Μόλις μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γενικές πολιτικές επιδιώξεις των Αργυραμοιβών άρχισαν να γίνονται ξεκάθαρες. Τώρα που μπορούσαν να ελέγχουν τις εθνικές οικονομίες ξεχωριστά, το επόμενο βήμα ήταν η τελική μορφή εδραίωσης της θέσης τους: Παγκόσμια Κυβέρνηση.
Στην πρόταση για νέα Παγκόσμια Κυβέρνηση δόθηκε η πιο υψηλή προτεραιότητα, κατά την διάρκεια της Διάσκεψης για την Ειρήνη, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ονομάστηκε “Η Κοινωνία των Εθνών”.
Αλλά, παρά την έκπληξη του Πολ Βάρμπουργκ και του Μπερνάρντ Μπαρούχ, που παρακολουθούσαν την Διάσκεψη Ειρήνης με τον Πρόεδρο Γουίλσον, ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιμος να διαλύσει τα εθνικά του σύνορα.
Ο εθνικισμός χτυπούσε ακόμη δυνατά στις καρδιές των ανθρώπων. Για παράδειγμα, ο Λόρδος Κούρζον, ο βρετανός υπουργός εξωτερικών, αποκάλεσε την Κοινωνία των Εθνών “ένα καλό αστείο”, ακόμη και αν ήταν δηλωμένη η πολιτική της Βρετανικής Κυβέρνησης ότι θα το υποστηρίξει.
Προς ταπείνωση του Προέδρου Γουίλσον, ούτε το Κοινοβούλιο επικύρωσε την Κοινωνία των Εθνών. Παρά το γεγονός ότι είχε επικυρωθεί από πολλά άλλα έθνη, χωρίς χρήματα να ρέουν από τα αποθεματικά των ΗΠΑ, η Κοινωνία των Εθνών αργοπέθαινε.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αμερικανικός λαός είχε κουραστεί από τις διεθνιστικές πολιτικές του Γούντροου Γουίλσον. Κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών, το 1920, ο Ρεπουμπλικανός Γουόρεν Χάρντινγκ κέρδισε, με μια σαρωτική εκλογική νίκη, πάνω από το 60% των ψήφων.
Ο Χάρντινγκ ήταν ένθερμος οπαδός τόσο του Μπολσεβικισμού όσο και της Κοινωνίας των Εθνών. Η εκλογή του, η οποία ήταν η αρχή μιας δωδεκαετούς ρεπουμπλικανικής διακυβέρνησης, οδήγησε σε μια πρωτοφανή εποχή ευημερίας, γνωστής ως “τα ζωηρά ‘20”.
Παρά το γεγονός ότι ο Πόλεμος είχε φέρει ένα χρέος στην Αμερική δέκα φορές μεγαλύτερο από εκείνο του Εμφυλίου Πολέμου, η αμερικανική οικονομία βρισκόταν ακόμη σε άνοδο. Ο χρυσός υπήρχε σε μικρές ποσότητες στη χώρα κατά τη διάρκεια του Πολέμου και συνέχισε και μετά τον Πόλεμο.
Στις αρχές του 1920, ο διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, ο Μπένζαμιν Στρονγκ, συναντήθηκε αρκετές φορές με τον εχέμυθο και εκκεντρικό διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, τον Μόνταγκι Νόρμαν.
Ο Νόρμαν ήταν αποφασισμένος να αναπληρώσει τον χρυσό που είχε χάσει η Αγγλία στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και να επαναφέρει την Τράπεζα της Αγγλίας στην κυρίαρχη θέση της παγκόσμιας οικονομίας.
Συν τοις άλλοις, πλούσια σε χρυσό, η αμερικανική οικονομία μπορεί να ξέφευγε ξανά από τον έλεγχο, όπως είχε συμβεί και μετά το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου.
Τα επόμενα οκτώ χρόνια, υπό την Προεδρία του Χάρντινγκ και του Κούλιτζ, το τεράστιο ομοσπονδιακό χρέος που οικοδομήθηκε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μειώθηκε στο 38%, δηλαδή στα 16 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μείωση του δημόσιου χρέους στην Ιστορία των ΗΠΑ.
Κατά την διάρκεια των εκλογών του 1920, ο Γουόρεν Χάρντινγκ και ο Κάλβον Κούλιτζ έθεσαν υποψηφιότητα εναντίον του Τζέϊμς Κοξ, του κυβερνήτη του Οχάϊο και του -μικρού σε δημοτικότητα- Φραγκλίνου Ρούζβελτ, ο οποίος δεν είχε ανέλθει προηγουμένως σε καμία υψηλότερη θέση από αυτήν του βοηθού Γραμματέα του Ναυτικού του προέδρου Γουίλσον.
Μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, ο Χάρντινγκ κινήθηκε γρήγορα για την κατάργηση της Κοινωνίας των Εθνών. Στη συνέχεια, κινήθηκε επίσης γρήγορα για να ελαττώσει τους οικιακούς φόρους και παράλληλα να αυξήσει τους δασμούς, ώστε να επιτύχει να καταγράψει υψηλά ποσοστά εσόδων.
Αυτή ήταν μια εισοδηματική πολιτική, την οποία οι περισσότεροι από τους ιδρυτές-πατέρες των ΗΠΑ με βεβαιότητα θα είχαν εγκρίνει.
Τη δεύτερη χρονιά της θητείας του, ο Χάρντινγκ ασθένησε ενώ ταξίδευε με τρένο στη Δύση και απεβίωσε αιφνιδίως. Παρόλο που δεν έγινε νεκροψία, ως αιτία θανάτου αναφέρθηκε πνευμονία ή τροφική δηλητηρίαση.
Οταν ανέλαβε ο Κούλιτζ, συνέχισε την οικογενειακή οικονομική πολιτική του Χάρντινγκ, με υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και μειωμένους φόρους εισοδήματος. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η ανοδική πορεία της οικονομίας με τέτοιο ρυθμό, που το καθαρό εισόδημα των Αμερικανών συνέχισε να αυξάνεται.
Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Ετσι λοιπόν, όπως τόσο συχνά το είχαν κάνει και πριν, οι Αργυραμοιβοί αποφάσισαν πως είχε έρθει η ώρα να συντρίψουν την αμερικανική οικονομία.
Η FED άρχισε να πλημμυρίζει την χώρα με χρήματα. Αύξησαν τη διαθέσιμη ποσότητα χρημάτων κατά 62% στη διάρκεια αυτών των χρόνων. Το χρήμα έρρεε άφθονο. Γι αυτόν τον λόγο η περίοδος αυτή ήταν γνωστή ως “τα ζωηρά ‘20”.
Πριν τον θάνατό του το 1919, ο πρώην πρόεδρος Τέντυ Ρούζβελτ είχε προειδοποιήσει τον αμερικανικό λαό για το τί συνέβαινε.
Οπως αναφέρθηκε στις 27 Μαρτίου 1922, στην έκδοση της εφημερίδας New York Times, ο Ρούζβελτ δήλωσε:
- “Αυτοί οι Διεθνείς Τραπεζίτες και τα συμφέροντα των Ροκφέλερ με την Στάνταρ Οϊλ, ελέγχουν τις περισσότερες εφημερίδες και τις στήλες αυτών των φυλλάδων, για να διώξουν από το Δημόσιο αξιωματούχους που αρνούνται να υπακούσουν στις εντολές που δίνουν οι παντοδύναμες κλίκες, που αποτελούν την αόρατη κυβέρνηση.”
Μόλις μια ημέρα πριν, στην ίδια εφημερίδα, τους New York Times, ο Δήμαρχος της Νέας Υόρκης Τζον Χάϊλαντ, μνημόνευσε τον Ρούζβελτ και αναθεμάτισε εκείνους που (και ο ίδιος είδε ότι) ήθελαν να πάρουν τον έλεγχο της Αμερικής στον πολιτικό μηχανισμό και στον Τύπο:
- “Η προειδοποίηση του Θεόδωρου Ρούζβελτ έχει μια διαχρονικότητα μέχρι σήμερα, όσον αφορά την αληθινή απειλή της Δημοκρατίας μας, την αόρατη δηλαδή κυβέρνηση, η οποία σαν ένα γιγάντιο χταπόδι απλώνει τα πλοκάμια της πάνω από την πόλη μας, στις Πολιτείες μας και, τελικά, σε ολόκληρο το έθνος μας….
- Αρπάζει στα μακριά και δυνατά πλοκάμια της την εκτελεστική εξουσία, τα νομοθετικά μας όργανα, τα σχολεία μας, τα δικαστήριά μας, τις εφημερίδες μας και κάθε υπηρεσία που έχει δημιουργηθεί για την προστασία των πολιτών….
- Για να αποφύγω τις γενικολογίες, θα πω ότι η κεφαλή αυτού του χταποδιού είναι η οικογένεια Ροκφέλερ με την Στάνταρ Οϊλ και μια μικρή ομάδα παντοδύναμων τραπεζικών Οίκων, γνωστών σε μας ως “Διεθνείς Τραπεζίτες”. Ο στενός αυτός κύκλος των παντοδύναμων Διεθνών Τραπεζιτών, στην πραγματικότητα διευθύνουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ, εξυπηρετώντας τα δικά τους ατομικά συμφέροντα.
- Με πρακτικό τρόπο ελέγχουν και τα δύο κόμματα, σχεδιάζουν το πολιτικό πρόγραμμά τους, πατρονάρουν πολιτικούς αρχηγούς, χρησιμοποιούν τους ηγέτες των Ιδιωτικών Οργανισμών, και χρησιμοποιούν κάθε μέσον ώστε να διορίζονται σε υψηλόβαθμες θέσεις υπάλληλοι που θα υπακούν στις προσταγές τους, όταν θα πρόκειται για διεφθαρμένες μεγάλες επιχειρήσεις….
- Αυτοί οι Διεθνείς Τραπεζίτες και οι Ροκφέλερ με την Στάνταρ Οϊλ ελέγχουν την πλειονότητα των εφημερίδων και των περιοδικών στη χώρα αυτή.”
Γιατί ο κόσμος δεν άκουσε αυτές τις δυνατές προειδοποιήσεις, ώστε να αποτρέψει το Κογκρέσο να ψηφίσει τον Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Νόμο του 1913; Θυμηθείτε: ήταν η δεκαετία του 1920: μια σταθερή αύξηση στα δάνεια των τραπεζών συνέβαλε σε μια αυξανόμενη αγορά. Με άλλα λόγια, όπως και σήμερα (αναφέρεται στο 1996 που γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ), σε καιρούς ευημερίας κανείς δεν θέλει να προβληματίζεται σε οικονομικά θέματα.
Υπήρχε όμως μια σκοτεινή πλευρά σε όλην αυτή την ευημερία. Οι επιχειρήσεις επεκτάθηκαν κι έγιναν δυνατές μέσω πιστώσεων. Η κερδοσκοπία στο ραγδαίως διογκούμενο χρηματιστήριο έγινε ασυγκράτητη. Παρόλο που τα πράγματα έδειχναν ρόδινα, ήταν ένα κάστρο φτιαγμένο από άμμο.
Οταν όλα βρίσκονταν σε ετοιμότητα, τον Απρίλιο του 1929, ο Πολ Γουόρμπουργκ, ο πατέρας της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας, έστειλε έναν μυστικό σύμβουλο και προειδοποίησε τους φίλους του ότι ερχόταν μια σίγουρη χρεοκοπία και μια εθνική οικονομική Κρίση.
Τον Αύγουστο του 1929, η FED ξεκίνησε να περιορίζει τα χρήματα που βρισκόντουσαν σε κυκλοφορία. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι στις βιογραφίες όλων των γιγάντων της Γουόλ Στριτ εκείνη την εποχή, του Τζον Ντ. Ροκφέλερ, του Τζ. Π. Μόργκαν, του Μπερνάρ Μπαρούχ, κλπ, όλοι τους έμεναν κατάπληκτοι που βγήκαν από το χρηματιστήριο ακριβώς πριν σκάσει η φούσκα και πρόλαβαν να μετατρέψουν όλη την κινητή τους περιουσία σε χρυσό και μετρητά.
Στις 24 Οκτωβρίου 1929, οι μεγάλοι τραπεζίτες της Ν. Υόρκης ζήτησαν να τους επιστραφούν τα δάνεια σε 24 ώρες (24 HOUR BROKER CALL LOANS). Αυτό σήμαινε ότι τόσο οι χρηματιστές, όσο και οι πελάτες, έπρεπε να πουλήσουν τα αποθέματά τους στην αγορά για να καλύψουν τα δάνειά τους, ανεξάρτητα σε ποια τιμή θα τα πουλούσαν.
Σαν αποτέλεσμα, η αγορά κατέρρευσε και η μέρα αυτή έμεινε γνωστή ως “η Μαύρη Πέμπτη”.
Σύμφωνα με τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, όπως γράφει στο βιβλίο του “Η Μεγάλη Κρίση του 1929”:
“Στην κορύφωση της φρενίτιδας των πωλήσεων, ο Μπερνάρ Μπαρούχ οδήγησε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ στην πινακοθήκη επισκεπτών το χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης, για να είναι μάρτυρας του Πανικού και για να τον εντυπωσιάσει με τη δύναμή του πάνω στα άγρια επεισόδια που συνέβαιναν στον από κάτω όροφο.”
Ο βουλευτής του Κογκρέσου Λούις Μακ Φάντεν, διευθυντής της Επιτροπής Κατοικιών των Τραπεζικών Εργασιών και του Νομίσματος από το 1920 έως το 1931, γνώριζε ποιον να κατηγορήσει. Κατηγόρησε λοιπόν την FED και τους Διεθνείς Τραπεζίτες ότι αυτοί ενορχήστρωσαν την Κρίση:
- “Δεν ήταν τυχαία η Κρίση. Ηταν ένα προσεκτικά σχεδιασμένο περιστατικό… Οι Διεθνείς Τραπεζίτες επεδίωξαν να φέρουν σε μια κατάσταση απελπισίας την χώρα, ώστε να μπορούν να αναδυθούν ως οι κυβερνήτες μας.”
Ο Μακ Φάντεν το πήγε ακόμη μακρύτερα: τους κατηγόρησε ανοικτά ότι προκαλούν την κρίση, με σκοπό να κλέψουν τον χρυσό της Αμερικής. Τον Φεβρουάριο του 1931, στη μέση της Κρίσης, το έθεσε ως εξής:
- “Πιστεύω ότι δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και χρηματοδότες είναι έτοιμοι να πάρουν σχεδόν οποιοδήποτε μέτρο με σκοπό να ανακτήσουν γρήγορα το απόθεμα χρυσού, το οποίο η Ευρώπη έχασε στην Αμερική ως αποτέλεσμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.”
Ο Κέρτις Ντολ, ένας χρηματιστής που εργαζόταν για τη Λήμαν Μπράδερς, βρισκόταν στον χώρο του Χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης την ημέρα της κρίσης. Στο βιβλίο που έγραψε το 1970 με τίτλο “FDR: ο υπό εκμετάλλευση πατέρας μου στον νόμο”, εξήγησε ότι η κρίση προκλήθηκε από την προγραμματισμένη έλλειψη χρημάτων, μετά την απαίτηση των δανειστών για την επιστροφή τους στην χρηματαγορά της Νέας Υόρκης:
- “Στην πραγματικότητα ήταν το υπολογισμένο “κούρεμα” του δημόσιου χρήματος, από αυτούς που έχουν την δύναμη του χρήματος Παγκοσμίως, με την προγραμματισμένη ξαφνική έλλειψη ρευστού μέσα στην χρηματαγορά της Νέας Υόρκης.”
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, 3 δισεκατομμύρια δολάρια φάνηκε ότι εξαφανίστηκαν από τον πλούτο της χώρας. Μέσα σε έναν χρόνο, 40 δισεκατομμύρια δολάρια είχαν χαθεί από την κυκλοφορία του χρήματος.
Πραγματικά, όμως, εξαφανίστηκαν; ‘Η απλώς συγκεντρώθηκαν σε λίγα χέρια; Και τι έκανε η FED;
Αντί να κινηθεί για να βοηθήσει την οικονομία, μειώνοντας γρήγορα τα επιτόκια ώστε να κινηθεί η οικονομία, η FED συνέχισε να μειώνει περαιτέρω το απόθεμα χρήματος, βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία στην κρίση.
Μεταξύ των ετών 1929 και 1933, η FED μείωσε κατά 33% περισσότερο το χρηματικό απόθεμα των ΗΠΑ.
Παρόλο που οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν ακούσει ποτέ ότι η FED ήταν η αιτία της κρίσης, αυτό είναι ευρύτατα γνωστό στους οικονομολόγους. Ο Μίλτον Φρίντμαν, ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομίας, που τώρα (1996) εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, είπε το ίδιο πράγμα σε μια εθνική δημόσια ραδιοφωνική συνέντευξή του τον Ιανουάριο του 1996:
- “Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αναμφισβήτητα δημιούργησε τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση, με την μείωση κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού του κυκλοφορούντος χρήματος από το 1929 μέχρι και το 1933.”
Τα χρήματα που έχασαν οι περισσότεροι Αμερικανοί κατά τη διάρκεια της Κρίσης, δεν εξαφανίστηκαν. Απλώς, μοιράστηκαν στα χέρια αυτών που είχαν δημιουργήσει την Κρίση, όπως ακριβώς και πριν, και είχαν αγοράσει χρυσό, ο οποίος είναι πάντα μια καλή επένδυση για να ασφαλίσει κανείς τα λεφτά του πριν από μια κρίση.
Τα χρήματα όμως της Αμερικής, ταξίδεψαν και υπερπόντια. Είναι απίστευτο το ότι, ενώ ο Πρόεδρος Χούβερ προσπαθούσε ηρωϊκά να διασώσει τις τράπεζες και να στηρίξει τις επιχειρήσεις, με εκατομμύρια Αμερικανών να πεινούν και με τη μεγάλη οικονομική κρίση να επιδεινώνεται, εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονταν για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας εξαιτίας των καταστροφών που είχε υποστεί κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οκτώ χρόνια πριν την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία, ο αντιπρόσωπος Λούις Μακ Φάντεν, πρόεδρος της Επιτροπής Κατοικιών των Τραπεζικών Εργασιών και του Νομίσματος, προειδοποίησε το Κογκρέσο ότι οι Αμερικανοί πλήρωναν για να ανέβει ο Χίτλερ στην εξουσία:
- “Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπεσε στα χέρια των Γερμανών Διεθνών Τραπεζιτών. Αυτοί οι Τραπεζίτες την αγόρασαν και τώρα έχουν στην κατοχή τους τις κλειδαριές της, τα αποθέματά της και τον στρατό της. Εχουν αγοράσει τις βιομηχανίες της, έχουν τίτλους ιδιοκτησίας στη γη της, ελέγχουν την παραγωγή της και όλες τις δημόσιες εγκαταστάσεις της.
- Οι Γερμανοί Διεθνείς Τραπεζίτες έχουν επιδοτήσει την παρούσα γερμανική κυβέρνηση και έχουν επίσης χρηματοδοτήσει κάθε δολάριο από τα χρήματα που ο Αδόλφος Χίτλερ έχει χρησιμοποιήσει στην πλουσιοπάροχη προεκλογική του εκστρατεία για να δημιουργήσει μια απειλή εναντίον της κυβέρνησης του Μπρούνινγκ. Οταν ο Μπρούνινγκ δεν υπακούσει στις διαταγές των Γερμανών Διεθνών Τραπεζιτών, ο Χίτλερ θα βγει στο προσκήνιο, ώστε να φοβήσει τους γερμανούς να υποταχθούν….
- Μέσω του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας…. πάνω από 40 δισεκατομμύρια δολάρια αμερικανικού χρήματος στάλθηκαν στην Γερμανία…. Ολοι σας έχετε ακουστά ότι τα χρήματα αυτά ξοδεύονται στην Γερμανία…. Οι μοντέρνες κατοικίες της Γερμανίας, τα θαυμάσια πλανητάριά της, τα γυμναστήριά της, τα κολυμβητήριά της, οι υπέροχοι δημόσιοι δρόμοι της, τα τέλεια εργοστάσιά της, όλα αυτά έγιναν με δικά μας χρήματα. Ολα αυτά δόθηκαν στην Γερμανία μέσω του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
- Το Διοικητικό Συμβούλιο της FED…. έχει στείλει τόσο πολλά δισεκατομμύρια δολάρια που δεν τολμούν να αναφέρουν το συνολικό ποσό.”
Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ ήταν στο γραφείο του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας το 1932. Καθώς όμως ο Ρούζβελτ ήταν στο γραφείο, τραπεζικά μέτρα έκτακτης ανάγκης αναγγέλθηκαν αμέσως, τα οποία δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αυξήσουν την δύναμη της FED πάνω στο χρηματικό απόθεμα. Τότε και μόνο τότε, η FED ξεκίνησε τελικά να χαλαρώνει τον έλεγχο επί των οικονομικών και να τροφοδοτεί την αγορά με νέο χρήμα, τους Αμερικανούς πολίτες, δηλαδή, που υπέφεραν από την πείνα.
(από περίπου 2:18’:38’’ μέχρι το 2:32’:44’’)