//Ανήκω σε μια γενιά που πολιτικοποιήθηκε βίαια και απότομα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Έχοντας περάσει όλη την παιδική μας ηλικία, δημοτικό και γυμνάσιο, στην πρώτη 8ετία του ΠΑΣΟΚ, ένα είδος εποχικής dolce vita στην ελληνική ιστορία, ακούγοντας κάποιοι από εμάς ιστορίες για την «δεξιά», την ταυτίζαμε εκείνη την εποχή με τις βιντεοταινίες του Ψάλτη και τις επιθεωρήσεις στο Δελφινάριο. Και μια μέρα ξυπνήσαμε με το μελανιασμένο πρόσωπο του Νίκου Τεμπονέρα στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Και με την αστυνομία να δέρνει κόσμο στις στάσεις του ΗΣΑΠ. Και με τον πατέρα του συμμαθητή μας να απολύεται.
Μπορώ να καταλάβω ότι για όποιον/αν γεννήθηκε μετά το 1976 ή το 1977, όλα αυτά δεν σημαίνουν πολλά. Αφηρημένες ή συγκεκριμένες έννοιες, όπως αρχαιοκάπηλος, πλαστογράφος, συκοφάντης μοιάζουν με θραύσματα ενός γενικευμένου βερμπαλισμού, άλλες πάλι, όπως το βρυκόλακας, μπορεί να μοιάζουν γκροτέσκ.
Χωρίς να ελπίζω ότι οποιαδήποτε σύνοψη μπορεί να αντικαταστήσει το βίωμα, θέλω να προσπαθήσω να ανακαλέσω τον βίο του ανδρός.
Γεννημένος μέσα στην οικογένεια Βενιζέλου (του Ελευθέριου, όχι του άλλου του χλεχλέ), δηλαδή αυτήν που ανέλαβε να πάρει τον ελληνικό καπιταλισμό από το χέρι και να τον βγάλει στο δρόμο, ο Μητσοτάκης είχε ίσως περισσότερο από κάθε άλλον πολιτικό στην Ελλάδα ανεπτυγμένη την αίσθηση της ταξικής συνείδησης. Μόνο που, αντίθετα από το στερεότυπο που θέλει τον «πραγματικό αστό» να είναι ένας καλλιεργημένος ευπατρίδης, η αληθινή ταξική συνείδηση του αστού περιλαμβάνει όλη τη βρώμα και τη δυσωδία, τη βία, τη μικροψυχία, την εκδικητικότητα και την ελεεινότητα που κουβάλησε σε όλη της τη ζωή η μορφή του Μητσοτάκη.
Πολιτευτής στην Κρήτη στη νεανική του ηλικία, ο Μητσοτάκης είναι αυτός που θα συνδεθεί στον πόλεμο με τις ομάδες των κρητικών ταγμάτων ασφαλείας του Μπαντουβά και του Γύπαρη, θα συμμετάσχει ενεργά στην απόφαση να μην αφοπλιστούν οι γερμανικές δυνάμεις μετά τη συνθηκολόγηση και θα οργανώσει την εξόντωση των αριστερών της Κρήτης, την οποία θα προπαγανδίζει μέσω της εφημερίδας που αρχίζει να εκδίδει τον «Κήρυκα των Χανίων» (ναι, ναι, τον ίδιο αυτόν με τα τραπεζικά δάνεια), στον οποίον αρθρογραφεί σταθερά και ο ίδιος ο Παύλος Γύπαρης, ο διαβόητος μαχαιροβγάλτης φονιάς των «Δημοκρατικών Ταγμάτων Ασφαλείας».
Χρόνια αργότερα, ο Μητσοτάκης θα καταπιαστεί με αφοσίωση στην προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως συμφιλιωτή και πλαστογραφώντας το έγγραφο ειρήνευσης μεταξύ του ΕΑΜ Κρήτης και της ΕΟΚ, προκειμένου να προστεθεί το όνομά του.
Στη δεκαετία του '60, ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει ρόλο «χρυσού παιδιού» της δεξιάς πτέρυγας του Κέντρου, η οποία υπερασπίζεται με θέρμη τη στενή συνεργασία όλου του αστικού πλέγματος (παλάτι, αμερικανική πρεσβεία, δεξιά, κέντρο) ενάντια στο ΚΚΕ, σε αντιπαραβολή με ιδέες που προτείνουν χαλάρωση του μετεμφυλιακού κράτους. Όταν μετά την εκλογική νίκη του Κέντρου το 1963, ο ελεεινός κατά τα άλλα Γιώργος Παπανδρέου θα βρεθεί σε σύγκρουση με το υπερ-αντιδραστικό σύμπλεγμα που εξουσιάζει πραγματικά (παλάτι, ακροδεξιά κλιμάκια του στρατού που εκφράζονται μέσω του ΙΔΕΑ, μετεμφυλιακά «τζάκια», ακροδεξιό παρακράτος, ηρακλείς του Ψυχρού Πολέμου κ.ά.), ο Μητσοτάκης θα οργανώσει την περίφημη επιχείρηση της αποστασίας 50 βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, προκειμένου να επιστρέψει την εξουσία στο παλάτι και τη Φρειδερίκη -και από εκεί στη φασιστική χούντα του ΙΔΕΑ.
Η αποστασία του '65 είναι κάτι περισσότερο από ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, όπως μπορεί να μοιάζει σήμερα. Είναι κατά κύριο λόγο η ανακοπή ενός κλίματος που επιτρέπει στην ελληνική κοινωνία, και ιδιαίτερα στην αριστερά, να αρχίζει να συνέρχεται από την ήττα του εμφυλίου σε όλα τα επίπεδα: από το άδειασμα των ξερονησιών μέχρι το ανέβασμα πολιτικών θεατρικών έργων. Η ανατροπή αυτή γεννά την πρώτη μεγάλη κινητοποίηση μετά την ήττα: τα Ιουλιανά. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται με συγκρουσιακή διάθεση στους δρόμους, αμφισβητώντας ολόκληρο το μετεμφυλιακό πρόσωπο του ελληνικού κράτους και όχι απλά την αποστασία. Κεντρικό σύνθημα του κινήματος όμως είναι το «Μητσοτάκη κάθαρμα!». Στις διαδηλώσεις δολοφονείται ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας από την αστυνομία. 1,5 χρόνο μετά η χούντα θάβει οριστικά κάθε απόπειρα άλλης κίνησης της ελληνικής κοινωνίας και ο Μητσοτάκης αυτοεξορίζεται (sic) στο Παρίσι, με την πολιτική του καριέρα κατεστραμμένη. Φευ...
Η μεταπολίτευση τον βρίσκει να προσπαθεί να αναστήσει την πολιτική του καριέρα ως πολιτευτής -ξανά- της Κρήτης, κάτι το οποίο καταφέρνει χάρη σε ένα τεράστιο σύμπλεγμα κουμπαριών και πελατειακών σχέσεων. Το 1980 τον περιμαζεύει η Δεξιά στις τάξεις της και το 1985 τον εκλέγει αρχηγό της, ως τον μόνο που μπορεί να τα βάλει με τον Ανδρέα. Πράγματι ένας άνθρωπος που ακούει εκατομμύρια άλλους ανθρώπους να τον αποκαλούν ομοθυμαδόν «κάθαρμα» και δεν ιδρώνει το αυτί του, είναι ικανός για τα πάντα.
Ως πρόεδρος της ΝΔ, ο Μητσοτάκης αποστρατεύει την κουρασμένη ακροδεξιά μιας άλλης εποχής και την αναγεννά με όρους πολιτικής ανακύκλωσης που έχει διδαχθεί από τη θητεία του στο Κέντρο. Στη δεξιά του χωράνε όλοι: χουνταίοι, φασίστες, βασιλόφρονες, κεντρώοι και πεφωτισμένοι φιλελεύθεροι, αλλά όχι πλέον με τη σκονισμένη προβιά της δεκαετίας του '50, αλλά με την νέα μορφή της Θάτσερ και του Ρίγκαν. Η ξεχασμένη δεξιά των μαχαιροβγαλτών και των συνεργατών των ναζί θα αποκατασταθεί στην κολυμβήθρα των ιδιωτικοποιήσεων. Αναβαπτισμένοι φασιστοκομματάρχες της παλιάς εποχής, θα μπουν δυναμικά στη νέα, ετοιμάζοντας το 1985 και το 1989 στην επαρχία φέρετρα για να βάλουν μέσα τους αντιπάλους τους μετά τις εκλογές.
Για να κυβερνήσει ο Μητσοτάκης θα περάσει, ξανά πάνω από το πτώμα της αριστεράς, στην οποία θα δώσει το 1989 το αποτελειωτικό κτύπημα, με την κυβέρνηση Τζαννετάκη. Θα το πληρώσει ακριβά δύο χρόνια αργότερα, όταν θα βρει μπροστά του ένα κοινωνικό κίνημα χειραφετημένο και απελευθερωμένο από την ημιθανή μετεμφυλιακή αριστερά. Ωστόσο, ας έχουμε στο μυαλό μας, ότι πάντοτε, το '45, το '65, το '89, ο Μητσοτάκης είναι κατεξοχήν ο πολιτικός ο οποίος υποστηρίζει και το υπερασπίζεται με τις πράξεις του, ότι η καπιταλιστική σταθερότητα στην Ελλάδα περνάει μέσα από την ολοκληρωτική συντριβή των οργανωμένων δυνάμεων του εργατικού κινήματος: Σφαγή - περιθωριοποίηση - διαπόμπευση δια της ενσωμάτωσης, τρία στάδια μέσα σε 45 χρόνια, στα οποία είναι ο πρωταγωνιστής.
Τα τρία χρόνια εξουσίας του μένουν αξέχαστα σε όσους τα έζησαν. Ο Μητσοτάκης ασκεί ένα πρόγραμμα θατσερισμού που ιδιωτικοποιεί τα πάντα και απολύει κατά συρροή, το οποίο αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν οι Γυπαραίοι τραμπούκοι της σύγχρονης εποχής. Σε διεθνές επίπεδο η Ελλάδα συνάπτει συμφωνία με τον Μιλόσεβιτς και τον Κάρατζιτς που πνίγουν τη Βοσνία στο αίμα. Στο επίπεδο της ασφάλειας, το περιβάλλον Μητσοτάκη θα φτιάξει ένα σύστημα επικηρύξεων σχετικών με την «τρομοκρατία» γύρω από το οποίο θα στηθεί ένα κατασταλτικό πάρτι. Αγωνιστές όπως ο Γιάννης Μπουκετσίδης, ο Γιώργος Μπαλάφας, ο Νώντας Σκυφτούλης θα περάσουν μήνες στις φυλακές, όντας απεργοί πείνας, θύματα εμφανών σκευωριών που έχουν στηθεί με στόχο τις επικηρύξεις.
Στο ζήτημα της οικονομίας, το κλείσιμο μιας σειράς εργοστασίων βυθίζει ολόκληρες πόλεις (Πάτρα, Νάουσα κ.ά) στην ανεργία και τη φτώχεια από την οποία δε βγήκαν ποτέ. Ιδιωτικοποιείται όλος ο τραπεζικός τομέας, για να μπορεί να κερδοσκοπεί και να ανακεφαλαιοποιείται ανενόχλητος την επόμενη 25ετία. Η ιδιωτικοποίηση των αστικών λεωφορείων με ταυτόχρονη απόλυση όλων των εργαζόμενων σε αυτά αποτελεί ακόμα και σήμερα το πιο επιθετικό κρατικό λοκ-άουτ της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά οδηγεί και σε μια από τις σκληρότερες απεργίες της μεταπολίτευσης: όλον τον Αύγουστο του 1992, η Αθήνα είναι το θέατρο συγκρούσεων μέσα και έξω από τα αμαξοστάσια. Ο Μητσοτάκης συναντάται με τις γυναίκες των απολυμένων και την επομένη δηλώνει: «Γελάω με τις γυναίκες των απολυμένων που έρχονται και με παρακαλάνε ότι οι άνδρες τους δεν έχουν δουλειά και δεν έχουν να φάνε».
Στα σχολεία ο νόμος-πλαίσιο του Κοντογιαννόπουλου επιχειρεί, μεταξύ άλλων, να επαναφέρει τις σχολικές ποδιές (!), καταργώντας κάθε δικαίωμα που κατακτήθηκε μετά το 1974 και εγκαθιστώντας ένα δρακόντειο πόιντ-σίστεμ πειθάρχησης. Η απάντηση είναι το μαζικότερο κίνημα καταλήψεων όλων των εποχών, από την πρώτη γενιά ανθρώπων που δεν έχει καμία αναφορά, ούτε στην ΕΣΣΔ ούτε στο ΚΚΕ ούτε σε κανέναν άλλον. Το σύνθημα «οι καταλήψεις είναι παράνομες και οι ανακαταλήψεις νόμιμες» που λανσάρουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι αποτελεί σήμα για να ξαμοληθούν οι τραμπούκοι δολοφόνοι της μητσοτακικής ΟΝΝΕΔ στα σχολεία για να κυνηγήσουν μαθητές.
Ο μαθηματικός Νίκος Τεμπονέρας θα πέσει νεκρός από τα πολλαπλά χτυπήματα με σιδερολοστούς της ηγεσίας της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, τον Καλαμπόκα και τα πρωτοπαλλήκαρά του. Μετά τον Σωτήρη Πέτρουλα, ο Μητσοτάκης «υιοθετεί» και τον δεύτερο πιο συμβολικό νεκρό της μεταπολεμικής Ελλάδας. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι φτιάξαμε την κοινωνική και την πολιτική μας συνείδηση, εκείνες ακριβώς τις μέρες που ακολούθησαν την 9η Ιανουαρίου 1991 και τις συγκρούσεις στον δρόμο, όπως εκατοντάδες χιλιάδες από τους γονείς μας έχτισαν τη συνείδησή τους στις μέρες που ακολούθησαν την 21η Ιουλίου 1965 και τη δολοφονία του Πέτρουλα. Αν πολλά άλλαξαν σε αυτά τα 25 χρόνια, έμεινε εκεί εκείνος ο κρητικός πολιτευτής που οργάνωσε τη σφαγή του ΕΑΜ Κρήτης το 1945 για να αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον.
Ο Μητσοτάκης έχασε τις εκλογές του 1993 και παρά τις επίμονες προσπάθειές του, δεν επέστρεψε ποτέ στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Το όνομά του ωστόσο παρέμεινε στην επικαιρότητα με διάφορους τρόπους: άλλοτε γιατί εμπλέκονταν σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλείας, άλλοτε γιατί έβγαινε από το λαγούμι του για να ζητήσει περισσότερο αίμα εργατών και απολύσεις, άλλοτε γιατί όλη η οικογένειά του εμφανιζόταν να πολιτεύεται με χορηγό τη Siemens, οι σχέσεις με την οποία ανάγονται στην περίοδο διακυβέρνησής του, άλλοτε γιατί η εφημερίδα του εμπλέκονταν σε σκάνδαλο παράνομης δανειοδότησης και άλλοτε γιατί όποτε κάποιος συνομήλικός του πέθαινε, έβγαινε και έκανε -απόντος του πλέον- «αποκαλύψεις» για το κοινό παρελθόν τους, στις επαναλαμβανόμενες προσπάθειές του να πλαστογραφήσει και να ξαναγράψει την ιστορία. Κάπως έτσι απέκτησε στο λαϊκό θυμικό τον τίτλο του Δράκουλα και του Βρυκόλακα. Μοιάζει ίσως γραφικό σήμερα, αλλά είναι απλά η έκφραση ενός εύλογου κοινωνικού μίσους απέναντί του.
Κάποτε, μιλώντας για τη ζωή του, ο Μητσοτάκης είχε αποκαλύψει γελώντας ότι πέρασε σχετικά εύκολα την περίοδο της Κατοχής, γιατί είχε κατορθώσει, παρά τον σχετικό περιορισμό, να γραφτεί σε τρία διαφορετικά συσσίτια (των Κρητών, των φοιτητών Νομικής και των δικηγόρων). Αυτή η ιστορία είναι η ιστορία της ζωής του Μητσοτάκη: ενός ανθρώπου που πλούτιζε πάντα την ώρα που ο κόσμος δίπλα του βυθιζόταν στην απόγνωση και φώναζε με όλη την αλαζονεία του οικονομικού φιλελευθερισμού ότι χρειάζεται κι άλλη απόγνωση στην κοινωνία για να πλουτίσει κι άλλο αυτός και η τάξη του. Ένας από τους πιο πλούσιους και σκοτεινούς ανθρώπους στην Ελλάδα, στην ισόβια υπηρεσία των υπόλοιπων πλούσιων και σκοτεινών -κατά παράβαση του παροιμιώδους εγωισμού των πλούσιων και σκοτεινών.
Με αυτά και με αυτά, ο Μητσοτάκης έφτασε καλοζωισμένος τα 99, για να μηδενίσει λίγο πριν τα 100. Μας καλούν να τον σεβαστούμε σήμερα ως νεκρό και ως σοβαρό αντίπαλο. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Για να φτάσει τα 99 ο Μητσοτάκης χρειάστηκε να μη φτάσει τα 50 ο πολύ αξιότερός του Γιάννης Μπουκετσίδης που πέθανε με την υγεία του κατεστραμμένη από την απεργία πείνας. Για να φτάσει τα 99 ο Μητσοτάκης πέθανε στα 50 του από καρδιά ο θείος της φίλης μου της Αλεξάνδρας, οδηγός λεωφορείου, ένας γλυκύτατος άνθρωπος που απέκτησε το πρόβλημα την εποχή της απόλυσής του. Για να φτάσει τα 99 ο Μητσοτάκης χρειάστηκε να αποδεκατιστούν τα νοσοκομεία και τα σχολεία για να χρηματοδοτηθούν οι τράπεζες που άφησε ανεξέλεγκτες και σήμερα ακόμα να πεθαίνουν άνθρωποι από τις ελλείψεις και να ταξιδεύουν τα παιδιά στην επαρχία 50 χιλιόμετρα τη μέρα για να κάνουν μάθημα. Για να φτάσει τα 99 καλοζωισμένος ο Μητσοτάκης χρειάστηκε να πέσουν νεκροί ο Σωτήρης Πέτρουλας και ο Νίκος Τεμπονέρας, να μείνουν άνεργοι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, να εξοντωθεί η αριστερά της Κρήτης.
Μας ζητάνε να σεβαστούμε τον νεκρό Μητσοτάκη. Να πάνε να δουν αν ερχόμαστε. Και, guess what: ερχόμαστε. Εκατομμύρια άνθρωποι, εξουθενωμένοι και αποδεκατισμένοι από τις πολιτικές του Μητσοτάκη κι έπειτα των επιγόνων του, των οποίων παρέμεινε ο αιώνιος νονός, προσθέτοντας στα αναρίθμητα βαφτιστήρια του.
Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν ξεχνάμε. Δεν συγχωρούμε. Δεν σεβόμαστε. Ο αγώνας για ζωή, ο αγώνας για ελευθερία, ο αγώνας για δικαιοσύνη, ο αγώνας για έναν κόσμο όπου θα δημιουργούμε αντί να πολεμάμε με τη φτώχεια, θα περάσει πάνω από την πραγματική dolce vita, όλων αυτών των καθαρμάτων που οργανώνουν την καπιταλιστική αθλιότητα με το αζημίωτο.
Κάθε αγώνας για κοινωνική απελευθέρωση, θα είναι αγώνας ενάντια σε αυτούς που σε κάθε στιγμή της ιστορίας βρέθηκαν απέναντι από την κοινωνία για λογαριασμό του Κεφαλαίου. Και κάθε σύνθημα σε κάθε έναν από αυτούς τους αγώνες, θα κάνει ηχώ με το σύνθημα του '65 και του '91:
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΘΑΡΜΑ!//
__________________________________
ΣΗΜ.1. άρθρο του Γιάννη Ανδρουλιδάκη στις 29 Μαΐου 2017