Μια φορά, ήταν ένα μικρό χαρούμενο γατάκι, που ζούσε σε ένα μικρό χαρούμενο σπιτάκι, όπου κατοικούσε μια μικρή χαρούμενη οικογένεια. Ο μπαμπάς ήταν χαρούμενος, σφύριζε χαρούμενους σκοπούς, ξύπναγε χαρούμενος κάθε πρωί με ήλιο ή με μπόρα και πήγαινε χαρούμενος στη δουλειά του, που του άρεσε πολύ. Η μαμά ήταν κι αυτή πολύ χαρούμενη γιατί είχε μια δουλειά που της έδινε πολλή χαρά. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα επίσης, γιατί λάτρευαν το σχολειό τους, τη δασκάλα τους και όλα τα μαθήματα τα μελετούσαν με ευχαρίστηση. Ολοι στο σπιτάκι αυτό ήταν χαρούμενοι γιατί έκαναν κάτι που τους άρεσε πολύ, αγαπούσαν τη γνώση, αγαπούσαν τη δουλειά, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο -το κυριότερο- και περνούσαν τις μέρες τους με γέλια και χαρές και ξεφάντωσες πολλές, μέχρι που πλάκωσαν κάτι κακοί μαφιόζοι και γκρέμισαν το σπιτάκι, έστειλαν το μπαμπά στα ξένα για δουλειά, έβαλαν τη μαμά στα αζήτητα -εφεδρεία, το είπαν- και στείλαν τα παιδιά σκλάβους στα ξενοδοχεία να γυαλίζουν παπούτσια τουριστών, μια και τα σχολεία τα είχαν ήδη σφραγίσει αφού διώξαν όλους τους δασκάλους. Το γατάκι, που είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια πανέμορφη γάτα, το έβαλαν σε φούρνο μικροκυμάτων, γέλασαν με το μπαμ! που έκανε όταν έσκασε και «έτσι σκίζουν σήμερα τις γάτες ρε!» ακούστηκε μια αγριοφωνάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου