Εισαγωγή (Αθανασίας Μπενέκου)
Στο κείμενο αυτό, η Νάνσυ Φρέιζερ αναλύει την ιστορική συγκυρία στις ΗΠΑ κάνοντας χρήση της έννοιας της «ηγεμονίας» όπως την όρισε ο Αντόνιο Γκράμσι, στον οποίο εξάλλου ανήκει και ο τίτλος του κειμένου. Η έννοια της «ηγεμονίας» δεν αναφέρεται στην βραχυχρόνια διάρκεια, σε γεγονότα που τρέχουν από την μια μέρα στην άλλη ή από τον ένα μήνα στον άλλο, από την μια στην άλλη περιπέτεια της πολιτικής σκηνής, αναφέρεται σε διαδικασίες που εκτυλίσσονται στην αργόσυρτη διάρκεια της ιστορίας, όπως η συγκρότηση ταξικών συμμαχιών και κοινωνικών μπλοκ που διεκδικούν την εξουσία, και αυτές είναι οι βασικές έννοιες που η Φρέιζερ δανείζεται από τον Γκράμσι. Επειδή, λοιπόν, η ανάλυσή της αναφέρεται σε διαδικασίες που διαρκούν πολύ, παραμένει σήμερα εξίσου επίκαιρη όσο επίκαιρη ήταν και το 2019, όταν η Φρέιζερ έγραψε το κείμενό της. Μερικά μόνο αποσπάσματα του κειμένου δεν είναι επίκαιρα σήμερα ακριβώς επειδή αναφέρονται στην βραχυπρόθεσμη συγκυρία του 2019, όταν γράφηκε το κείμενο, αλλά διατηρούν την αξία τους ως ιστορικές αναφορές.
Όποιος μιλάει σήμερα για «κρίση» κινδυνεύει να απορριφθεί ως φλύαρος βερμπαλιστής, καθώς ο όρος πολυχρησιμοποιήθηκε και έγινε κοινότυπος. Ωστόσο βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση σήμερα, και προκειμένου να την αντιμετωπίσουμε θα πρέπει πρώτα να την περιγράψουμε με ακρίβεια και να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη δυναμική της. Αν το κάνουμε αυτό, τότε ίσως μπορέsουμε να διακρίνουμε το μονοπάτι που οδηγεί πέρα από το σημερινό αδιέξοδο με προσανατολισμό τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Εκ πρώτης όψεως, η σημερινή κρίση φαίνεται να είναι απλώς πολιτική και βρίσκει την πιο θεαματική της έκφραση ακριβώς εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Ντόναλντ Τραμπ, την εκλογή του, την προεδρία του, και τη διαμάχη γύρω από αυτήν. Αλλά δεν λείπουν ανάλογα φαινόμενα και αλλού: το φιάσκο του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, η φθίνουσα νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αποσύνθεση των σοσιαλδημοκρατικών και κεντροδεξιών κομμάτων που την στήριξαν, η αυξανόμενη επιτυχία των ρατσιστικών, αντιμεταναστευτικών κομμάτων σε όλη τη βόρεια και κεντροανατολική Ευρώπη, και η έξαρση των αυταρχικών δυνάμεων, ορισμένες από τις οποίες χαρακτηρίζονται ως πρωτοφασιστικές, στη Λατινική Αμερική, την Ασία και τον Ειρηνικό. Η πολιτική μας κρίση, αν αυτό είναι που αντιμετωπίζουμε, δεν είναι μόνο αμερικανική, αλλά παγκόσμια.
Σε όλα αυτά τα φαινόμενα υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα περιλαμβάνουν μια δραματική αποδυνάμωση, αν όχι κατάρρευση των καθιερωμένων πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων. Λες και οι μάζες των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο να είχαν σταματήσει να θεωρούν αξιόπιστη την κυρίαρχη κοινή λογική που στήριξε την πολιτική εξουσία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Λες και οι μάζες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στις ελίτ και αναζητούν νέες ιδεολογίες, οργανώσεις και ηγεσίες. Δεδομένης της κλίμακα της κατάρρευσης, είναι απίθανο να πρόκειται για σύμπτωση. Ας υποθέσουμε, κατά συνέπεια, ότι αντιμετωπίζουμε μια παγκόσμια πολιτική κρίση.
Όσο μεγάλο κι αν ακούγεται αυτό, είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Τα φαινόμενα που μόλις αναφέρθηκαν αποτελούν το ειδικά πολιτικό σκέλος μιας ευρύτερης, πολύπλευρης κρίσης που έχει και άλλα σκέλη−οικονομικό, οικολογικό και κοινωνικό−όλα αυτά, μαζί, συνθέτουν μια γενική κρίση. Απέχοντας πολύ από το να έχει μόνο μία πλευρά, η πολιτική κρίση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ανεξάρτητα από τα προβλήματα σε άλλους θεσμούς, που δεν ανήκουν στην σφαίρα της πολιτικής σκηνής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά τα προβλήματα περιλαμβάνουν τη επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε νέες δραστηριότητες, στον πολλαπλασιασμό των επισφαλών θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών τύπου McJobs, στο αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών για να επιτραπεί η αγορά φθηνών προϊόντων που παράγονται αλλού, στις συσσωρευμένες αυξήσεις των εκπομπών άνθρακα, στα ακραία καιρικά φαινόμενα και την άρνηση της κλιματικής αλλαγής, τον μαζικό εγκλεισμό με φυλετικό πρόσημο και τη συστηματική αστυνομική βία, καθώς και στις αυξανόμενες πιέσεις στην οικογενειακή και κοινοτική ζωή, εν μέρει λόγω των παρατεταμένων ωραρίων εργασίας και των μειωμένων κοινωνικών παροχών. Μαζί, αυτές οι δυνάμεις έχουν συνθλίψει την κοινωνική μας τάξη για αρκετό καιρό χωρίς να προκαλέσουν πολιτικό σεισμό. Τώρα, ωστόσο, όλα τα στοιχήματα έχουν χαθεί. Όπως γίνεται συνήθως, μέσα στη σημερινή ευρεία απόρριψη της πολιτικής, η αντικειμενική συστημική κρίση έχει βρει την υποκειμενική πολιτική της φωνή. Η πολιτική συνιστώσα της γενικής μας κρίσης είναι μια κρίση ηγεμονίας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι σύμπτωμα αυτής της ηγεμονικής κρίσης. Αλλά δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την άνοδό του χωρίς να αποσαφηνίσουμε τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτήν. Αυτό απαιτεί να προσδιορίσουμε την αντίληψη των πραγμάτων που εκτόπισε ο τραμπισμός, και επίσης, να χαρτογραφήσουμε τη διαδικασία μέσω της οποίας αυτός αναπτύχθηκε. Για να το κάνουμε αυτό, μας είναι απαραίτητες κάποιες ιδέες που προέρχονται από τον Αντόνιο Γκράμσι. Με τον όρο της ηγεμονίας, ο Γκράμσι περιγράφει τη διαδικασία με την οποία η άρχουσα τάξη εδραιώνει την δική της αντίληψη για τον κόσμο ως κοινή λογική του συνόλου της κοινωνίας, και εμφανίζει έτσι την κυριαρχία της ως φυσικό φαινόμενο. Το οργανωτικό αντίστοιχο της ηγεμονίας είναι ο ηγεμονικός κοινωνικός συνασπισμός: ένας συνασπισμός ξεχωριστών κοινωνικών δυνάμεων που η άρχουσα τάξη συγκεντρώνει και μέσω του οποίου επιβάλλει την ηγεσία της. Οι κυριαρχούμενες τάξεις, εάν ελπίζουν να αμφισβητήσουν αυτές τις διευθετήσεις, πρέπει να συγκροτήσουν μια νέα, πιο πειστική, κοινή λογική, επομένως μια αντι-ηγεμονία, μια νέα και ισχυρότερη πολιτική συμμαχία, και έναν νέο και ισχυρότερο αντι-ηγεμονικό συνασπισμό.
Σε αυτές τις ιδέες του Γκράμσι πρέπει να προσθέσουμε μία επιπλέον, που δεν είναι δική του. Κάθε ηγεμονικός κοινωνικός συνασπισμός ενστερνίζεται ένα σύνολο παραδοχών σχετικά με το τι είναι δίκαιο και σωστό. Τουλάχιστον από το μέσο του εικοστού αιώνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, η καπιταλιστική ηγεμονία σφυρηλατήθηκε συνδυάζοντας δύο διαφορετικά στοιχεία δικαίου και δικαιοσύνης −το πρώτο στοιχείο αφορά στη διανομή του εισοδήματος και το δεύτερο στην κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων. Η έννοια της διανομής του εισοδήματος αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία πρέπει να κατανέμει το προϊόν που παράγεται, επομένως το αντίστοιχο εισόδημα. Αυτό θέτει το ζήτημα της οικονομικής διάρθρωσης της κοινωνίας, και έστω εμμέσως, το ζήτημα των ταξικών διαιρέσεών της. Η δε κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων αναφέρεται στην λογική με την οποία η κοινωνία θα έπρεπε να αποδίδει σεβασμό και εκτίμηση στα μέλη της, δηλαδή να επικυρώνει ηθικά και νομικά την ιδιότητα του μέλους της κοινωνίας. Αυτό, πάλι θέτει το ζήτημα του τρόπου ύπαρξης των κοινωνικών ιεραρχήσεων.
Η διανομή του εισοδήματος, λοιπόν, μαζί με την κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων, αποτελούν τα βασικά κανονιστικά συστατικά με τα οποία κατασκευάζονται οι ηγεμονίες. Συνδυάζοντας αυτήν την ιδέα με την έννοια της ηγεμονίας του Γκράμσι, μπορούμε να πούμε ότι αυτό που επέτρεψε την εμφάνιση του Τραμπ και του Τραμπισμού, ήταν η διάλυση του προηγούμενου ηγεμονικού κοινωνικού συνασπισμού και η απαξίωση του ιδιαίτερου κανονιστικού τρόπου με τον οποίο αυτός ο συνασπισμός συνδύαζε την διανομή του εισοδήματος με την κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων. Αναλύοντας την κατασκευή και τη διάλυση αυτού του συνδυασμού διανομής και αναγνώρισης, μπορούμε να διασαφηνίσουμε όχι μόνο τι αντιπροσωπεύει ο Τραμπισμός αλλά και ποιές είναι οι μετά τον Τραμπ προοπτικές σχετικά με την συγκρότηση ενός αντι-ηγεμονικού κοινωνικού συνασπισμού που θα μπορούσε να επιλύσει την κρίση. Ας εξηγηθώ:
Η ηγεμονία του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού
Πριν από τον Τραμπ, το ηγεμονικό μπλοκ που κυριαρχούσε στην αμερικανική πολιτική ήταν ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός. Αυτό μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά ήταν μια πραγματική και ισχυρή συμμαχία δύο απροσδόκητων συντρόφων: από τη μία πλευρά, τα προοδευτικά ρεύματα των νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινισμός, αντιρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα, περιβαλλοντισμός και δικαιώματα LGBTQ+), από την άλλη από την άλλη πλευρά, οι πιο δυναμικοί, υψηλών προδιαγραφών, τομείς του κεφαλαίου (Γουόλ Στρητ, Σίλικον Βάλεϊ), και της παραγωγής άυλων εμπορευμάτων-«συμβόλων» (Χόλιγουντ). Αυτό που κρατούσε ενωμένο αυτό το παράξενο ζεύγος, ήταν ένας χαρακτηριστικός συνδυασμός απόψεων σχετικά με τη διανομή του εισοδήματος και την κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων.
Το προοδευτικό-νεοφιλελεύθερο μπλοκ συνδύαζε ένα εκμεταλλευτικό, πλουτοκρατικό οικονομικό πρόγραμμα, με μια φιλελεύθερη-αξιοκρατική πολιτική της κοινωνικής αναγνώρισης δικαιωμάτων. Η διανεμητική συνιστώσα αυτού του αμαλγάματος ήταν νεοφιλελεύθερη. Αποφασισμένες να αποδεσμεύσουν τις δυνάμεις της αγοράς από το βαρύ χέρι του κράτους και της φορολογίας, οι τάξεις που ηγήθηκαν αυτού του μπλοκ στόχευαν να φιλελευθεροποιήσουν και να παγκοσμιοποιήσουν την καπιταλιστική οικονομία. Αυτό σήμαινε στην πραγματικότητα, χρηματιστικοποίηση: κατάργηση φραγμών και εμποδίων από την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, απορρύθμιση της λειτουργίας των τραπεζών, διόγκωση του ληστρικού χρέους, αποβιομηχάνιση, αποδυνάμωση των συνδικάτων και εξάπλωση των επισφαλών, κακοπληρωμένων εργασιών. Οι πολιτικές αυτές αν και συνδεδεμένες ευρέως με τον Ρόναλντ Ρίγκαν, ουσιαστικά εφαρμόστηκαν και παγιώθηκαν από τον Μπιλ Κλίντον, και είχαν σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής και της μεσαίας τάξης, ενώ παράλληλα μετέφεραν πλούτο και αξία προς το άνω μέρος της πυραμίδας των εισοδημάτων −κυρίως βέβαια στο 1%, αλλά και προς τα ανώτερα στρώματα των επαγγελματικών και διευθυντικών τάξεων.
Οι προοδευτικοί νεοφιλελεύθεροι δεν οραματίστηκαν αυτή την πολιτική οικονομία. Αυτή η τιμή ανήκει στη Δεξιά: στους διανοούμενους της, τον Φρίντριχ Χάγιεκ, τον Μίλτον Φρίντμαν και τον Τζέιμς Μπιουκάναν, και στους οραματιστές πολιτικούς της, τον Μπάρι Γκόλντγουότερ και τον Ρήγκαν, και στους βαθύπλουτους υποστηρικτές τους Τσαρλς και Ντέηβιντ Κόουτς, μεταξύ άλλων. Αλλά η δεξιά «φονταμενταλιστική» πτέρυγα του νεοφιλελευθερισμού δεν θα μπορούσε να γίνει ηγεμονική σε μια χώρα της οποίας η κοινή λογική εξακολουθούσε να διαμορφώνεται υπό την σκιά του New Deal, την «επανάσταση των δικαιωμάτων» και μια σειρά κοινωνικών κινημάτων που προέρχονταν από την Νέα Αριστερά. Για να θριαμβεύσει το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, έπρεπε να επανασυσκευαστεί για να αποκτήσει ευρύτερη απήχηση και να συνδεθεί με άλλες, μη οικονομικές φιλοδοξίες για χειραφέτηση. Μόνο παρουσιασμένη ως προοδευτική μπόρεσε μια βαθιά οπισθοδρομική πολιτική οικονομία να γίνει το δυναμικό κέντρο ενός νέου ηγεμονικού κοινωνικού συνασπισμού.
Έτσι έτυχε στους «Νέους Δημοκράτες» να συνεισφέρουν το ουσιαστικό συστατικό: μια προοδευτική πολιτική της κοινωνικής αναγνώρισης. Με στηρίγματα από προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών, διέδωσαν ένα ήθος κοινωνικής αναγνώρισης δικαιωμάτων που αναφερόταν με επιφανειακό τρόπο στην ισότητα και στην χειραφέτηση. Στον πυρήνα αυτού του ήθους ήταν τα ιδεώδη της «διαφορετικότητας», της «ενδυνάμωσης» των γυναικών, των δικαιωμάτων των LGBTQ+, του μεταφυλετισμού, της πολυ-πολιτισμικότητας και του περιβαλλοντισμού. Αυτά τα ιδανικά ερμηνεύονταν με έναν συγκεκριμένο, περιορισμένο τρόπο που ήταν πλήρως συμβατός με την Goldman Sachsification της αμερικανικής οικονομίας: Η προστασία του περιβάλλοντος σήμαινε εμπορία άνθρακα. Η προώθηση της ιδιοκατοίκησης σήμαινε την ομαδοποίηση δανείων μειωμένης εξασφάλισης και τη μεταπώλησή τους ως χρηματοπιστωτικούς τίτλους. Η ισότητα σήμαινε αξιοκρατία.
Η αναγωγή της ισότητας σε αξιοκρατία ήταν ιδιαίτερα μοιραία. Το προοδευτικό-νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα για μια δίκαιη τάξη πραγμάτων δεν αποσκοπούσε στην κατάργηση της κοινωνικής ιεραρχίας αλλά στη «διαφοροποίησή» της, «ενισχύοντας» τα «ταλαντούχα» άτομα, γυναίκες, έγχρωμους ανθρώπους και σεξουαλικές μειονότητες, να αναρριχηθούν ψηλότερα στην κοινωνική πυραμίδα. Αυτό το ιδανικό είναι εγγενώς ταξικό, προσανατολισμένο να διασφαλίσει ότι τα «άξια» άτομα από «υπο-εκπροσωπούμενες ομάδες» μπορούν να καταλάβουν ψηλότερες θέσεις και να αμείβονται ισότιμα με τους λευκούς άντρες της τάξης τους. Η φεμινιστική παραλλαγή είναι χαρακτηριστική αλλά, δυστυχώς, όχι μοναδική. Επικεντρωμένη στη «στήριξη» και στο «σπάσιμο της γυάλινης οροφής», οι κύριοι ωφελούμενοι δεν μπορούσαν να είναι παρά μόνο αυτές που ήδη κατείχαν τα απαιτούμενα κοινωνικά, πολιτιστικό και οικονομικά προσόντα. Όλες οι υπόλοιπες, θα παρέμεναν στο υπόγειο.
Όσο στρεβλή και αν ήταν αυτή η πολιτική της αναγνώρισης, λειτούργησε για να προσελκύσει τις κύριες τάσεις των προοδευτικών κοινωνικών κινημάτων στον νέο ηγεμονικό κοινωνικό συνασπισμό. Σίγουρα δεν πείστηκαν όλες οι φεμινίστριες, όλοι οι αντιρατσιστές, οι πολυ-πολιτισμικοί κλπ από την προοδευτική-νεοφιλελεύθερη στοχοθεσία, αλλά όσοι το έκαναν, συνειδητά ή όχι, αποτέλεσαν το μεγαλύτερο, πιο ορατό τμήμα των των αντίστοιχων κινημάτων, ενώ όσοι αντιστάθηκαν εξωθήθηκαν στο περιθώριο. Οι προοδευτικοί στο προοδευτικό-νεοφιλελεύθερο μπλοκ ήταν, βεβαίως, οι δευτερεύοντες εταίροι, οι κατά πολύ λιγότερο ισχυροί από τους συμμάχους τους στη Γουόλ Στρητ, στο Χόλιγουντ και στη Σίλικον Βάλεϊ. Ωστόσο, συνεισέφεραν κάτι ουσιαστικό σε αυτήν την επικίνδυνη σχέση: το χάρισμα για ένα «νέο πνεύμα του καπιταλισμού». Εκπέμποντας μια αύρα χειραφέτησης, αυτό το νέο «πνεύμα» φόρτισε τη νεοφιλελεύθερη οικονομική δραστηριότητα με μια αίσθηση ενθουσιασμού. Αυτή συνδέθηκε πλέον με το προοδευτικό και το απελευθερωτικό, το κοσμοπολίτικο και το ηθικά ανώτερο κάνοντας ξαφνικά συναρπαστικό εκείνο που ήταν ζοφερό. Σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτό το ήθος, οι πολιτικές που προώθησαν μια τεράστια ανακατανομή πλούτου και εισοδήματος από τους φτωχότερους προς τους πλουσιότερους, απέκτησαν το λούστρο της νομιμότητας.
Για να επιτευχθεί η ηγεμονία, ωστόσο, ο αναδυόμενος συνασπισμός του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού έπρεπε να νικήσει δύο διαφορετικούς αντιπάλους. Πρώτον, έπρεπε να εξουδετερώσει τα όχι ασήμαντα απομεινάρια της συμμαχίας του ρουσβελτιανού New Deal. Προλαβαίνοντας το “Νέο Εργατικό Κόμμα” του Τόνι Μπλερ, η πτέρυγα των Δημοκρατικών του Κλίντον αθόρυβα διέλυσε την συμμαχία του New Deal. Στη θέση ενός ιστορικού μπλοκ που είχε καταφέρει να ενώσει με επιτυχία την οργανωμένη μισθωτή εργασία, τους μετανάστες, τους Αφροαμερικανούς, τις μεσαίες τάξεις της πόλης, και ορισμένες μερίδες του μεγάλου βιομηχανικού κεφαλαίου για αρκετές δεκαετίες, οι Δημοκρατικοί του Κλίντον δημιούργησαν πλέον μια νέα συμμαχία επιχειρηματιών, τραπεζιτών, κατοίκων των προαστίων, εργαζόμενων στην παραγωγή πολιτισμικών προϊόντων και στην διαχείριση άυλων εμπορευμάτων «συμβολικού περιεχομένου», νέων κοινωνικών κινημάτων, Λατίνων και νέων, διατηρώντας παράλληλα την υποστήριξη των Αφροαμερικανών, οι οποίοι αισθάνονταν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Κατά την προεκλογική εκστρατεία για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών το 1991-1992, ο Μπιλ Κλίντον κέρδισε μιλώντας τη γλώσσα της ποικιλομορφίας, της πολυπολιτισμικότητας και των δικαιωμάτων των γυναικών, ενώ την ίδια στιγμή ετοιμαζόταν να περπατήσει στον δρόμο της Γκόλντμαν Σάξ.
Η ήττα του αντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού
Ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός έπρεπε επίσης να νικήσει και έναν δεύτερο αντίπαλο, με τον οποίο μοιραζόταν περισσότερα απ’ όσα παραδεχόταν. Ο αντίπαλος αυτός ήταν ο αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός ο οποίος στεγάζεται κυρίως στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, είναι λιγότερο συνεκτικός από τον κυρίαρχο αντίπαλό του, και προτείνει έναν διαφορετικό συνδυασμό διανομής του εισοδήματος και κοινωνικής αναγνώρισης δικαιωμάτων. Ο αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός έχει παρόμοια νεοφιλελεύθερη πολιτική διανομής του εισοδήματος αλλά διαφορετική, αντιδραστική, πολιτική κοινωνικής αναγνώρισης δικαιωμάτων. Ενώ ισχυριζόταν ότι ενισχύει τις μικρές επιχειρήσεις και τη μεταποίηση, με το αντιδραστικό νεοφιλελεύθερο οικονομικό του σχέδιο επικεντρωνόταν στην ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα, της στρατιωτικής παραγωγής, και της ενέργειας μέσω εξόρυξης, όλα προς όφελος του παγκόσμιου 1%. Το στοιχείο που υποτίθεται ότι θα έκανε τα παραπάνω δεκτά από την κοινωνική βάση που επεδίωκε να συγκροτήσει, ήταν το όραμα μιας δίκαιας ιεραρχικής τάξης πραγμάτων: όραμα εθνοκεντρικό, αντι-μεταναστευτικό και υπέρ του χριστιανισμού, όραμα πατριαρχικό και ομοφοβικό, και με καλυμμένο τρόπο ρατσιστικό.
Αυτή ήταν η φόρμουλα που επέτρεψε στους χριστιανούς ευαγγελιστές, στους νότιους λευκούς, στους Αμερικανούς της υπαίθρου και των μικρών πόλεων, και στα δυσαρεστημένα στρώματα λευκών της εργατικής τάξης, να συνυπάρξουν για είκοσι περίπου χρόνια, με κάποια δυσκολία, με φιλελεύθερους, με το Tea Party, το εμπορικό επιμελητήριο και τους αδελφούς Κόουτς, συν ένα μικρό ποσοστό τραπεζιτών, μεγιστάνων της ακίνητης περιουσίας και της ενέργειας, καπιταλιστές επιχειρήσεων υψηλού κινδύνου και κερδοσκόπους των χρηματιστικών επιχειρήσεων. Εκτός από κάποιες διαφορές σε επιμέρους τομείς, στα μεγάλα ζητήματα πολιτικής οικονομίας, ο αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός δεν διέφερε ουσιαστικά από τον προοδευτικό-νεοφιλελεύθερο αντίπαλό του. Βεβαίως, τα δύο μπλοκ διαφωνούσαν για τους «φόρους στους πλούσιους», με τους Δημοκρατικούς να υποχωρούν, συνήθως. Αλλά και τα δύο μπλοκ υποστήριζαν το «ελεύθερο εμπόριο», τους χαμηλούς εταιρικούς φόρους, τα περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα, την πρωτοκαθεδρία των συμφερόντων του μετόχου, το «ο νικητής τα παίρνει όλα», την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και τα δύο μπλοκ εξέλεξαν ηγέτες που επεδίωκαν «μεγάλες διαπραγματεύσεις» με στόχο την περικοπή των δικαιωμάτων. Οι βασικές διαφορές μεταξύ τους αφορούσαν την κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων, όχι τη διανομή.
Ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός κέρδισε [ΣτΜ: επί Κλίντον] επί το πλείστον και αυτή τη μάχη, αλλά με κόστος. Τα παρακμάζοντα μεταποιητικά κέντρα, ιδίως η λεγόμενη ζώνη σκουριάς, θυσιάστηκαν. Αυτή η περιοχή, μαζί με νεότερα βιομηχανικά κέντρα στο Νότο, δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα χάρη σε μια τριάδα πολιτικών του Μπιλ Κλίντον: Την Βορειο-Αμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA), την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ένταξη που αιτιολογήθηκε ως προώθηση της δημοκρατίας), και την κατάργηση του νόμου Glass-Steagall που χαλάρωσε τους κανονισμούς για τις τραπεζικές συναλλαγές. Μαζί αυτές οι πολιτικές και οι άλλες που ακολούθησαν, κατέστρεψαν κοινότητες που είχαν στηριχθεί στη μεταποιητική βιομηχανία. Καμμία σοβαρή προσπάθεια να στηριχθούν αυτές οι κοινότητες δεν έγινε από οποιοδήποτε από τα δύο νεοφιλελεύθερα μπλοκ στη διάρκεια δύο δεκαετιών προοδευτικής-νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Για τους νεοφιλελεύθερους, οι οικονομίες των μεταποιητικών κοινοτήτων ήταν μη ανταγωνιστικές και θα έπρεπε να υποβληθούν σε «διόρθωση δια της αγοράς». Για τους προοδευτικούς νεοφιλελεύθερους, οι κοινότητες αυτές ήταν κολλημένες στο παρελθόν, δεμένες σε παρωχημένες, στενόμυαλες αξίες που σύντομα θα εξαφανίζονταν σε μια νέα κοσμοπολίτικη τάξη πραγμάτων. Σε κανένα από τα δύο πεδία −διανομή εισοδήματος ή κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων− δεν μπορούσαν οι προοδευτικοί νεοφιλελεύθεροι να βρουν κάποιο λόγο για να υπερασπιστούν την Rust Belt και τις εργατικές κοινότητες της μεταποιητικής βιομηχανίας στον Νότο.
Το ηγεμονικό κενό – και ο αγώνας για τη συμπλήρωσή του
Το πολιτικό σύμπαν που ανέτρεψε ο Τραμπ χτίστηκε γύρω από την αντίθεση μεταξύ δύο εκδοχών του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες διακρίνονταν κυρίως στον άξονα της αναγνώρισης δικαιωμάτων. Βεβαίως, μπορούσε κάποιος να επιλέξει μεταξύ της πολυπολιτισμικότητας και του εθνομηδενισμού. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, ήταν αναγκασμένος να υποστεί τη χρηματιστικοποίηση και την αποβιομηχάνιση. Με το μενού να είναι περιορισμένο μεταξύ προοδευτικού και αντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού, δεν υπήρχε καμία πολιτική δύναμη να αντιταχθεί στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής και της μεσαίας τάξης. Τα αντι-νεοφιλελεύθερα πολιτικά σχέδια περιθωριοποιήθηκαν σοβαρά, αν δεν αποκλείστηκαν, από τη δημόσια σφαίρα.
Με αυτόν τον τρόπο, ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος των ΗΠΑ −θύματα της χρηματιστικοποίησης και της εταιρικής παγκοσμιοποίησης− έμεινε χωρίς ένα φυσικό πολιτικό σπίτι. Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο μεγάλους κοινωνικούς συνασπισμούς δεν μιλούσε γι’ αυτό το τμήμα της κοινωνίας, υπήρχε ένα κενό στο αμερικανικό πολιτικό σύμπαν: μια κενή, ακατοίκητη ζώνη όπου θα μπορούσαν να είχαν ριζώσει οι αντινεοφιλελεύθερες, φιλοεργατικές πολιτικές. Δεδομένου του επιταχυνόμενου ρυθμού της αποβιομηχάνισης, της διάδοσης των επισφαλών, χαμηλόμισθων McJobs, της ανόδου του αρπακτικού χρέους και της συνεπαγόμενης υποβάθμισης των προτύπων διαβίωσης για τα δύο τρίτα των Αμερικανών, ήταν μόνο θέμα χρόνου να καλύψει κάποιος το κενό. Ορισμένοι υπέθεσαν ότι η στιγμή είχε φτάσει το 2007 και το 2008. Σε έναν κόσμο που εξακολουθούσε να παραπαίει εξαιτίας μιας από τις χειρότερες καταστροφές της εξωτερικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ήρθε να προστεθεί η χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση μετά την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, και μια παρ’ ολίγον κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Τότε, ένας Αφροαμερικανός που μίλησε για «ελπίδα» και «αλλαγή» ανέβηκε στην προεδρία, υποσχόμενος να μεταμορφώσει όχι μόνο την πολιτική αλλά και ολόκληρη τη «νοοτροπία» της αμερικανικής πολιτικής. Ο Μπαράκ Ομπάμα θα μπορούσε να είχε αδράξει την ευκαιρία να κινητοποιήσει τη μαζική υποστήριξη για μια σημαντική μετατόπιση που θα οδηγούσε μακριά από τον νεοφιλελευθερισμό, ακόμη και με την αντίθεση του Κογκρέσου. Αντ’ αυτού, εμπιστεύτηκε την οικονομία σε αυτές τις ίδιες δυνάμεις της Γουόλ Στρητ που σχεδόν την κατέστρεψαν. Ορίζοντας ως στόχο την «ανάκαμψη» (σε αντίθεση με την διαρθρωτική μεταρρύθμιση), ο Ομπάμα ξόδεψε τεράστια χρηματικά ποσά για την διάσωση τραπεζών που ήταν «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν», αλλά απέτυχε να κάνει κάτι έστω και ελάχιστα συγκρίσιμο για τα θύματά τους, για τα δέκα εκατομμύρια Αμερικανών που έχασαν τα σπίτια τους από τις κατασχέσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον κανόνα ήταν η επέκταση του Medicaid μέσω του Affordable Care Act, το οποίο παρείχε ένα πραγματικό υλικό όφελος σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης των ΗΠΑ. Κόντρα στις προτάσεις για επιλογή single-payer και public-option που ο Ομπάμα απέριψε πριν ακόμη αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την υγειονομική περίθαλψη, η προσέγγισή του ενίσχυσε τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης που τελικά θα αποδεικνυόταν πολιτικά μοιραίες. Συνολικά, η κύρια ώθηση της προεδρίας του ήταν να διατηρήσει το προοδευτικό-νεοφιλελεύθερο status quo, παρά τη φθίνουσα πορεία της δημοτικότητάς του.
Μια άλλη ευκαιρία να καλυφθεί το ηγεμονικό κενό ήρθε το 2011, με την την έκρηξη του Occupy Wall Street. Κουρασμένο να περιμένει αποκατάσταση από το πολιτικό σύστημα και αποφασισμένο να πάρει τα πράγματα στα χέρια του, ένα τμήμα της κοινωνίας των πολιτών κατέλαβε δημόσιες πλατείες σε όλη τη χώρα στο όνομα του “99 τοις εκατό”. Καταγγέλλοντας ένα σύστημα που λεηλατεί τη συντριπτική πλειονότητα για να εμπλουτίσει το ένα τοις εκατό στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας, σχετικά μικρές ομάδες νεαρών διαδηλωτών σύντομα προσέλκυσαν ευρεία υποστήριξη —έως και 60 τοις εκατό του αμερικανικού λαού, σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις— ειδικά από πολιορκημένα συνδικάτα, φοιτητές με χρέη, αγωνιζόμενες μεσαίες τάξεις και το διογκούμενο «πρεκαριάτο». Ωστόσο, τα πολιτικά αποτελέσματα του Occupy ήταν περιορισμένα και εξυπηρέτησαν κυρίως την επανεκλογή του Ομπάμα το 2012. Υιοθετώντας τη ρητορική του κινήματος, συγκέντρωσε υποστήριξη από πολλούς που θα ψήφιζαν τον Τραμπ το 2016. Αφού υπερίσχυσε του Ρόμνεϊ και κέρδισε τέσσερα ακόμη χρόνια, συνέχισε τη νεοφιλελεύθερη πορεία του, και η νεοαποκτηθείσα ταξική του συνείδηση γρήγορα εξανεμίστηκε. Περιορίζοντας την υποτιθέμενη επιδίωξή του για «αλλαγή» στην έκδοση εκτελεστικών διαταγμάτων, δεν άσκησε δίωξη κατά των κακοποιών του πλούτου ούτε χρησιμοποίησε το βήμα του για να να συσπειρώσει τον αμερικανικό λαό ενάντια στη Γουόλ Στριτ.
Υποθέτοντας ότι η καταιγίδα είχε περάσει, οι πολιτικές δυνάμεις των ΗΠΑ δεν έχασαν σχεδόν καθόλου χρόνο. Συνεχίζοντας να υποστηρίζουν τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, απέτυχαν να δουν στο Occupy τις πρώτες δονήσεις ενός σεισμού. Αυτός ο σεισμός χτύπησε τελικά στην προεκλογική περίοδο 2015−2016, καθώς η μακροχρόνια υποβόσκουσα δυσαρέσκεια μετατράπηκε ξαφνικά σε μια ολοκληρωτική κρίση πολιτικής εξουσίας. Αμφότερα τα δύο μεγάλα πολιτικά μπλοκ φάνηκε να καταρρέουν. Από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών, ο Τραμπ, κάνοντας εκστρατεία με λαϊκίστικα θέματα, νίκησε με ευκολία (όπως συνεχίζει να μας υπενθυμίζει) τους δεκαέξι άτυχους αντιπάλους του στις προκριματικές εκλογές, μεταξύ των οποίων αρκετοί που είχαν επιλεγεί από τα αφεντικά του κόμματος και τους μεγάλους χορηγούς. Από την πλευρά των Δημοκρατικών, ο Μπέρνι Σάντερς, ένας αυτοανακηρυγμένος δημοκρατικός σοσιαλιστής, έθεσε μια εκπληκτικά σοβαρή πρόκληση στη χρισμένη διάδοχο του Ομπάμα, Χίλαρι Κλίντον, η οποία χρειάστηκε να επιστρατεύσει κάθε τέχνασμα και μοχλό της κομματικής εξουσίας για να τον αποτρέψει. Και στις δύο πλευρές τα συνήθη σενάρια ανατράπηκαν, καθώς ένα ζευγάρι αουτσάιντερ κατέλαβε το ηγεμονικό κενό και προχώρησε στη συμπλήρωσή του με νέα πολιτικά μιμίδια.
Τόσο ο Σάντερς όσο και ο Τραμπ κατακεραύνωσαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της διανομής εισοδήματος, αλλά οι πολιτικές προτάσεις τους σχετικά με την κοινωνική αναγνώρισή δικαιωμάτων διέφεραν έντονα. Ενώ ο Σάντερς κατήγγειλε τη «στημένη οικονομία» με καθολικό και ισότιμο πρόσημο, ο Τραμπ δανείστηκε την ίδια ακριβώς φράση, αλλά τη χρωμάτισε με εθνικισμό και προστατευτισμό των εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ. Διπλασιάζοντας σε ισχύ τους μακροχρόνιους τρόπους διακρίσεων, μετέτρεψε αυτά που ήταν “απλώς” κρυπτορατσιστικές αναφορές σε πλήρεις εκρήξεις ρατσισμού, μισογυνισμού, ισλαμοφοβίας, ομοφοβίας, τρανσφοβίας και αντιμεταναστευτικού αισθήματος. Η “εργατική τάξη” που επικαλέστηκε η ρητορική του ήταν λευκή, ετεροφυλόφιλη, ανδρική και χριστιανική, βασισμένη στην εξόρυξη, στις κατασκευές κτιρίων και δημοσίων έργων, και στη βαριά βιομηχανία. Αντίθετα, η εργατική τάξη που προσέλκυσε ο Σάντερς ήταν ευρεία και εκτεταμένη, περιλαμβάνοντας όχι μόνο τους εργάτες εργοστασίων της Rust Belt αλλά και τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα και τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων γυναικών, μεταναστών και έγχρωμων ανθρώπων.
Βεβαίως, η αντίθεση μεταξύ αυτών των δύο πορτραίτων της «εργατικής τάξης» ήταν σε μεγάλο βαθμό ρητορική. Κανένα από τα δύο πορτραίτα δεν ταίριαζε απόλυτα με την εκλογική βάση του υποστηρικτή του. Παρόλο που το πλεονέκτημα νίκης του Τραμπ προήλθε από βιομηχανικές περιοχές που είχαν ψηφίσει τον Ομπάμα το 2012 και τον Σάντερς στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, οι ψηφοφόροι του περιλάμβαναν επίσης τους συνήθεις ύποπτους των Ρεπουμπλικανών—συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων, των ιδιοκτητών επιχειρήσεων και άλλων που δεν είχαν καμία σχέση με οικονομικό λαϊκισμό. Ομοίως, οι πλέον αξιόπιστοι ψηφοφόροι του Σάντερς ήταν νέοι, μορφωμένοι Αμερικανοί. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα. Ως ρητορική προβολή μιας πιθανής αντι-ηγεμονίας, αυτό που διέκρινε πιο έντονα το είδος του φιλολαϊκού λόγου του Σάντερς από εκείνον του Τραμπ ήταν η διευρυμένη άποψη του Σάντερς για την εργατική τάξη των ΗΠΑ. Και οι δύο αουτσάιντερ σκιαγράφησαν τα περιγράμματα μιας νέας κοινής λογικής, αλλά ο καθένας το έκανε με τον δικό του τρόπο. Στην καλύτερη περίπτωση, η ρητορική της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ υποδήλωνε ένα νέο πρωτο-ηγεμονικό μπλοκ, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε αντιδραστικό λαϊκισμό. Φαινόταν να συνδυάζει μια υπερ-αντιδραστική πολιτική αναγνώρισης με μια λαϊκιστική πολιτική διανομής του εισοδήματος: στην ουσία το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό συν τις μεγάλες επενδύσεις για υποδομές. Το μπλοκ που οραματιζόταν ο Σάντερς, αντίθετα, ήταν η προοδευτική φιλολαϊκή πολιτική. Επεδίωξε να ενώσει μια πολιτική κοινωνικής αναγνώρισης δικαιωμάτων χωρίς αποκλεισμούς με μια πολιτική διανομής υπέρ της εργατικής οικογένειας: μεταρρύθμιση της ποινικής δικαιοσύνης συν Medicare για όλους, αναπαραγωγική δικαιοσύνη συν δωρεάν δίδακτρα στο κολέγιο, δικαιώματα LGBTQ+ συν σπάσιμο των μεγάλων τραπεζών.
Δόλωμα και αλλαγή
Ωστόσο, κανένα από αυτά τα σενάρια δεν υλοποιήθηκε στην πραγματικότητα. Η ήττα του Σάντερς από την Κλίντον αφαίρεσε την προοδευτική-λαϊκιστική επιλογή από το ψηφοδέλτιο, προς έκπληξη κανενός. Αλλά το αποτέλεσμα της επακόλουθης νίκης του Τραμπ επί της Κλίντον ήταν πιο απροσδόκητο, τουλάχιστον για κάποιους. Αντί να κυβερνήσει ως αντιδραστικός λαϊκιστής, ο νέος πρόεδρος ενεργοποίησε το παλιό κόλπο της απάτης, εγκαταλείποντας τις λαϊκιστικές διανεμητικές πολιτικές που είχε υποσχεθεί η εκστρατεία του. Βεβαίως, ακύρωσε τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού και επαναδιαπραγματεύτηκε τη NAFTA, αν και μόνο κατ’ όνομα. Αλλά απέτυχε να κουνήσει το δαχτυλάκι του για να χαλιναγωγήσει την Γουόλ Στρητ. Δεν έκανε ούτε ένα σοβαρό βήμα για να υλοποιήσει μεγάλα δημόσια έργα υποδομής που θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας. Οι προσπάθειές του να ενθαρρύνει τη μεταποίηση περιορίστηκαν σε συμβολικές εκδηλώσεις ρητορικής και ρυθμιστικές ελαφρύνσεις για τον άνθρακα, τα κέρδη από τις οποίες αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό πλασματικά. Αντί να προτείνει μια φορολογική μεταρρύθμιση προς όφελος των οκογενειών της εργατικής και μεσαίας τάξης, υπέγραψε την τυπική ρεπουμπλικανική εκδοχή που σχεδιάστηκε για να διοχετεύσει περισσότερο πλούτο στο 1% (συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας Τραμπ). Όπως μαρτυρά αυτό το τελευταίο σημείο, οι ενέργειες του προέδρου στο μέτωπο της διανομής περιλάμβαναν μια μεγάλη δόση πελατειακού καπιταλισμού και ιδιοτελούς διαχείρισης. Αλλά αν ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει ανταποκριθεί στα ιδεώδη της οικονομικής λογικής του Hayek, ο διορισμός ενός ακόμη αποφοίτου της Γκόλντμαν Σαξ στο υπουργείο Οικονομικών εξασφαλίζει ότι ο νεοφιλελευθερισμός θα συνεχιστεί εκεί που μετράει.
Έχοντας εγκαταλείψει τη λαϊκιστική πολιτική της διανομής, ο Τραμπ προχώρησε σε διπλή εφαρμογή της αντιδραστικής πολιτικής της αναγνώρισης, εξαιρετικά ενισχυμένης και ολοένα και πιο μοχθηρής. Ο κατάλογος των προκλήσεων και των ενεργειών του για την υποστήριξη των αμφισβητούμενων ιεραρχιών του καθεστώτος είναι μακρύς και ανατριχιαστικός: η ταξιδιωτική απαγόρευση στις διάφορες εκδοχές της που στόχευε όλες τις χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία και κακώς συγκαλυμμένη με την κυνική καθυστερημένη προσθήκη της Βενεζουέλας, η αποψίλωση των πολιτικών δικαιωμάτων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο Υπουργείο Εργασίας (το οποίο σταμάτησε να αστυνομεύει τις διακρίσεις από ομοσπονδιακούς εργολάβους), η άρνησή του να υπερασπιστεί δικαστικές υποθέσεις σχετικά με τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, την ανατροπή της υποχρεωτικής ασφαλιστικής κάλυψης της αντισύλληψης, την υποχώρηση της προστασίας του Τίτλου ΙΧ για τις γυναίκες και τα κορίτσια μέσω περικοπών στο προσωπικό επιβολής του νόμου, και τις δημόσιες δηλώσεις του που υποστηρίζουν τον σκληρότερο χειρισμό των υπόπτων από την αστυνομία, την περιφρόνηση του «σερίφη Τζο» Αρπάιο για το κράτος δικαίου, και τους «πολύ καλούς ανθρώπους» μεταξύ των λευκών ρατσιστών. Το αποτέλεσμα δεν είναι ένας απλός ρεπουμπλικανικός συντηρητισμός, αλλά μια υπερ-αντιδραστική πολιτική αναγνώρισης.
Οι πολιτικές του προέδρου Τραμπ απέκλιναν εντελώς από τις προεκλογικές υποσχέσεις του υποψηφίου Τραμπ. Όχι μόνο η οικονομική φιλολαϊκή πολιτική του εξαφανίστηκε, αλλά και η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων έγινε όλο και πιο μοχθηρή. Αυτό που ψήφισαν οι υποστηρικτές του Τραμπ [ΣτΜ: το 2017], εν ολίγοις, δεν είναι αυτό που πήραν. Το αποτέλεσμα δεν είναι ένας αντιδραστικός λαϊκισμός (ΣτΜ: ο όρος του «λαϊκισμού» στο κείμενο της Fraser χρησιμοποιεταί με έννοια διαφορετική από αυτήν που έχει καθιερωθεί στην ελληνική γλώσσα, ως έννοια παραπλήσια της «δημαγωγίας». Για τον λόγο αυτό, στην μετάφραση διατηρήσαμε τον όρο αυτόν για την περίπτωση του Τραμπ, αλλά τον αντικαταστήσαμε με τον όρο «λαϊκή πολιτική» για την Αριστερά. Για την κριτική ανάλυση του όρου του «λαϊκισμού» βλ. στο άρθρο του Σεραφείμ Σεφεριάδη «Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά», 12/7/2021 και 27/7/2021 στο commune.org.gr) το αποτέλεσμα ήταν ένας υπερ-αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός. Ωστόσο, ο υπερ-αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός του Τραμπ δεν αποτελεί έναν νέο ηγεμονικό κοινωνικό συνασπισμό. Είναι, αντιθέτως, χαοτικός, ασταθής και εύθραυστος. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ιδιόμορφη προσωπική ψυχολογία του σημαιοφόρου του και εν μέρει στη δυσλειτουργική εξάρτησή του από το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το οποίο προσπάθησε και απέτυχε να επανακτήσει τον έλεγχό του και τώρα [ΣτΜ: το 2019] αναζητά μια στρατηγική εξόδου. Δεν μπορούμε τώρα να γνωρίζουμε ακριβώς πώς θα εξελιχθεί αυτό, αλλά θα ήταν ανόητο να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να διασπαστεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Όπως και να έχει, ο υπερ-αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός δεν προσφέρει καμία προοπτική σταθερής ηγεμονίας.
Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο πρόβλημα. Κλείνοντας το οικονομικό-λαϊκιστικό πρόσωπο της εκστρατείας του, ο υπερ-αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός του Τραμπ επαναφέρει το ηγεμονικό κενό που βοήθησε να εκραγεί το 2016 —εκτός από το ότι τώρα δεν μπορεί να γεμίσει αυτό το κενό. Τώρα που η λαϊκιστική γάτα βγήκε από το σακί, είναι αμφίβολο αν το εργατικό τμήμα της βάσης του Τραμπ θα είναι ικανοποιημένο να τραφεί για πολύ μόνο με (ψευδο)αναγνώριση [ΣτΜ: Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2024 δείχνουν ότι το εργατικό τμήμα της βάσης του Τραμπ συνεχίζει να τον στηρίζει]. Από την άλλη πλευρά, η «αντίσταση» οργανώνεται. Αλλά η αντίσταση είναι κατακερματισμένη, αποτελούμενη από σκληροπυρηνικούς Κλιντονίτες, αφοσιωμένους Σαντεριστές και πολλούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το τοπίο περιπλέκεται από μια σειρά νεοσύστατων ομάδων, των οποίων η μαχητική στάση έχει προσελκύσει μεγάλους χορηγούς παρά (ή εξαιτίας) της ασάφειας των προγραμματικών τους αντιλήψεων.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η αναβίωση μιας παλιάς τάσης στην αριστερά να αντιπαραθέτει τη φυλή στην τάξη. Κάποιοι προτείνουν να επαναπροσανατολίσουν την πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος στην εναντίωση στη λευκή υπεροχή, εστιάζοντας τις προσπάθειές τους στο να κερδίσουν την υποστήριξη των μαύρων και των Λατίνων ψηφοφόρων. Άλλοι υπερασπίζονται μια ταξικά επικεντρωμένη στρατηγική με στόχο να κερδίσουν πίσω τις κοινότητες της λευκής εργατικής τάξης που αυτομόλησαν στον Τραμπ. Και οι δύο απόψεις είναι προβληματικές στο βαθμό που αντιμετωπίζουν την τάξη και τη φυλή ως εγγενώς αντίθετες, ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Στην πραγματικότητα, μπορεί κάποιος να επιτεθεί ταυτοχρόνως στους δύο αυτούς άξονες αδικίας, και έτσι πρέπει να γίνει. Κανένας από τους δύο άξονες δεν μπορεί να ξεπεραστεί ενώ ο άλλος ευδοκιμεί.
Στο σημερινό πλαίσιο, οι προσσεγίσεις που υποβαθμίζουν τις ταξικές ανησυχίες ενέχουν έναν ιδιαίτερο κίνδυνο: είναι πιθανό να συμπλέουν με τις προσπάθειες της πτέρυγας Κλίντον να αποκαταστήσει το status quo ante με κάποια νέα μορφή. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια νέα εκδοχή του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού – μια εκδοχή που συνδυάζει τον νεοφιλελευθερισμό στο μέτωπο της διανομής με μια μαχητική αντιρατσιστική πολιτική της αναγνώρισης. Αυτή η προοπτική θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις τις δυνάμεις κατά του Τραμπ καθώς θα στείλει πολλούς δυνητικούς συμμάχους να τρέξουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, επικυρώνοντας την αφήγηση του Τραμπ και ενισχύοντας την υποστήριξή του. Θα ενωθεί ουσιαστικά με αυτόν στην καταστολή των εναλλακτικών λύσεων στον νεοφιλελευθερισμό—και έτσι θα επαναφέρει το ηγεμονικό κενό. Αλλά αυτό που μόλις είπα για τον Τραμπ ισχύει εξίσου και εδώ: η λαϊκιστική γάτα έχει βγει από το σακί και δεν θα φύγει ήσυχα. Η επαναφορά του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού, με οποιονδήποτε τρόπο, σημαίνει την αναδημιουργία−και μάλιστα την επιδείνωση−των ίδιων των συνθηκών που δημιούργησαν τον Τραμπ. Και αυτό σημαίνει την προετοιμασία του εδάφους για μελλοντικούς Τραμπ—ολοένα και πιο μοχθηρούς και επικίνδυνους.
Νοσηρά συμπτώματα και αντι-ηγεμονικές προοπτικές
Για όλους αυτούς τους λόγους, ούτε ένας αναβιωμένος προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός ούτε ένας τραμπικός υπερ-αντιδραστικός νεοφιλελευθερισμός είναι καλός υποψήφιος για πολιτική ηγεμονία στο εγγύς μέλλον. Οι δεσμοί που ένωνε καθένα από αυτά τα μπλοκ έχουν φθαρεί σοβαρά. Επιπλέον, κανένα από τα δύο δεν είναι σήμερα σε θέση να διαμορφώσει μια νέα κοινή λογική. Κανένα από τα δύο δεν μπορεί να προσφέρει μια έγκυρη εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας, μια αφήγηση στην οποία μπορεί να βρεί τον εαυτό του ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών φορέων. Εξίσου σημαντικό είναι ότι καμία από τις δύο παραλλαγές του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί να επιλύσει με επιτυχία τα αντικειμενικά συστημικά εμπόδια που διέπουν την τρέχουσα κρίση ηγεμονίας. Εφόσον και τα δύο μοντέλα νεοφιλελευθερισμού συνεργάζονται άρρηκτα με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κανένα δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη χρηματιστικοποίηση, την αποβιομηχάνιση ή την εταιρική παγκοσμιοποίηση. Καμία από τις δύο εκδοχές νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, τη διόγκωση του χρέους, την κλιματική αλλαγή, τα «ελλείμματα φροντίδας» ή τις αφόρητες πιέσεις στην κοινοτική ζωή. Η (επανα)εγκαθίδρυση οποιουδήποτε από αυτά τα μπλοκ στην εξουσία είναι προκειμένου να εξασφαλίσει όχι μόνο τη συνέχιση αλλά και την όξυνση της σημερινής κρίσης.
Τι, λοιπόν, μπορούμε να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον; Ελλείψει μιας ασφαλούς ηγεμονίας, αντιμετωπίζουμε ένα ασταθές μεσοδιάστημα και τη συνέχιση της πολιτικής κρίσης. Σε αυτή την κατάσταση, τα λόγια του Γκράμσι ακούγονται αληθινά: «Το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί−σε αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά συμπτώματα».
Εκτός, βέβαια, αν υπάρχει ένας βιώσιμος υποψήφιος για μια αντι-ηγεμονία. Ο πιο πιθανός τέτοιος υποψήφιος είναι η μία ή η άλλη μορφή λαϊκισμού. Θα μπορούσε ο φιλολαϊκή πολιτική να είναι ακόμα μια πιθανή επιλογή−αν όχι άμεσα, τότε μακροπρόθεσμα; Υπέρ αυτής της δυνατότητας συνηγορεί το γεγονός ότι μεταξύ των υποστηρικτών του Σάντερς και εκείνων του Τραμπ, κάτι που πλησιάζει μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων στις ΗΠΑ απέρριψε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της διανομής το 2015−16. Το φλέγον ερώτημα είναι αν αυτή η μάζα μπορεί τώρα να συγχωνευτεί σε ένα νέο αντιηγεμονικό μπλοκ. Για να συμβεί αυτό, οι υποστηρικτές του Τραμπ και του Σάντερς από την εργατική τάξη θα πρέπει να κατανοήσουν τους εαυτούς τους ως συμμάχους− θύματα μιας ενιαίας «στημένης οικονομίας», την οποία θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν από κοινού.
Η αντιδραστική φιλολαϊκή πολιτική, ακόμη και χωρίς τον Τραμπ, δεν αποτελεί πιθανή βάση για μια τέτοια συμμαχία. Η ιεραρχική, αποκλειστική πολιτική της αναγνώρισής του είναι ένας σίγουρος δολοφόνος της συμφωνίας για μεγάλα τμήματα της εργατικής και μεσαίας τάξης των ΗΠΑ, ιδίως για οικογένειες που εξαρτώνται από τους μισθούς της εργασίας στις υπηρεσίες, τη γεωργία, την οικιακή εργασία και τον δημόσιου τομέα, στις τάξεις των οποίων περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός γυναικών, μεταναστών και έγχρωμων. Μόνο μια πολιτική αναγνώρισης χωρίς αποκλεισμούς έχει πιθανότητες να φέρει αυτές τις απαραίτητες κοινωνικές δυνάμεις σε συμμαχία με άλλα τμήματα της εργατικής και μεσαίας τάξης, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτήτων που ιστορικά συνδέονται με τη μεταποίηση, τα ορυχεία και τις κατασκευές.
Αυτό αφήνει τον προοδευτικό λαϊκισμό ως τον πιθανότερο υποψήφιο για ένα νέο αντιηγεμονικό μπλοκ. Συνδυάζοντας την ισότιμη αναδιανομή με τη μη ιεραρχική αναγνώριση, αυτή η επιλογή έχει τουλάχιστον μια πιθανότητα να ενώσει ολόκληρη την εργατική τάξη. Περισσότερο απ’ αυτό, θα μπορούσε να τοποθετήσει αυτή την τάξη, κατανοητή με ευρύτητα, ως την ηγετική δύναμη σε μια συμμαχία που περιλαμβάνει επίσης σημαντικά τμήματα της νεολαίας, της μεσαίας τάξης, και του επαγγελματικού-διευθυντικού στρώματος.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλά στην τρέχουσα κατάσταση που συνηγορούν κατά της δυνατότητας, οποτεδήποτε σύντομα, μιας συμμαχίας μεταξύ προοδευτικών λαϊκιστών και στρωμάτων της εργατικής τάξης που ψήφισαν τον Τραμπ στις τελευταίες εκλογές. Το κυριότερο από τα εμπόδια είναι οι βαθύτερες διαιρέσεις, ακόμη και τα μίση, που υποβόσκουν εδώ και καιρό, αλλά πρόσφατα έφτασαν σε πυρετό από τον Τραμπ – ο οποίος, όπως το έθεσε οξυδερκώς ο Ντέιβιντ Μπρουκς, «έχει μύτη για κάθε πληγή στο σώμα της πολιτικής και μέρα με τη μέρα βάζει ένα καυτό σίδερο στη μία ή την άλλη πληγή και την ανοίγει» χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Το αποτέλεσμα είναι ένα τοξικό περιβάλλον που φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη, που έχουν ορισμένοι προοδευτικοί, ότι όλοι οι ψηφοφόροι του Τραμπ είναι «αξιοθρήνητοι» −αδιόρθωτοι ρατσιστές, μισογύνηδες και ομοφοβικοί. Ενισχύεται επίσης η αντίθετη άποψη που έχουν πολλοί αντιδραστικοί λαϊκιστές, ότι όλοι οι προοδευτικοί είναι αδιόρθωτοι ηθικολόγοι και αλαζονικοί ελιτιστές που τους κοιτάζουν αφ’ υψηλού, ενώ πίνουν καφέδες και κερδίζουν χρήματα.
Μια στρατηγική διαχωρισμού
Οι προοπτικές του προοδευτικού λαϊκισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα εξαρτώνται από την επιτυχή καταπολέμηση και των δύο αυτών απόψεων. Αυτό που χρειάζεται είναι μια στρατηγική διαχωρισμού, με στόχο την επιτάχυνση δύο σημαντικών διαιρέσεων.
Πρώτον, οι λιγότερο προνομιούχες γυναίκες, οι μετανάστες και οι έγχρωμοι πρέπει να απομακρυνθούν από τις φεμινίστριες του “lean-in” [ΣτΜ: μια μορφή νεοφιλελεύθερου φεμινισμού], τους αντιρατσιστές της αξιοκρατίας και το κυρίαρχο LGBTQ+ κίνημα, τους υποστηρικτές της εταιρικής ποικιλομορφίας και του πράσινου καπιταλισμού που ιδιοποιήθηκαν τις ανησυχίες των γυναικών με όρους νεοφιλελευθερισμού. Αυτός είναι ο στόχος μιας πρόσφατης φεμινιστικής πρωτοβουλίας που επιδιώκει να αντικαταστήσει το «lean in» με έναν «φεμινισμό για το 99%». Άλλα χειραφετητικά κινήματα θα πρέπει να αντιγράψουν αυτή τη στρατηγική.
Δεύτερον, οι εργατικές κοινότητες της βιομηχανικής «ζώνης της σκουριάς» (Rust Belt) του Νότου και της υπαίθρου πρέπει να πειστούν να εγκαταλείψουν τους σημερινούς κρυφο-νεοφιλελεύθερους συμμάχους τους. Θα πρέπει να τους πείσουμε ότι οι δυνάμεις που προωθούν τον μιλιταρισμό, την ξενοφοβία και τον εθνομηδενισμό δεν μπορούν και δεν πρόκειται να τους παράσχουν τα απαραίτητα υλικά προαπαιτούμενα για μια καλή ζωή, ενώ ένα προοδευτικό-λαϊκό μπλοκ μπορεί να το κάνει. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε κάποιοσ να διαχωρίσει εκείνους τους ψηφοφόρους του Τραμπ που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια έκκληση από τους ψηφοφόρους εκείνους που είναι διαπιστωμένα ρατσιστές και alt-right εθνομηδενιστές. Το να λέμε ότι οι πρώτοι υπερτερούν αριθμητικά έναντι των δεύτερων δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε ότι τα αντιδραστικά λαϊκιστικά κινήματα ενυσχύονται σημαντικά από πρώην περιθωριακές ομάδες λευκών ρατσιστών. Ωστόσο καταρρίπτει το βεβιασμένο συμπέρασμα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αντιδραστικών λαϊκιστών ψηφοφόρων είναι για πάντα κλειστή στις εκκλήσεις για διευρυμένη εργατική τάξη που επικαλείται ο Μπέρνι Σάντερς. Αυτή η άποψη δεν είναι μόνο εμπειρικά λανθασμένη, αλλά και αντιπαραγωγική και πιθανότατα έχει χαρακτήρα αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Ας είμαι σαφής: Δεν προτείνω ότι ένα προοδευτικό-λαϊκό μπλοκ θα πρέπει να αποσιωπήσει τις πιεστικές ανησυχίες για τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ομοφοβία, την ισλαμοφοβία και την τρανσφοβία. Αντιθέτως, η καταπολέμηση αυτών πρέπει να είναι κεντρική σε ένα προοδευτικό-λαϊκό μπλοκ. Αλλά είναι αντιπαραγωγικό να αντιμετωπίζονται οι ανησυχίες αυτές με την ηθικολογική συγκατάβαση του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος διαθέτει μια ρηχή και ανεπαρκή θεώρηση αυτών των αδικιών, υπερβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό την έκταση στην οποία αυτά τα ζητήματα είναι στο νου των ανθρώπων και παραβλέποντας το βάθος των δομικών-θεσμικών δυνάμεων που τα υποστηρίζουν.
Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές και σημαντικό στην περίπτωση της φυλής. Η φυλετική αδικία στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα δεν είναι, κατά βάθος, θέμα υποτιμητικών στάσεων ή κακής συμπεριφοράς, αν και αυτά σίγουρα υπάρχουν. Η ουσία είναι οι φυλετικά συγκεκριμένες επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης και της χρηματιστικοποίησης στην περίοδο της προοδευτικής-νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, όπως διαθλώνται μέσα από μακροχρόνιες ιστορίες συστημικής καταπίεσης. Σε αυτήν την περίοδο, οι μαύροι και οι καφετί Αμερικανοί, οι οποίοι επί μακρόν στερούνταν πρόσβαση σε πίστωση, περιορίζονταν σε υποδεέστερες διαχωρισμένες κατοικίες και πληρώνονταν όχι αρκετά ώστε να αποταμιεύουν, έγιναν συστηματικά στόχος των τραπεζικών δανείων υψηλού κινδύνου και, κατά συνέπεια, βίωσαν τα υψηλότερα ποσοστά κατασχέσεων κατοικιών στη χώρα. Στην ίδια περίοδο, οι πόλεις και οι γειτονιές μειονοτήτων που επί μακρόν και συστηματικά στερήθηκαν δημόσιων πόρων υπέστησαν πλήγμα από το κλείσιμο εργοστασίων σε παρακμάζοντα κέντρα μεταποίησης. Οι οι απώλειές τους μετρώνται, όχι μόνο σε θέσεις εργασίας αλλά και σε φορολογικά έσοδα, γεγονός που τους στέρησε κονδύλια για σχολεία, νοσοκομεία και βασική συντήρηση υποδομών, οδηγώντας τελικά σε καταστροφές όπως η κρίση του νερού στο Φλίντ – και, σε διαφορετικό πλαίσιο, η καταστροφή του Lower Ninth Ward της Νέας Ορλεάνης κατά τη διάρκεια του τυφώνα Κατρίνα το 2005. Τέλος, οι μαύροι άνδρες που για καιρό υπέστησαν διαφοροποιημένες ποινές, σκληρή φυλάκιση, καταναγκαστική εργασία και κοινωνικά ανεκτή βία —συμπεριλαμβανομένης της βίας της αστυνομίας— έχουν σε αυτήν την περίοδο μαζικά στρατολογηθεί σε ένα «βιομηχανικό σύμπλεγμα φυλακών», που κρατείται πλήρες χάρη στον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών». Επιπρόσθετα, ο πληθυσμός των μαύρων ανδρών παρουσιάζει δυσανάλογα υψηλά ποσοστά ανεργίας, χάρη στα διμερή νομοθετικά “επιτεύγματα” που οργανώθηκαν κυρίως από τον Μπιλ Κλίντον. Χρειάζεται, άραγε, να προσθέσω ότι, όσο εμπνευσμένη κι αν ήταν, η παρουσία ενός Αφροαμερικανού στον Λευκό Οίκο δεν κατάφερε να κάνει ούτε μια γρατζουνιά σε αυτές τις εξελίξεις;
Πώς θα μπορούσε εξάλλου; Τα φαινόμενα που μόλις αναφέρθηκαν δείχνουν το βάθος στο οποίο ο ρατσισμός είναι εδραιωμένος στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία −και την ανικανότητα της προοδευτικής νεοφιλελεύθερης ηθικολογίας να τον αντιμετωπίσει. Αποκαλύπτουν επίσης, τα φαινόμενα αυτά, ότι οι δομικές βάσεις του ρατσισμού σχετίζονται τόσο με την κοινωνική τάξη και την οικονομία όσο και με το στάτους και την κοινωνική (ψευδο)αναγνώριση. Επίσης, τα φαινόμενα αυτά καθιστούν σαφές ότι οι δυνάμεις που καταστρέφουν τις ευκαιρίες ζωής των έγχρωμων ανθρώπων είναι μέρος της ίδιας δυναμικής που καταστρέφει τις ευκαιρίες ζωής των λευκών —ακόμη κι αν μερικές από τις λεπτομέρειες διαφέρουν. Το αποτέλεσμα είναι, τελικά, να αποκαλυφθεί η αδιάσπαστη διαπλοκή της φυλής και της τάξης στον σύγχρονο χρηματιστικό καπιταλισμό.
Ένας προοδευτικός-λαϊκός κοινωνικός συνασπισμός πρέπει να έχει αυτές τις γνώσεις ως οδηγούς της πορείας του. Αρνούμενος την έμφαση του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού στις προσωπικές συμπεριφορές, πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές του στις διαρθρωτικές-θεσμικές βάσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αναδείξει τις κοινές ρίζες των αδικιών είτε είναι ταξικές είτε ανάγονται στο κοινωνικό στάτους. Εάν αυτός ο κοινωνικός συνασπισμός μπορεί να αντιλαμβάνεται το σύστημα ως μια ενιαία, ολοκληρωμένη κοινωνική ολότητα, θα πρέπει να συνδέσει τις αρνητικές επιπτώσεις που υφίστανται οι γυναίκες, οι μετανάστες, οι έγχρωμοι και οι ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι με εκείνες που βιώνουν τα στρώματα της εργατικής τάξης που τώρα έλκονται από τον δεξιό λαϊκισμό. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να θέσει τα θεμέλια για έναν ισχυρό νέο κοινωνικό συνασπισμό στον οποίο θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι εκείνοι που προδίδονται από τον Τραμπ και τους ομολόγους του −όχι μόνο οι μετανάστες, οι φεμινίστριες και οι έγχρωμοι, που ήδη αντιτίθενται στον υπερ-αντιδραστικό νεοφιλελευθερισμό του, αλλά και των λευκών στρωμάτων της εργατικής τάξης που τον υποστήριζαν μέχρι τώρα. Συσπειρώνοντας σημαντικά τμήματα ολόκληρης της εργατικής τάξης, αυτή η στρατηγική θα μπορούσε ενδεχομένως να νικήσει. Σε αντίθεση με κάθε άλλη επιλογή που εξετάστηκε εδώ, η προοδευτική φιλολαϊκή πολιτική έχει τη δυνατότητα, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να γίνει ένα σχετικά σταθερό αντιηγεμονικό μπλοκ στο μέλλον.
Αλλά το θετικό για μια προοδευτικό λαϊκή πολιτική δεν είναι μόνο η δυνητική υποκειμενική βιωσιμότητά της. Σε αντίθεση με τους πιθανούς αντιπάλους της, έχει το πλεονέκτημα ότι είναι ικανή, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να αντιμετωπίσει την πραγματική, αντικειμενική πλευρά της κρίσης. Ας εξηγηθώ:
Όπως σημείωσα στην αρχή, η ηγεμονική κρίση που αναλύεται εδώ είναι μία πλευρά ενός ευρύτερου συμπλέγματος κρίσεων, το οποίο περιλαμβάνει πολλές άλλες πλευρές −οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές. Η ηγεμονική κρίση είναι, επίσης, το υποκειμενικό ομόλογο μιας αντικειμενικής συστημικής κρίσης, έναντι της οποίας αποτελεί απόκριση και από την οποία δεν μπορεί να αποκοπεί. Τελικά, αυτές οι δύο πλευρές της κρίσης −η μία υποκειμενική και η άλλη αντικειμενική −υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μαζί. Καμμία υποκειμενική απάντηση, όσο φαινομενικά πειστική και αν είναι, δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια διαρκή αντι-ηγεμονία, εκτός εάν προσφέρει την προοπτική μιας πραγματικής λύσης στα υπο-κείμενα αντικειμενικά προβλήματα.
Η αντικειμενική πλευρά της κρίσης δεν είναι μια απλή πολλαπλότητα ξεχωριστών δυσλειτουργιών. Χωρίς να αποτελούν μια διασκορπισμένη πολλαπλότητα, οι διάφορες πλευρές της είναι αλληλένδετες και μοιράζονται μια κοινή προέλευση. Το υπο-κείμενο αντικείμενο της γενικής μας κρίσης, αυτό που αποκρύπτει τις πολλαπλές αστάθειές της, είναι η σημερινή μορφή του καπιταλισμού; παγκοσμιοποιημένος, νεοφιλελεύθερος, χρηματιστικός. Όπως κάθε μορφή καπιταλισμού, αυτή δεν είναι ένα απλό οικονομικό σύστημα αλλά κάτι ευρύτερο: μια θεσμοθετημένη κοινωνική τάξη. Ως τέτοια, περιλαμβάνει ένα σύνολο από μη οικονομικές συνθήκες στο υπόβαθρο, οι οποίες είναι απαραίτητες για μια καπιταλιστική οικονομία: για παράδειγμα, άμισθες δραστηριότητες κοινωνικής αναπαραγωγής, οι οποίες εξασφαλίζουν την προσφορά μισθωτής εργασίας για την οικονομική παραγωγή, έναν οργανωμένο μηχανισμό δημόσιας εξουσίας (νόμος, αστυνομία, ρυθμιστικές υπηρεσίες και ικανότητες καθοδήγησης) που παρέχει την τάξη, την προβλεψιμότητα και την υποδομή που είναι απαραίτητες για τη βιώσιμη συσσώρευση κεφαλαίου, και τέλος, μια σχετικά βιώσιμη οργάνωση της αλληλεπίδρασης με την φύση, που εξασφαλίζει τις βασικές προμήθειες ενέργειας και πρώτων υλών για την παραγωγή εμπορευμάτων, για να μην αναφέρουμε έναν κατοικήσιμο πλανήτη που μπορεί να υποστηρίξει τη ζωή.
Ο χρηματιστικός καπιταλισμός αντιπροσωπεύει έναν ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της σχέσης της καπιταλιστικής οικονομίας με αυτές τις απαραίτητες βασικές συνθήκες. Πρόκειται για μια βαθιά ληστρική και ασταθή μορφή κοινωνικής οργάνωσης που απελευθερώνει τη συσσώρευση κεφαλαίου από τους πολιτικούς, οικολογικούς, κοινωνικούς, ηθικούς περιορισμούς της, τους οποίους όμως χρειάζεται για την αναπαραγωγή της. Απαλλαγμένη από τέτοιους περιορισμούς, η καπιταλιστική οικονομία εξαντλεί του ίδιους τους όρους της ύπαρξης της. Είναι μια τίγρη που τρώει την ίδια της την ουρά. Η κοινωνική ζωή υπακούει όλο και περισσότερο στην οικονομία, η ανεξέλεγκτη επιδίωξη του κέρδους αποσταθεροποιεί τις ίδιες τις μορφές της κοινωνικής αναπαραγωγής, της οικολογικής βιωσιμότητας και της δημόσιας εξουσίας από τις οποίες εξαρτάται αυτή η ίδια η καπιταλιστική οικονομία. Εξεταζόμενος με αυτόν τον τρόπο, ο χρηματιστικός καπιταλισμός είναι εγγενώς επιρρεπής στις κρίσεις. Το σύμπλεγμα της κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η όλο και πιο έντονη έκφραση της εγγενούς τάσης του καπιταλισμού να αποσταθεροποιεί τον εαυτό του.
Αυτό είναι το αντικειμενικό πρόσωπο της κρίσης: το δομικό αντίστοιχο της ηγεμονικής αποδιάρθρωσης που αναλύεται εδώ. Σήμερα, και οι δύο πόλοι της κρίσης -ο ένας αντικειμενικός, ο άλλος υποκειμενικός- βρίσκονται σε πλήρη έξαρση. Η σχέση τους είναι οργανική, υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μαζί. Η επίλυση της αντικειμενικής κρίσης απαιτεί έναν μείζονα δομικό μετασχηματισμό του χρηματιστικού καπιταλισμού: έναν νέο τρόπο σύνδεσης της οικονομίας με την πολιτική, της παραγωγής με την αναπαραγωγή, της ανθρώπινης κοινωνίας με τη μη ανθρώπινη φύση. Ο νεοφιλελευθερισμός με οποιαδήποτε μορφή δεν είναι η λύση αλλά το πρόβλημα.
Το είδος της αλλαγής που χρειαζόμαστε μπορεί να έρθει μόνο από αλλού, από ένα σχέδιο που είναι τουλάχιστον αντινεοφιλελεύθερο, αν όχι αντικαπιταλιστικό. Ένα τέτοιο σχέδιο μπορεί να γίνει ιστορική δύναμη μόνο όταν ενσαρκωθεί σε έναν αντι-ηγεμονικό κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας. Όσο μακρινή και αν φαίνεται αυτή η προοπτική αυτή τη στιγμή, η καλύτερη ευκαιρία μας για μια υποκειμενική-αντικειμενική λύση είναι η προοδευτική φιλολαϊκή πολιτική. Αλλά ακόμη και αυτό μπορεί να μην είναι ένα σταθερό τελικό σημείο. Η προοδευτική φιλολαϊκή πολιτική θα μπορούσε να καταλήξει να είναι μεταβατική -ένας ενδιάμεσος σταθμός στο δρόμο προς κάποια νέα μετα-καπιταλιστική μορφή κοινωνίας.
Όποια κι αν είναι η αβεβαιότητας μας σχετικά με το τελικό σημείο, ένα πράγμα είναι σαφές: αν δεν επιδιώξουμε αυτή την επιλογή τώρα, θα παρατείνουμε το σημερινό μεσοδιάστημα. Αυτό σημαίνει την καταδίκη των εργαζομένων όλων των πεποιθήσεων και όλων των χρωμάτων σε αυξανόμενο άγχος και φθίνουσα υγεία, σε διογκούμενο χρέος και υπερκόπωση, σε ταξικό απαρτχάιντ και κοινωνική ανασφάλεια. Αυτό σημαίνει επίσης την εμβάπτισή τους σε μια ολοένα και μεγαλύτερη έκταση νοσηρών συμπτωμάτων —σε μίση που γεννιούνται από την αγανάκτηση και εκφράζονται με την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, σε ξεσπάσματα βίας που ακολουθούνται από περιόδους καταστολής, σε έναν άγριο κόσμο όπου η αλληλεγγύη συρρικνώνεται μέχρι το σημείο εξαφάνισης. Για να αποφύγουμε αυτή τη μοίρα, πρέπει να έρθουμε σε οριστική ρήξη τόσο με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία όσο και με τις διάφορες πολιτικές αναγνώρισης δικαιωμάτων που την έχουν υποστηρίξει κατά την τελευταία περίοδο −απορρίπτοντας όχι μόνο τον απομονωτικό εθνικισμό αλλά και τον φιλελεύθερο αξιοκρατικό ατομικισμό. Μόνο με τον συνδυασμό μιας ισχυρά εξισωτικής πολιτικής διανομής του εισοδήματος με μια ουσιαστικά συμπεριληπτική, ταξικά ευαίσθητη πολιτική αναγνώρισης δικαιωμάτων μπορούμε να οικοδομήσουμε έναν αντι-ηγεμονικό κοινωνικό συνασπισμό ικανό να μας οδηγήσει πέρα από την τρέχουσα κρίση σε έναν καλύτερο κόσμο.
________________________________
ΣΗΜ.1. Αναπαραγωγή απο εδώ : https://commune.org.gr/nansy-freizer-to-palio-pethainei-kai-to-kainourgio-argei-na-gennithei/
ΣΗΜ.2. Δημοσιεύθηκε στην σελίδα Το Μωβ στις 29/5/2025.
Μετάφραση και εισαγωγή της Αθανασίας Μπενέκου.