και που λές, μια μέρα ξυπνήσαν οι νορβηγοί κι είπανε "ας πάμε να κάνουμε κανα καλό στην Αφρική, σκουριάσαμε δω πέρα" και κινήσανε και πήγαν σ' ένα χωριό όπου είχε πέσει ξηρασία κι είχανε ψοφήσει όλα τα ζωντανά κι οι αθρώποι σε μαύρη φτώχεια, πείνα και δυστυχία βρισκόντανε και είπαν μόλις είδανε τα νορβηγά "αχ, αυτούνοι οι καλοί αθρώποι θα μας σώσουνε" και κάναν γλέντια και χαρές και ξεφάντωσες πολλές με τα φαγιά των νορβηγών και νά 'σου αγκαλίτσες και φιλάκια, αλλά οι βόρειοι δεν γνωρίζανε τίποτα από ζώα και βοσκοτόπια, μονάχα για ψάρια ήτανε καλά κατατοπισμένοι κι έτσι ψάξαν ένα γύρω και βρήκανε μια λίμνη εκεί κοντά που είχε ψαράκι μπόλικο και νόστιμο, ποιότης πρώτη που λένε, και βαλθήκανε να διδάξουνε στους βοσκούς την τέχνη της ψαρικής κι οι βοσκοί, (προκειμένου να πεινάνε) δοκιμάσαν το ψαράκι και το βρήκανε καλό και το εντάξανε στην κουζίνα τους με άνεση.
Αρχίσανε οι ντόπιοι να ψαρεύουν με μανία, να ξεραίνουνε τα ψάρια και να τα εξάγουν σε κοντινές πόλεις, σε πολυτελή εστιατόρια, ντελικατέσσεν που λένε, κι όλα πηγαίνανε πρίμα έξτρα γκουτ, μέχρι που οι βόρειοι το προσέξανε αυτό και καταχάρηκαν. Χαρήκανε το λοιπόν οι νορβηγοί, πολύ χαρήκανε, τόσο που είπανε να σιάξουν έναν τόπο να παγώνουνε τα ψάρια να αναπτυχθεί περισσότερο το εμπόριο και μαζί του οι καλοί αφρικάνοι, αλλά αντί να σιάξουν ένα μεγάλο ψυγείο, ας πούμε, που να μπορεί να λειτουργεί με μπαταρίες, λέμε τώρα, ανασκουμπώθηκαν (μελέτες, μηχανικάρες, τσιμέντα, κλπ) φωνάξαν και τα γερμανά που είναι μανούλες στα κατασκευαστικά έργα, να φάνε τπτ κι αυτά, και σηκώσαν μια εργοστασιάρα καταψύξεως με τέλεια πορτοπαράθυρα και προβόλους, να τη βλέπεις και να χάσκεις από την μοντερνιά της (παρεμπιπτόντως, βρήκανε δουλειά στο χτίσιμο και εξειδικεύτηκαν πολλοί ντόπιοι) αλλά όταν πήγανε να βάλουν μπρος τα μηχανήματα, ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και το εργοστάσιο δεν ήτανε δυνατό να λειτουργήσει με μπαταρίες. Τόσο καλή μελέτη και προετοιμασία λέμε.
Ούτε που πέρασε μια στιγμούλα από το μυαλό τους (αυτό το μαλακό πράμα που υπάρχει στα βόρεια κεφάλια, δλδ) ότι εκειπέρα δεν ήτανε Νορβηγία, Αφρική ήτανε και η δουλειά πήγε στράφι, εκτός από τους ειδικευμένους εργάτες που μετανάστεψαν γρήγορα γρήγορα να πάνε σ' άλλες πολιτείες να βρούν δουλειά, όχι που θα καθόντανε μορφωμένοι άνθρωποι να πεινάνε μαζί με τσι ντόπιοι, τσι αμόρφωτοι γύφτουλες, που όλα τα λεφτά που βγάλανε τα ρίξαν στην αγορά αμνοεριφίων και ξαναγυρίσανε στα βοσκοτόπια τους, όπου ξαναξεραθήκαν και ξαναπεινάσαν και φτου κι απ' την αρχή ξανακατέβασμα στη λίμνη και ξαναψαροφαγία, αλλά χωρίς ξένη βοήθεια πλέον και μ' ένα κάρο χρέη ίσαμε την κορφή του Εβερεστ λέμε, κι ότι βγάζανε το δίναν πίσω να ξεπληρώσουνε τσι έξυπνοι νορβηγοί που τους βοηθήσαν να αναπτυχθούνε και οι νορβηγοί ξανακατεβήκαν στο χωριό να ξαναβοηθήσουν και ρίχνανε τρόφιμα και ρουχισμό από τ' αεροπλάνα και τώρα οι αφρικάνοι χωριάτες δεν είναι πλέον μονάχα φτωχοί και καταχρεωμένοι, αλλά γίνανε και πρώτης τάξης τεμπέληδες, γιατί σου λέει "γιατί να πα να κοψομεσιάζομαι να δουλεύω, αφού μου τα ρίχνει ο ουρανός τα χρειαζούμενα;"
Οι νορβηγοί μη νομίζεις ότι χάνουνε, κερδίζουνε τα μάλα, που λένε, θησαυρίζουνε, γιατί αυτούνες οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται από δουνουτιά και οηέδες για να βοηθάνε να αναπτύσσεται ο κόσμος και είναι εξαιρετικά κερδοφόρες. Αμ, πώς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου