Η μετακίνηση στα χρόνια της γερμανικής
κατοχής ήταν ολίγον περιπετειώδης, μια
και κανείς δεν γνώριζε πότε θα ξεκινήσει
και -κυρίως!- πότε και ΑΝ θα φτάσει στον
προορισμό του. Η κίνηση γινόταν στα
ταξιά με αέριο (αν βρισκόταν κι αυτό)
και στα φορτηγά (πρώην στρατιωτικά
αμερικάνικα κυρίως) με κάρβουνο ή και
ξύλα, κάτι που να καιγόταν και να παρείχε
ατμό. Πηγαίναν αργότερα κι από χελώνες
και αμολούσαν έναν κατάμαυρο καπνό,
τόσο που οι επιβάτες ήταν (κυριολεκτικά)
αγνώριστοι όταν τέλειωνε το ταξίδι.
Με ένα τέτοιο φορτηγό λοιπόν, με πήρε η μάνα μου (μωρό 40 μερών) να πάμε στο χωριό να βρούμε τους συγγενείς του πατέρα μου. Πηγαίνοντας, συναπαντήσαμε το προηγούμενο γκαζοζέν που καιγόταν -από γερμανική επίθεση είπαν. Το όχημα ένα βουναλάκι μαύρο που κάπνιζε, μερικοί άνθρωποι κοντά κουκουλωμένοι, οι πιο πολλοί τέζα στα χωράφια. Οι ζωντανοί φωνάζαν "σώστε μας" αλλά ο οδηγός που πήγαινε με 10-20 χλμ/ώρα δεν σταμάτησε, λέγοντας "αλί να φτάκουμε παναϊτσαμ' βάλ' το χεράκι σ'" κι έκανε το σταυρό του κάθε τρεις και λίγο σε όλο το ταξίδι, καθώς έλεγ' η μάνα μου.
Το φορτηγό κουβάλαγε αλάτι και οι λιγοστοί επιβάτες ήταν καθισμένοι πάνω στο αλάτι, εμένα με άλλαζε πάνω σε κάτι άχυρα που είχε στρώσει στο υπόστρωμα αλατιού, οι υπόλοιποι επιβάτες είχαν ψείρες και μας κόλλησαν, εμένα με καθάριζε κάθε λίγο που μαύριζα από τον καπνό, εκείνη δεν είχε καθρέφτη να δει το δικό της πρόσωπο που ήταν κατάμαυρο σαν των κατοίκων του Σουδάν! Περιττό να αναφέρω ότι από το αλάτι είχαν γίνει τα πόδια της σαν παστά (όπως έλεγε) και δυσκολευόταν καναδυό μέρες μετά να περπατήσει κανονικά η καημενούλα, δεκαοχτάχρονο κορίτσι.
Τελοσπάντων, μετά από δυο μέρες και κάτι φτάσαμε και πέσαμε πάνω σε χωριάτικο γάμο! χαρές και πανηγύρια, χαμπάρι δεν είχαν πάρει από πείνα εκεί πέρα. Η ιστορία συνεχίζεται, βέβαια, αλλά όταν με πιάσει ξανά όρεξη. Αυτά.
Με ένα τέτοιο φορτηγό λοιπόν, με πήρε η μάνα μου (μωρό 40 μερών) να πάμε στο χωριό να βρούμε τους συγγενείς του πατέρα μου. Πηγαίνοντας, συναπαντήσαμε το προηγούμενο γκαζοζέν που καιγόταν -από γερμανική επίθεση είπαν. Το όχημα ένα βουναλάκι μαύρο που κάπνιζε, μερικοί άνθρωποι κοντά κουκουλωμένοι, οι πιο πολλοί τέζα στα χωράφια. Οι ζωντανοί φωνάζαν "σώστε μας" αλλά ο οδηγός που πήγαινε με 10-20 χλμ/ώρα δεν σταμάτησε, λέγοντας "αλί να φτάκουμε παναϊτσαμ' βάλ' το χεράκι σ'" κι έκανε το σταυρό του κάθε τρεις και λίγο σε όλο το ταξίδι, καθώς έλεγ' η μάνα μου.
Το φορτηγό κουβάλαγε αλάτι και οι λιγοστοί επιβάτες ήταν καθισμένοι πάνω στο αλάτι, εμένα με άλλαζε πάνω σε κάτι άχυρα που είχε στρώσει στο υπόστρωμα αλατιού, οι υπόλοιποι επιβάτες είχαν ψείρες και μας κόλλησαν, εμένα με καθάριζε κάθε λίγο που μαύριζα από τον καπνό, εκείνη δεν είχε καθρέφτη να δει το δικό της πρόσωπο που ήταν κατάμαυρο σαν των κατοίκων του Σουδάν! Περιττό να αναφέρω ότι από το αλάτι είχαν γίνει τα πόδια της σαν παστά (όπως έλεγε) και δυσκολευόταν καναδυό μέρες μετά να περπατήσει κανονικά η καημενούλα, δεκαοχτάχρονο κορίτσι.
Τελοσπάντων, μετά από δυο μέρες και κάτι φτάσαμε και πέσαμε πάνω σε χωριάτικο γάμο! χαρές και πανηγύρια, χαμπάρι δεν είχαν πάρει από πείνα εκεί πέρα. Η ιστορία συνεχίζεται, βέβαια, αλλά όταν με πιάσει ξανά όρεξη. Αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου