Μια φορά, ήταν ένας ωραίος νέος που ήταν τρελλά ερωτευμένος με μια
πεντάμορφη κοπέλα. Ο νέος ονομαζόταν Λαός και η τρανή δεσποσύνη της
καρδιάς του λεγόταν Δημοκρατία. Οπως συμβαίνει στα παραμύθια, οι
άρχοντες βάζαν το νέο σε δύσκολες δοκιμασίες για να δείξει πως είναι
άξιος να τη κατακτήσει, να τη παντρευτεί και να κάνουν μαζί μια
οικογένεια με πολλά όμορφα και χαρισματικά παιδάκια. Υπάρχουν πολλοί
θρύλοι και προφητείες για το τί μπορεί να κάνει ο Λαός με τη Δημοκρατία,
φαντάζομαι να αληθέψουν κάποτε.
Ο Λαός λοιπόν, έκανε πολλά κατορθώματα, ένα σωρό άθλους, περισσότερους και δυσκολότερους κι από εκείνους που έκανε ο αρχαίος ήρωας Ηρακλής για χατήρι του ανάλγητου κοκκορόμυαλου ξαδέρφου του, του Ευρυσθέα. Είχε ξεμυαλιστεί εντελώς, λέμε, από τις χάρες της Δημοκρατίας, την οποία -πρέπει να το αναφέρουμε αυτό- δεν είχε δει ποτέ του ολοζώντανη μπροστά του, παρά μόνο το πορτραίτο της είχε αντικρύσει μερικές φορές. Οσο για τις χάρες της, γι αυτές έγραφαν όλοι οι σοφοί του κόσμου, ήταν πασίγνωστο ότι η Δημοκρατία ήταν πεντάμορφη και καλόψυχη και σοφή και και και... Ολοι λέγαν πως η Δημοκρατία ήταν μια ταιριαστή γυναίκα για το Λαό, η καλύτερη που μπορούσε να βρεθεί γι αυτό τον ωραίο νεαρό πάνω στη Γη.
Το πορτραίτο της Δημοκρατίας το δείχναν στο Λαό οι άρχοντες κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, όταν τον στέλναν σε ένα μπουρδέλο να διαλέξει πουτάνα για να γαμήσει, αλλά αυτός, πιστός στην αρχόντισσα των ονείρων του, δεν καταδεχόταν να συρθεί σε ακόλαστα κρεββάτια. Φύλαγε το κορμί του, να το χαρίσει στη Δημοκρατία, την αγαπημένη του Δημοκρατία, και δεν είναι μυστικός ο τρόπος που κατεύναζε τις ορμές του.
Είχαν καταλάβει οι άρχοντες το ψώνιο του Λαού με τη Δημοκρατία και τον εκμεταλλευόντουσαν στο έπακρο, όσο δεν παίρνει δηλαδή. Τρέχα Λαέ εδώ και σύρε τσακίσου Λαέ εκεί, όλο διαταγές του δίναν κι όλο βάρη τον φορτώναν, κι αυτός ο φουκαράς εκανε ό,τι του λέγαν γιατί βαθειά μέσα του έτρεφε την ελπίδα πως η πανώρια Δημοκρατία θα γίνει μια μέρα των ημερών δική του. Κάπου κάπου, για να διατηρούν ζωντανή τη φλόγα της άδολης κι ερωτιάρας καρδούλας του, τράβαγαν τη κουρτίνα που κάλυπτε το πορτραίτο της Δημοκρατίας κι έδειχναν ένα μικρό κομματάκι από τη ζωγραφιά. Λίγο μάτι, λίγο μπούστο, λίγο αστράγαλο, κάτι τι πολύ λίγο, κάτι τι ελάχιστο τελοσπάντων.
Οπως θα έχετε καταλάβει όμως, εσείς που το μυαλό σας κόβει λιγουλάκι παραπάνω από το νιονιό του καημένου του Λαού -όχι πως ήταν κουτός, αλλά άμα είναι μια ζωή στη πρέσα κάποιος νέος ωραίος και νταβραντισμένος, καπου σκαλώνει ο νους- όπως θα έχετε καταλάβει λοιπόν, οι άρχοντες παίζαν με το νταλγκά του Λαού για τη Δημοκρατία. Και τί παιχνίδι! Αγριο και ανάλγητο. Καρφί δεν τους καιγόταν για τα βάσανα του νέου, φτάνει να έκανε τις δουλειές που του ανέθεταν για να κερδίζουν από τη δύναμή του. Γιατί, καθένας το ξέρει, ο Λαός είναι λεβέντης και πανίσχυρος.
Κάποτε κάποτε, άμα ο Λαός έδειχνε φανερά σημάδια ανησυχίας ή έδειχνε να ψυλλιάζεται την κοροϊδία που παιζόταν σε βάρος του, οι άρχοντες τού έσπαγαν κάνα πλευρό ή κάνα πόδι ή χέρι και τον χώναν στο γύψο μέχρι να γιατρευτεί και να συνέλθει. Μόλις απελπιζόταν από τη κλεισούρα και πήγαινε να σηκωθεί μοναχός του, τού κούναγαν μπροστά στο πρόσωπο την εικόνα της Δημοκρατίας, αυτός παραμυθιαζόταν, κι αντε φτου κι από την αρχή το μαγγανοπήγαδο.
Ετοιμάζαν το μπουρδέλο με το φανταχτερό αλλά ακατανόητο όνομα "Εκλογές" και τον στέλναν να διασκεδάσει, κάτι σαν μπάτσελορ πάρτι στο περίπου. Οι πουτάνες, βαλτές από τους άρχοντες, τον πότιζαν διάφορα μαγικά σερμπέτια, άφθονο αλκοόλ -δεν απαγορευόταν το αλκοόλ σε κείνες τις "Εκλογές"- του έπαιζαν ένα σωρό πρωτότυπα παιχνίδια, τον έρραιναν με "προεκλογικό υλικό", κάτι παραισθησιογόνα υπόθετα δηλαδή, τον τρέλλαιναν με τραγούδια που τράνταζαν τον τόπο, τραγουδώντας τα με ντουντούκες. Γενικά, στις "Εκλογές" γινόταν το έλα να δεις και ο Λαός το γλένταγε επειδή ήταν σίγουρος -κάθε, μα κάθε φορά, λέμε- ότι μετά το αχαλίνωτο πάρτι των "Εκλογών" θα συναντήσει επιτέλους την αγαπημένη του Δημοκρατία.
Η πλάκα είναι ότι ποτέ δεν πέρασε από το νου του ούτε μια πονηρή σκέψη, πως μπορεί δηλαδή να είναι στημένο το πάρτι, όπως λέμε δηλαδή μια απάτη, πως μπορεί να μην υπάρχει καν η Δημοκρατία γι αυτόν, πως ακόμα και το πορτραίτο μπορεί να είναι ψεύτικο, πως ίσως ίσως και οι σοφοί που υμνούν τις χάρες της πανώριας αυτής δεσποσύνης να είναι βαλτοί ή να κάνουν λάθος, πως κι αν ακόμα η Δημοκρατία υπάρχει και είναι πράγματι όπως τη περιγράφουν, μπορεί να είναι κι αυτή φυλακισμένη από τους άρχοντες σε κάνα πύργο που τον φυλάει κάνας τρομερός δράκος. Εμένα μού περνούν απο το νου διάφορα, αλλά δεν είμαι και απολύτως σίγουρη ώστε να συμβουλέψω το καημένο το Λαό και δεν ξέρω κι αν υπάρχει κάποιος που να γνωρίζει την αλήθεια...
Ετσι, κάθομαι άπραγη και βλέπω κάθε τόσο το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος του και τη κοροϊδία που τρώει, μη μπορώντας να κάνω τίποτα γι αυτόν. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξεμοναχιάζω και να στολίζω καμμιά νεαρή πουτανίτσα μήπως και καταφέρω να τη βάλω κι αυτή να μπει στο χορό, μήπως αποδυναμώνοντας τις παλιές πουτάνες δώσω στο Λαό την ευκαιρία να μείνει λιγουλάκι ξεμέθυστος κι ανοίξει κάπως το μάτι του για να κερδίσει κάποτε τη γυναίκα που διεκδικεί, τη Δημοκρατία δηλαδή, και τότε να μάθω και'γώ αν αυτή η πανώρια δεν είναι πλάσμα της φαντασίας και αν πραγματικά υπάρχει.
______________
ΣΗΜ.1. ανεβασμενο στις 28 Σεπεμβρη 2009, αλλά πάντα επικαιρο -δυστυχώς.
ΣΗΜ.2. ακούγεται εδώ
Ο Λαός λοιπόν, έκανε πολλά κατορθώματα, ένα σωρό άθλους, περισσότερους και δυσκολότερους κι από εκείνους που έκανε ο αρχαίος ήρωας Ηρακλής για χατήρι του ανάλγητου κοκκορόμυαλου ξαδέρφου του, του Ευρυσθέα. Είχε ξεμυαλιστεί εντελώς, λέμε, από τις χάρες της Δημοκρατίας, την οποία -πρέπει να το αναφέρουμε αυτό- δεν είχε δει ποτέ του ολοζώντανη μπροστά του, παρά μόνο το πορτραίτο της είχε αντικρύσει μερικές φορές. Οσο για τις χάρες της, γι αυτές έγραφαν όλοι οι σοφοί του κόσμου, ήταν πασίγνωστο ότι η Δημοκρατία ήταν πεντάμορφη και καλόψυχη και σοφή και και και... Ολοι λέγαν πως η Δημοκρατία ήταν μια ταιριαστή γυναίκα για το Λαό, η καλύτερη που μπορούσε να βρεθεί γι αυτό τον ωραίο νεαρό πάνω στη Γη.
Το πορτραίτο της Δημοκρατίας το δείχναν στο Λαό οι άρχοντες κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, όταν τον στέλναν σε ένα μπουρδέλο να διαλέξει πουτάνα για να γαμήσει, αλλά αυτός, πιστός στην αρχόντισσα των ονείρων του, δεν καταδεχόταν να συρθεί σε ακόλαστα κρεββάτια. Φύλαγε το κορμί του, να το χαρίσει στη Δημοκρατία, την αγαπημένη του Δημοκρατία, και δεν είναι μυστικός ο τρόπος που κατεύναζε τις ορμές του.
Είχαν καταλάβει οι άρχοντες το ψώνιο του Λαού με τη Δημοκρατία και τον εκμεταλλευόντουσαν στο έπακρο, όσο δεν παίρνει δηλαδή. Τρέχα Λαέ εδώ και σύρε τσακίσου Λαέ εκεί, όλο διαταγές του δίναν κι όλο βάρη τον φορτώναν, κι αυτός ο φουκαράς εκανε ό,τι του λέγαν γιατί βαθειά μέσα του έτρεφε την ελπίδα πως η πανώρια Δημοκρατία θα γίνει μια μέρα των ημερών δική του. Κάπου κάπου, για να διατηρούν ζωντανή τη φλόγα της άδολης κι ερωτιάρας καρδούλας του, τράβαγαν τη κουρτίνα που κάλυπτε το πορτραίτο της Δημοκρατίας κι έδειχναν ένα μικρό κομματάκι από τη ζωγραφιά. Λίγο μάτι, λίγο μπούστο, λίγο αστράγαλο, κάτι τι πολύ λίγο, κάτι τι ελάχιστο τελοσπάντων.
Οπως θα έχετε καταλάβει όμως, εσείς που το μυαλό σας κόβει λιγουλάκι παραπάνω από το νιονιό του καημένου του Λαού -όχι πως ήταν κουτός, αλλά άμα είναι μια ζωή στη πρέσα κάποιος νέος ωραίος και νταβραντισμένος, καπου σκαλώνει ο νους- όπως θα έχετε καταλάβει λοιπόν, οι άρχοντες παίζαν με το νταλγκά του Λαού για τη Δημοκρατία. Και τί παιχνίδι! Αγριο και ανάλγητο. Καρφί δεν τους καιγόταν για τα βάσανα του νέου, φτάνει να έκανε τις δουλειές που του ανέθεταν για να κερδίζουν από τη δύναμή του. Γιατί, καθένας το ξέρει, ο Λαός είναι λεβέντης και πανίσχυρος.
Κάποτε κάποτε, άμα ο Λαός έδειχνε φανερά σημάδια ανησυχίας ή έδειχνε να ψυλλιάζεται την κοροϊδία που παιζόταν σε βάρος του, οι άρχοντες τού έσπαγαν κάνα πλευρό ή κάνα πόδι ή χέρι και τον χώναν στο γύψο μέχρι να γιατρευτεί και να συνέλθει. Μόλις απελπιζόταν από τη κλεισούρα και πήγαινε να σηκωθεί μοναχός του, τού κούναγαν μπροστά στο πρόσωπο την εικόνα της Δημοκρατίας, αυτός παραμυθιαζόταν, κι αντε φτου κι από την αρχή το μαγγανοπήγαδο.
Ετοιμάζαν το μπουρδέλο με το φανταχτερό αλλά ακατανόητο όνομα "Εκλογές" και τον στέλναν να διασκεδάσει, κάτι σαν μπάτσελορ πάρτι στο περίπου. Οι πουτάνες, βαλτές από τους άρχοντες, τον πότιζαν διάφορα μαγικά σερμπέτια, άφθονο αλκοόλ -δεν απαγορευόταν το αλκοόλ σε κείνες τις "Εκλογές"- του έπαιζαν ένα σωρό πρωτότυπα παιχνίδια, τον έρραιναν με "προεκλογικό υλικό", κάτι παραισθησιογόνα υπόθετα δηλαδή, τον τρέλλαιναν με τραγούδια που τράνταζαν τον τόπο, τραγουδώντας τα με ντουντούκες. Γενικά, στις "Εκλογές" γινόταν το έλα να δεις και ο Λαός το γλένταγε επειδή ήταν σίγουρος -κάθε, μα κάθε φορά, λέμε- ότι μετά το αχαλίνωτο πάρτι των "Εκλογών" θα συναντήσει επιτέλους την αγαπημένη του Δημοκρατία.
Η πλάκα είναι ότι ποτέ δεν πέρασε από το νου του ούτε μια πονηρή σκέψη, πως μπορεί δηλαδή να είναι στημένο το πάρτι, όπως λέμε δηλαδή μια απάτη, πως μπορεί να μην υπάρχει καν η Δημοκρατία γι αυτόν, πως ακόμα και το πορτραίτο μπορεί να είναι ψεύτικο, πως ίσως ίσως και οι σοφοί που υμνούν τις χάρες της πανώριας αυτής δεσποσύνης να είναι βαλτοί ή να κάνουν λάθος, πως κι αν ακόμα η Δημοκρατία υπάρχει και είναι πράγματι όπως τη περιγράφουν, μπορεί να είναι κι αυτή φυλακισμένη από τους άρχοντες σε κάνα πύργο που τον φυλάει κάνας τρομερός δράκος. Εμένα μού περνούν απο το νου διάφορα, αλλά δεν είμαι και απολύτως σίγουρη ώστε να συμβουλέψω το καημένο το Λαό και δεν ξέρω κι αν υπάρχει κάποιος που να γνωρίζει την αλήθεια...
Ετσι, κάθομαι άπραγη και βλέπω κάθε τόσο το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος του και τη κοροϊδία που τρώει, μη μπορώντας να κάνω τίποτα γι αυτόν. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ξεμοναχιάζω και να στολίζω καμμιά νεαρή πουτανίτσα μήπως και καταφέρω να τη βάλω κι αυτή να μπει στο χορό, μήπως αποδυναμώνοντας τις παλιές πουτάνες δώσω στο Λαό την ευκαιρία να μείνει λιγουλάκι ξεμέθυστος κι ανοίξει κάπως το μάτι του για να κερδίσει κάποτε τη γυναίκα που διεκδικεί, τη Δημοκρατία δηλαδή, και τότε να μάθω και'γώ αν αυτή η πανώρια δεν είναι πλάσμα της φαντασίας και αν πραγματικά υπάρχει.
______________
ΣΗΜ.1. ανεβασμενο στις 28 Σεπεμβρη 2009, αλλά πάντα επικαιρο -δυστυχώς.
ΣΗΜ.2. ακούγεται εδώ