Και στήνανε κάτω στο χώμα, δεκάρες και πεντάρες, ή "ίτζαλα" και "πιτσακούρες". Οι πιτσακούρες ήταν ίτζαλα αλλά από το μέρος του σπασμένου πιάτου που είχε σχέδια, επομένως ήταν λιγότερες και ήταν και μεγαλύτερης αξίας από τα σκέτα ίτζαλα.
Τσι μπάλες που με αυτές κυνηγούσαμε τα ίτζαλα για να τα σημαδέψουμε, να τα ρίξουμε και να τα κερδίσουμε- τσι μιτσές τσι λέγαμε "σφιγκιά" και τσι μεγάλες "βούβαλους". Τσι μεσαίες, μπάλες. Το μέρος που ξεκίναγε το παιχνίδι και από κει βαρούσαν ο καθένας στη σειρά του- και που ήταν μια ίσια γραμμή στο χώμα, το λέγαμε "λάη" (ο λάης).
Αλλά δεν κυνηγούσαμε μόνο αυτά. Μεγαλύτερη αξία είχε όταν "χτυπούσες" με τη μπάλα σου τη μπάλα του αντίπαλου και τον έβγαζες όξω από το παιχνίδι. Οι μεγάλοι παίζανε με δεκάρες κι εμείς τα μιτσά με ίτζαλα. Έχει κι άλλα, π,χ. έχουμε παρατσούκλι "Πιτσης". ή όταν θέλει να αγοράσει κάτι κάποιος αλλά δεν έχει τα λεφτά, λέει στη γυναίκα του: "Και με τι να τ΄ αγοράσω ορή. Με "ίτζαλα;" έχει κι άλλα, αλλά πάω να φάω τώρα γιατί φωνάζουνε, αμιά!
__________________
ΣΗΜ. με την ευγενική φροντίδα του Χρήστου Κρασάκη