κινούμενος απόπατος -όσο μπορούσε να κινηθεί δηλαδή.
Εντωμεταξύ, η περίπτωσή της είχε γίνει αντικείμενο επιστημονικών συνεδρίων, την παρακολουθούσαν πλέον όχι απλοί γιατροί αλλά καθηγητές πανεπιστημίων και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, αρκετές διατριβές είχαν γίνει επάνω στην παράξενη αυτή και μοναδική ασθένεια. Μέχρι που κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να τη στείλει σε ψυχαναλυτή, στον οποίο εκείνη εμπιστεύτηκε το μεγάλο μυστικό της: «γιατρέ μου, δεν κλάνω, δεν έκλασα ποτέ μου, δεν θυμάμαι δηλαδή να έκλασα ποτέ μέχρι τώρα» του είπε και ο γιατρός κόντεψε να πάθει εξάρθρωση της σιαγόνας από το τρελό γέλιο που τον συντάραξε. Επειδή όμως ήταν καλός γιατρός, αν και ψυχίατρος, συγκρατήθηκε και είπε στην "ασθενή" ότι θυμήθηκε κάποιο ανέκδοτο που του είχαν διηγηθεί την προηγούμενη μέρα.
Ο ψυχίατρος, ναι μεν ήταν καλός γιατρός αλλά ήταν παράλληλα κακός συνάδελφος κι έτσι δεν αποκάλυψε το μυστικό στους συναδέλφους του μελετητές της παράξενης ασθένειας. Ηθελε όλη τη δόξα δική του. Με το μαλακό λοιπόν, χωρίς να βιάζεται καθόλου, συνέχισε τις συνεδρίες με την γυναίκα που δεν έκλανε ποτέ. Ισως να ήταν σκόπιμη κιόλας αυτή η συμπεριφορά, να μη της αποκαλύψει δηλαδή ότι η εξαγωγή των αερίων είναι φυσιολογικό πράγμα και ότι η συγκράτησή τους δεν είναι κανένα κατόρθωμα, γιατί έτσι θα αναποδογύριζε τον κόσμο μέσα στον οποίο είχε ζήσει αυτή η γυναίκα μέχρι τότε και δεν μπορούσε να προδικάσει το αποτέλεσμα ενός τόσο τραυματικού σοκ.
Επίσης, σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο θα έκανε την αποκάλυψή του. Θα έπρεπε να οργανώσει πολύ μεθοδικά την ανακοίνωση που θα έκανε σε ένα διεθνές συνέδριο, να έχει κρατήσει μετρήσεις, στατιστικά στοιχεία, ποσοστά, όλα αυτά δηλαδή που κάνουν μια μελέτη αξιόπιστη. Ετσι, πύκνωσε τις συνεδρίες και έβλεπε τη γυναίκα πολύ συχνά, κάποτε και δυο φορές τη μέρα και δωρεάν μάλιστα, μια και οι οικονομίες της οικογένειάς της κόντευαν να εξανεμιστούν. Δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του με τη μισή αλήθεια, ότι μελετάει εκτενώς και σε βάθος τη περίπτωση και ότι συντομα θα υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Απέκρυψε φυσικά το δικό του όφελος, το ότι θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός ως ο μεγάλος θεραπευτής. Αυτό, άλλωστε, δεν είχε καμμιά σημασία για τη γυναίκα και τους συγγενείς, αφού θα απαλλασόντουσαν απο το χρόνιο πρόβλημα. Θα κέρδιζε ο γιατρός, αλλά θα κέρδιζαν και αυτοί -ιδίως η γυναίκα.
Κάποτε όμως, συμβαίνει να μη θέλει κάποιος να ωφεληθεί αν γνωρίζει πως μαζί με αυτόν θα ωφεληθούν και άλλοι. Ετσι, πολύ καλά έκανε ο γιατρός -δεινός γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς- και δεν ανακοίνωσε πόσο πολύ μεγάλη ωφέλεια θα είχε και ο ίδιος. Σε στιγμές μεγαλοψυχίας μάλιστα, έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται να προσφέρει τμήμα των οικονομικών του απολαβών εξαιτίας της συγκεκριμένης περίπτωσης στη γυναίκα πειραματόζωο. Μπα, μετά από δεύτερη σκέψη το απέρριπτε εντελώς. Ούτε κουβέντα θα έβγαζε απο το στόμα του, ούτε φράγκο απο τη τσέπη του.
Η γυναίκα που δεν έκλανε είχε φτάσει αισίως στην ηλικία των εικοσιτριών χρόνων παρά κάτι και δεν ήταν κι από μάρμαρο. Οι συνεχείς επαφές με το γιατρό ξύπνησαν κάτι που κοιμόταν μέσα της, ένα συναίσθημα ξεχασμένο -καταπιεσμένο ή, μάλλον, άγνωστο- και άρχισε να τον συμπαθεί πολύ. Αλλά και ο γιατρός τη συμπαθούσε, όπως συμπαθεί κάποιος ένα ζωάκι, μια γατούλα ή έναν ελέφαντα. Τον συμπάθησε τόσο πολύ που δεν τον απέρριψε μια μέρα που τον άκουσε να κλάνει. Μάλιστα. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας, ακούστηκε μια ηχηρή κλανιά να σκίζει τη δερμάτινη επένδυση της καρέκλας του γιατρού. Η γυναίκα ντράπηκε για λογαριασμό του, αλλά δεν το έδειξε. Δεν μύρισε και τίποτα, μια και η δική της βρωμερή οσμή σκέπαζε τα πάντα.
«Ακουσες τι έκανα τώρα;» ρώτησε ο γιατρός και κείνη απάντησε «μα, κλάσατε! και μαλιστα θορυβωδώς.» Εκείνος όμως επέμενε λέγοντας «αμόλησα μια ηχηρή πορδή! αυτό έκανα. Για πες κι εσύ τη λέξη "πορδή"» αλλά η γυναίκα «δεν μπορώ, δεν μπορώ ακόμα» είπε. Τελοσπάντων, με τα πολλά, ξεκίνησαν ένα μάθημα γλωσσολογίας περί των ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων, όλων των λέξεων που τριγυρνούν γύρω από την εξαέρωση του πεπτικού συστήματος. Μετά από μερικές συνεδρίες, εκείνη άρχισε να το σκέφτεται στα σοβαρά να επιτρέψει στον εαυτό της να κλάσει έστω για μια φορά.
Αυτή τη σκέψη όμως δεν την είπε στο γιατρό της, που ίσως να λάβαινε κάποια μέτρα, έτσι, μια μέρα, ενώ βάδιζε στο δρόμο προς το ιατρείο, εγκατέλειψε τη συστολή της και επέτρεψε στο κόλον έντερον να εκδηλώσει τη σφοδρή του επιθυμία, αυτό που επιθυμούσε εδώ και χρόνια και ο εγκέφαλος δεν του επέτρεπε να πράξει. Με δυο λόγια, η γυναίκα που δεν έκλανε αμόλησε μια τρομερή πορδή και σείστηκε το σύμπαν γύρω της. Τρίξαν τα τζάμια στα παράθυρα, μέχρι και στα ρετιρέ των πολυκατοικιών. Ο τόπος βρώμισε λες και βράζαν χταπόδι κι ακόμα χειρότερα, σαν να περνούσε το βυτιοφόρο "Ο Αχόρταγος" με ανοιχτό το καπάκι ή σα να κάναν παρελαση τα σκουπιδιάρικα του Δήμου τίγκα στο σκουπίδι.
Εκτός αυτού, η γυναίκα ξεφούσκωσε απότομα, όπως ακριβώς ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι που του αφήνεις ελεύθερο το στόμιο. Ξεφουσκώνοντας, πεταξε ψηλά στον αέρα, έφερε μερικές σβουριχτές βόλτες πηγαίνοντας όλο και ψηλότερα, και στο τέλος χάθηκε στα σύννεφα. Ετσι, έχασε ο γιατρός το αντικείμενο της διατριβής του, η γυναίκα που δεν έκλανε -αλλά τελικά έκλασε- τη ζωή της, οι γονείς τη κορη τους και οι επιστήμονες του διεθνούς συνεδρίου μια εξαιρετική επιστημονική ανακοίνωση.
Εκεί ακριβώς, επενέβη ο παπάς της ενορίας και δήλωσε ότι η γυναίκα που δεν έκλανε ήταν υπόδειγμα ηθικής και σίγουρα πήγε στον παράδεισο -κατευθείαν, χωρίς τη μεσολάβηση του Χάρου. Τη στιγμή μάλιστα που δεν βρέθηκε σώμα για να ταφεί, είχε συμβεί ένα θαύμα. Απλά πράγματα.
ΣΗΜ.1. στους στενόμυαλους αναγνώστες πρέπει να εξηγήσω ότι η ιστορία είναι φανταστική και ότι το πεπτικό σύστημα δεν έχει καμμια σχέση με το κυκλοφορικό ή/και με το νευρικό, καθώς επίσης ούτε και με το δέρμα.
ΣΗΜ.2. στους πιο ανοιχτόμυαλους, συνιστώ να διαβάσουν το κείμενο μεταφορικά, δηλαδή σχετικά με ανθρώπινες συμπεριφορές, κλπ.
ΣΗΜ.3. οι εξαιρετικά ανοιχτόμυαλοι δεν χρειάζονται υποδείξεις. Διαβάζοντάς το, θα το μεταφέρουν σε παγκόσμια κλίμακα σχετίζοντάς το με γεγονότα, φιλοσοφίες, κινήματα, κλπ.
ΣΗΜ.4. γραφτηκε τη νύχτα εδω: -->>
.