Σελίδες

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

το Πολυτεχνείο: πόση αλήθεια και πόσο μύθος

Σήμερα θα διηγηθώ εδώ, γράφοντας κατευθείαν όπως συνηθίζω, μερικά πράγματα που λέω προφορικά συζητώντας με φίλους ή με τα παιδιά μου. Το αποφάσισα, επειδή δεν έχω πλέον κάτι να χάσω από αυτή την ιστορία που λέγεται "Πολυτεχνείο" ούτε υπάρχει κάτι να κερδίσω -κυρίως αυτό.
Η αλήθεια είναι πως μου γυρίζουν τ' άντερα όταν βλέπω και ακούω μερικούς αυτοβαφτισμένους "ήρωες" να επαίρονται και να εξαργυρώνουν την στιγμιαία ύπαρξή τους σε ένα τόπο ο οποίος συνέβη να δοξαστεί κατά παραγγελία, μετά τα θλιβερά γεγονότα του Νοέμβρη του 1973.
 
Είμαι πεπεισμένη ότι όσοι βρεθήκαν* στ' αλήθεια στο χώρο αυτό και ένιωσαν στο μέσα τους την ανατριχίλα, ένα μείγμα τρόμου και θάρρους μπροστά στο αναπόφευκτο, δύσκολα μπόρεσαν να προβούν σε αυτή την εξαργύρωση. Κάποιοι αντάλλαξαν με καρέκλες εκείνες τις μεγαλειώδεις στιγμές της ιστορίας κινούμενοι από υπέρμετρη φιλοδοξία, κάποιοι το έκαναν από αφέλεια και από ειλικρινή ελπίδα ότι κάτι μπορεί πράγματι να αλλάξει σε αυτό τον τόπο. Ολους αυτούς σχεδόν, τους έφαγε η μαρμάγκα, δηλαδή παρασύρθηκαν από το ρεύμα του "μεροδούλι μεροφάι" -το έκαναν επάγγελμα- και ήταν δύσκολο να πισωγυρίσουν. Κάποιοι έπαιξαν καλά το ρόλο του "ήρωα", έστω και αν εκείνες τις μέρες δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν από το σπιτάκι τους ή "αντιστεκόντουσαν" στην ξενητειά με τα λεφτά του καλοβολεμένου μπαμπά τους -και είναι αρκετοί.
 
Τότε λοιπόν, δούλευα σε δυο δουλειές. Τα απογεύματα σε ένα γραφείο στο Λυκαβηττό και τα πρωινά σε μια επαγγελματική σχολή απέναντι από το Πολυτεχνείο. Από την Τρίτη, 13 Νοέμβρη, υπήρχε μια κινητικότητα στην περιοχή. Εχοντας ζήσει τα γεγονότα της Νομικής, νόμιζα πως πρόκειται για κάτι παρόμοιο, πως θα μαζέψουν τα παιδιά και θα ξεφουσκώσει το πράγμα. Η επίφαση δημοκρατίας όμως που ήθελε να δείξει ο Παπαδόπουλος με την πρόταση "Μαρκεζίνη", επέτρεψε να γιγαντωθεί η δυναμική αντίδραση των φοιτητών. Δειλά δειλά, στην αρχή κανείς δεν πίστευε ότι το πράγμα θα έφτανε στα άκρα, μέχρι την Πέμπτη που ξεθάρρεψε ο κοσμάκης και τριγύριζε το χώρο του Ε.Μ.Π. σαν να πήγαινε σε πανηγύρι. Η ελπίδα να ξεφορτωθούμε τη δικτατορία έδειχνε να γίνεται πράξη.
 
Κάθε πρωί λοιπόν και κάθε μεσημέρι, όπως πηγαινοερχόμουν στη δουλειά μου, περνούσα έξω από το Πολυτεχνείο. Φορούσα τότε ένα κόκκινο δερμάτινο κοντό παλτουδάκι. Μπαμ έκανα, περνώντας ανάμεσα σε κάτι ντερέκια της αστυνομίας παρατεταγμένα απέναντι από το Πολυτεχνείο, που κάπως σαν να χαμογελούσαν δίνοντας την εντύπωση ότι επικροτούσαν την κατάσταση. «Μυστήρια πράγματα» σκέφτηκα. Την Πέμπτη, μπήκα μέσα μαζί με τον αδελφό μου, καλεσμένοι από ένα φίλο μας, τον Λάμπρο Τζιάνο, φοιτητή της οδοντιατρικής, έναν 20χρονο κούκλο. Ο αδελφός μου είχε ενθουσιαστεί και, με το ταλέντο που διέθετε, ζωγράφιζε διάφορα πάνω σε λεωφορεία με την προτροπή των οδηγών τους. Περιστέρια, λουλούδια, το Μαρκεζίνη μαϊμού, καρικατούρες στρατιωτικών, όπλα διαγραμμένα, κλπ. Κάποιος τον πλησίασε και του είπε να γράψει συνθήματα υπέρ κομμάτων (ανύπαρκτων φυσικά, δικτατορία είχαμε ακόμα) κι εκείνος αρνήθηκε. Κάποιοι τον γιουχάραν, κάποιοι τον ενθάρρυναν, θύμωσε και τα παράτησε.
 
Την Παρασκευή το μεσημέρι πήγαμε πορτοκάλια και μας έδιναν κι άλλοι άνθρωποι διάφορες σακκούλες περνώντας τις από τα κάγκελα και τις στοιβάζαμε μέχρι να έρθουν φοιτητές να τις πάρουν. Φορούσα ένα μαύρο ταγιέρ της γιαγιάς μου. Δεν το ξαναφόρεσα από τότε, το έχω κρεμασμένο στο ντουλάπι. Κατά το απογευματάκι, φύγαμε με τα πόδια για το σπίτι. Ο μικρός μας αδελφός ήταν φαντάρος στη Θήβα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Πηγαίνοντας για το σπίτι, περάσαμε απο το γραφείο όπου δούλευα, στο Λυκαβηττό. Εκεί, υπήρχε ραδιόφωνο που μετέδιδε την εκπομπή από το σταθμό του Πολυτεχνείου. Ρίγος. Φήμες διάφορες. Ετερόκλητα άτομα είχαν συγκεντρωθεί στο γραφείο αυτό, λόγω γειτονίας. Φύγαμε για το σπίτι, όπου οι γονείς ανησυχούσαν γνωρίζοντας τον ατίθασο χαρακτήρα του αδελφού μου. Ο Διομήδης Κομνηνός νεκρός από σφαίρα, ένα παιδάκι της Β' Λυκείου ήταν, αν θυμάμαι καλά, 17χρονο, με το μηχανάκι του έσπαγε τον κλοιό των αστυνομικών και εφοδίαζε με διάφορα τους έγκλειστους. Το βράδυ κατά τις 10:00, το πυροβόλησαν. Μετά από αυτό το άκουσμα, έφυγα για το δικό μου σπίτι με τα πόδια. Εκείνος έμεινε με τους γονείς.
 
Περπατούσα παραζαλισμένη, μου ερχόταν να χτυπάω τα κουδούνια στο δρόμο, να καλέσω τον κόσμο να κατέβουμε στο Πολυτεχνείο. Εφτασα στο σπίτι μου κι άνοιξα το ραδιόφωνο. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου έπαψε σε λίγο να εκπέμπει, «πάει, τα φάγαν τα παιδιά» είπα μέσα μου κι έπιασα κάποιον άλλο σταθμό που καλούσε τους φοιτητές στην πλατεία Κολιάτσου για να τους οδηγήσει κάποιος από στενά στο Πολυτεχνείο. Τι στενά; αναρωτήθηκα και δεν έκανα λάθος. Ο σταθμός αυτός ήταν μούφα, βαλτός ώστε να εξαπατήσει κόσμο και έγινε αιτία να συλληφθούν μερικοί αφελείς. Ηχογράφησα την εκπομπή αυτή και κάπου υπάρχει η κασέτα.
 
Μέσ' στη νύχτα, άκουσα τανκς να κατεβαίνουν προς το κέντρο της Αθήνας. Κοιμήθηκα για λίγες ώρες και ξύπνησα νωρίς το πρωί του Σαββάτου, 17 Νοέμβρη, άνοιξα πάλι το ραδιόφωνο να δω πώς ήταν τα πράγματα, να αποφασίσω αν θα πήγαινα στην πρωινή μου δουλειά. Οι σταθμοί παίζαν εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια, σημάδι ότι όλα συνέχιζαν όπως και πριν. Ετσι, ετοιμάστηκα να φύγω για τη δουλειά μου, απέναντι από το Πολυτεχνείο. Οπως συνήθιζα, πήρα ταξί.
 
Οπως στρίψαμε -γύρω στις 8:30 η ώρα το πρωί- στην οδό Τζωρτζ (τότε επιτρεπόταν η κατεύθυνση προς το Πολυτεχνείο) αντικρύσαμε ένα σωρό πυροσβέστες να ρίχνουν νερό στο πεζοδρόμιο, έξω από την πύλη της Στουρνάρη. Ολο το πεζοδρόμιο μια μαυρίλα από τα αποκαΐδια. Στρίψαμε στην Πατησίων και είδα την κεντρική πύλη κατεβασμένη, τα αυτοκίνητα λιώμα, τη μερσεντές του Πολυχρονόπολου (χουντικού καθηγητή) να έχει ύψος ίσαμε 40 με 50 εκατοστά από το έδαφος. Πήγα στη δουλειά μου, στην τεχνική σχολή.
 
Οι μαθητές ερχόντουσαν κατά κύματα, με κατακόκκινα μάτια από τα δακρυγόνα, τρομαγμένοι. Στους γύρω δρόμους επικρατούσε πανικός. Ακουγόντουσαν πυροβολισμοί. Μαζέψαμε τους μαθητές στο διάδρομο της σχολής, μη φτάσει καμιά αδέσποτη ριπή από τα παράθυρα και περιμέναμε. Μια μαθήτρια ανησυχούσε για τον αδελφό της, το Στέφανο Πάντο-Κίκκο, που βρισκόταν την προηγούμενη μέρα στο Πολυτεχνείο (σπουδαστής αρχιτεκτονικής) και δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Αργότερα, έμαθα ότι ήταν ζωντανός και τον κρατούσαν στην ασφάλεια.
 
Κατά τις 11:00, η κατάσταση φάνηκε να έχει ηρεμήσει και αφήναμε τους μαθητές να φεύγουν λίγοι λίγοι από τη σχολή. Γύρω στη 1:00 μμ, αφού είχαν φύγει όλα τα παιδιά, αρχίσαμε να φεύγουμε κι εμείς οι εργαζόμενοι. Φορούσα κι εκείνη τη μέρα το κόκκινο δερμάτινο παλτουδάκι μου κι από μέσα ένα συνολάκι μπλε, παντελόνι πουλόβερ. Εκανε ψύχρα, αν και είχε λιακάδα. Ηλιος με δόντια, που λένε. Βγήκα με ένα συνάδελφο, καθηγητή φυσικό. Φορούσε μια άσπρη καπαρντίνα.
 
Σε όλο το μήκος της Πατησίων, ήταν παρατεταγμένα τανκς κάθε 200 με 300 μέτρα περίπου. Μόλις τα είδα, του λέω «βγάλε την καπαρντίνα σου», την έβγαλε, έβγαλα και 'γώ το κόκκινο παλτό, το τύλιξα με κείνη και κρατούσα το δέμα αυτό αγκαλιά. Κρατημένοι σφιχτά από το μπράτσο, διασχίσαμε την Πατησίων και ανεβαίναμε προς τα Εξάρχεια. Από τους κάθετους δρόμους περνούσαν τρέχοντας διάφορα μπουλούκια νεαρών, μια προς τη μια και μια προς την άλλη κατεύθυνση. Εμείς οι δυο προχωρούσαμε ευθεία εμπρός, χωρίς να στρίβουμε κεφάλι, με σταθερό βήμα.
 
Κάποια στιγμή χωριστήκαμε, εκείνος πήγαινε προς του Γκύζη και 'γώ προς το Λυκαβηττό. Το κόκκινο παλτό δεν το φόρεσα, το κρατούσα παραμάσχαλα σαν τσάντα. Πήρα την Καλλιδρομίου όπου γινόταν λαϊκή και ήταν σαν να βρέθηκα σε άλλο κόσμο, παρ' όλο που κόντευε να τελειώσει. Εφτασα στο γραφείο όπου δούλευα τα απογεύματα και τηλεφώνησα στους γονείς μου να μην ανησυχούν. Ανοίξαμε ραδιόφωνο, πιάσαμε ξένους σταθμούς, μάθαμε τα καθέκαστα. Λίγο αργότερα, ενημέρωναν και οι δικοί μας σταθμοί τι είχε συμβεί, για τους περήφανους ευέλπιδες, για τον Διοικητή της Σχολής Ευελπίδων κ. Ιωαννίδη, ο οποίος έδωσε λύση, κλπ. Ενας κύριος, συγγενής κάποιου γνωστού, ο οποίος ήταν ταξίαρχος εν ενεργεία τότε και είχε βρεθεί στο γραφείο όλως τυχαίως -το γραφείο είχε γίνει κέντρο διερχομένων- είχε την καλύτερη εντύπωση για τον Ιωαννίδη και έλεγε ότι «τώρα θα δει άσπρη μέρα η πατρίς», κλπ. Ο γιος του κυρίου αυτού ήταν υποψήφιος Νομάρχης στις πρόσφατες εκλογές.
 
Στο γραφείο αυτό έμαθα επίσης ότι το προηγούμενο βράδυ, την ώρα που δολοφονούσαν τον άτυχο Διομήδη, γύρω στις 10:00 δηλαδή, ο κ. Παπασπύρου, Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής πριν αυτή διαλυθεί από τους δικτάτορες, είχε πει στην αδελφή του με την οποία ζούσε «αδελφή, ετοίμαζέ μου τη βελάδα**, δώσ' τη στο καθαριστήριο» προβλέποντας τη Δημοκρατία που ερχόταν. Εκείνη την ώρα, πέρασε μια βόλτα από το Πολυτεχνείο με το αυτοκίνητό του. Εμαθα ότι και άλλοι πολιτικοί έκαναν το ίδιο περίπου εκείνο το βράδυ, την περίπτωση του Παπασπύρου όμως τη γνωρίζω από πρώτο χέρι που λένε, γιατί ήμουν καλεσμένη να κάνω αυτή τη βόλτα με το αυτοκίνητο αλλά αρνήθηκα και πήγα στο σπίτι των γονιών μου.
 
Μερικές απορίες που τριβέλιζαν και τότε το μυαλό μου παραμένουν ως αναπάντητα ερωτήματα.
 
Τι θα γινόταν αν είχε εκφραστεί νωρίτερα η στήριξη του "παλαιού" πολιτικού κόσμου προς τους εξεγερμένους φοιτητές;
 
Τι θα γινόταν αν το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε τα πρωινά παρέμενε ως αργά τη νύχτα; κάθε νύχτα;
 
Στην εξέγερση αυτή δεν δόθηκε η σημασία την οποία αναζητούσε εξαρχής, αφέθηκε στην τύχη της, να βγάλουν οι νέοι σπουδαστές το φίδι από την τρύπα και να επωφεληθούν οι άλλοι αργότερα, ο κόσμος έδρασε ως συνήθως σαν κοπάδι που δεν πάει πουθενά χωρίς αρχηγό, οι νέοι έμειναν εκτεθειμένοι στην οργή των σκληροτράχηλων δυναστών. Στα νοσοκομεία δεν έδιναν ονόματα αληθινά γιατί καιροφυλακτούσαν «τα σκυλιά του Ιωαννίδη» κι έτσι δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των τραυματιών και νεκρών. Πολλοί νέοι κυνηγήθηκαν και κατά τους επόμενους μήνες, πολλοί βρέθηκαν «αυτοκτονημένοι» με παράξενους τρόπους, όπως συνέβη σε αρκετούς θυρωρούς πολυκατοικιών να χάσουν τη ζωή τους κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες -ξεκαθάρισμα ή εξαφάνιση μαρτύρων;- το καλοκαίρι του '74.
 
Το Πολυτεχνείο ως σύμβολο αντίστασης στη δικτατορία υπάρχει μετά την αποκατάσταση του πολιτεύματος. Η πρώτη επέτειος και ο πανηγυρικός εορτασμός της μου δημιούργησαν απωθητικά συναισθήματα. Μέσα στο Πολυτεχνείο ακουγόντουσαν τα συγκλονιστικά αντάρτικα τραγούδια και απέξω πουλούσαν σουβλάκια. Μέσα στο Πολυτεχνείο είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι επαναπατρισθέντες "αντιστασιακοί" οι οποίοι διεκδικούσαν (και τις κέρδισαν) θέσεις στο διδακτικό προσωπικό. Απέξω, ο κοσμάκης πανηγύριζε. Το απόγευμα έγινε η πορεία χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Τόσο καλή περιφρούρηση. Δεν πήγα στην πορεία. Σε πορεία για το Πολυτεχνείο πήγα πολύ αργότερα μαζί με τα παιδιά μου, τότε το θεώρησα χρέος, να μάθουν πέντε πράγματα.
 
Αν κάποια χρονιά καταθέσει στεφάνι και ο κ. Λιακόπουλος π.χ. δεν θα μου κάνει καμιά εντύπωση. Το Πολυτεχνείο ως σύμβολο -για μένα, γνώμη μου- έχει προδωθεί. Από μερικούς οι οποίοι το θεώρησαν τσιφλίκι τους ή το παρέδωσαν δέσμιο στους επελθόντες τσιφλικάδες.
Το Πολυτεχνείο υπήρξε μια ιστορική στιγμή κοινωνικής υγείας και μαζικότητας, η οποία -όταν δεν καπηλεύτηκε- έμεινε ανεκμετάλλευτη. Πόσα "Πολυτεχνεία" χρειάζονται άραγε ώστε να ξυπνήσουμε, να διεκδικήσουμε την ανθρωπιά μας;
-----------
* δυσκολεύομαι ακόμα να χρησιμοποιήσω α' πληθυντικό πρόσωπο
** βελάδα= το επίσημο ένδυμα των βουλευτών
-----------
Πρωτογράφτηκε στις 11/16/2006 05:07:00 μ.μ. εδω-->> https://rodiat5.blogspot.com/2006/11/blog-post_116368971756225762.html καθώς και στις "ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ" του f/b στις 17/11/2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια: