Rodia Mixer
taparaponasas stoMixer - Γράφω για μένα, μην έχεις αυταπάτες!
Κυριακή, 31 Ιανουαρίου 2021
σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση
Σάββατο, 26 Δεκεμβρίου 2020
Της Κοκκώνας το σπίτι
η πρώτη μου συνάντηση με τους καλλικάντζαρους έγινε όταν διάβασα (στα 10 μου, ωραία ηλικία!) αυτό το διήγημα, που περιλαμβανόταν στη συλλογή διηγημάτων του Αλεξ. Παπαδιαμάντη με τίτλο "Παπαδιαμάντη, τα παιδικά" (δεν θυμάμαι απέξω την έκδοση και πού να ψάχνω τώρα..) Το διήγημα ολόκληρο εδώ, σε μονοτονικό-->> https://www.sansimera.gr/anthology/274
Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ’ εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ' της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν’ αναβή, εγλιστρούσε διά να καταβή.
Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ως να έλθη η ώρα να εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα εις το σπίτι τού γερο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα. Τα παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το εν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι’ όσον τρόμον τούς επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν.
Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικία του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά, και διώκοντες τους σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρή ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν’ απολαύσει την οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνη κατοικητήριον των φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.
Δεν είχεν αξιωθή ν’ απολαύση την οικοκυράν της. Ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαής, ανήρ αισθηματικός και γενναίος, «μερακλής» όσον κανείς άλλος εκ των συγχρόνων του, είχε ερωτευθή ποτε εις το Σταυροδρόμι την Κοκκώνα-Αννίκαν, ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους, με βλέμμα το οποίον κάτι έλεγε στην καρδιά. Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη Βασιλευούση, και κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το πρώτον ταξίδιον να φέρη έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευτρεπίση, να στολίση την νεόκτιστον οικίαν και την κάμη αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρη από την Πόλιν.
Αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώση και η Κοκκώνα δεν έμελλε να
κατέλθη. Η Κοκκώνα, οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν, απέθνησκε φθισική εις
το Σταυροδρόμι, και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον
λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον. Ως αόρατος
δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρευούσης οικίας, ως αόριστος
τραγική ειρωνία επί της τύχης της, έμενε το όνομα «της Κοκκώνας το
Σπίτι».
Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 1859, δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά. Σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανδαλωμένας θύρας να στενάζωσιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δύο γνήσιοι φίλοι.
- Εγώ είδα πσόδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το εν.
- Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο· μια πεντάρα μόδωκε. Να τηνε.
Και εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων του μίαν πεντάραν.
- Όχι, επέμενε το άλλο, το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς.
- Όχι, μα την παναγίδα, βρε Νάσο. Μιά πεντάρα, σου λέω.
- Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;
- Θα σ’ πέση το φανάρι.
Διά μιάς ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ητοιμάζετο να ψάξη τον Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον, επειδή δεν ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν δεκαετείς την ηλικίαν), ευθύς άμα κατήρχοντο από εκάστην των οικιών, όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάμνωσιν ευθύς μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι «κάσσα» μέχρι τέλους της επιχειρήσεως. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχε υποπτευθή τον Αγγελήν.
Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Εκεί είχον σταματήσει και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνει τον Αγγελήν.
Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ’ άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γελέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμιν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί.
- Δεν μ’ αφήνεις να σε ψάξω!
- Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.
- Είσαι ψεύτης!
Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικήν χείρα.
- Είσαι ψεύτης και κλέφτης!
Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε·
- Τι μαλώνετε, βρε;
Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπώσιν εις φυγήν, αφήνοντα το φανάριον καταγής. Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον, το οποίον έσβησεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία.
- Ποιος είναι κάσσα, βρε;
Τα δύο παιδία ήσπαιρον κι’ εδοκίμαζαν να φύγουν.
- Μη φοβάσθε, δεν σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.
Έψαξε τες τσέπες των δύο παιδίων, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ωχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον Αγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες εις τα θυλάκια. Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον. Ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία.
-Πηγαίνετε τώρα, και μη φοβάσθε. Άλλη φορά να μην μαλώνετε.
Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύση και πως να εορτάση τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά. Ήτο συνήθως άεργος, και οι τεμπέλικες μικροδουλειές, τας οποίας εξετέλει κάποτε, πότε κουβαλών νερό με την στάμναν εις τας οικίας, πότε υπηρετών τους κηπουρούς, τους αλωνιστάς και τους εργάτας τών ελαιοτριβείων, πότε βοηθών τους γριπάρηδες εις την ανέλκυσιν του μακρού ατελειώτου γρίπου επί της μεγάλης άμμου εις τον αιγιαλόν, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο. Τι να κάμη; Πώς να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα; Τι εσοφίσθη;
Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης, και το οποίον δεν αγίαζαν οι παπάδες όταν κατήρχοντο από την άνω συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά να κρυβή κανείς και να περάση ως σκαλικάντζαρος, επειδή το καλούσαν οι μέρες, αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας. Από εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμα των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των.
Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον. Έλαβε παλαιόν σιδηρούν τηγάνιον, εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπον ,μετέθεσε, το επ' αυτώ δύο μήνας πρωιμώτερα την Αποκριάν- εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη κάπου, και απελθών, άμα ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της ερήμου κατοικίας της Κοκκώνας, και εχώθη μέσα. Μίαν ώραν ύστερον κατήλθε διά του λιθοστρώτου, η πρώτη συνωρίς των αδόντων παιδίων, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδομεν πώς ήλθαν βολικά τα πράγματα, και πως ο Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα να περάση ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδίων που εμάλωναν.
Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής ετράπησαν εις φυγήν, αισθανόμενοι φεύγον το έδαφος υπό τους πόδας των, κατήλθον άλλα παιδία, είτα άλλα. Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τον κρότον των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των, και εψιθύριζε:
- Μας έρχεται άλλη ζυγιά.
Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδιάν.
- Να φτιάσωμε κι ένα σκεπαρνάκι, βρε.
- Να κόψουμε μια λεύκα.
- Να πάρουμε φλαμούρι, να κάμουμε καράβι.
- Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
- Εσύ θα είσαι μαραγκός, κι εγώ πρωτομάστορας.
- Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μιά φωνή.
Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τέταρτην φοράν, από την κρύπτην του.
Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν. Αλλ’ ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδον του, και τους ελήστευσε.
- Είναι άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα.
Τα παιδία τον εκοίταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησε, εν τω μεταξύ, ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη, και μετέδωκε θάρρος και εις τον Αργύρην.
- Είναι κι άλλη ζυγιά; επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος.
- Τι ζυγιά; ηδυνήθη ν' αρθρώσει ο Στάμος.
- Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν, απ’ τον απάνω μαχαλά;
- Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος.
Την φοράν ταύτην, ο Παλούκας είχεν ολιγωρήσει να σβήση τον φανόν, διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν τα παιδία. Αλλ' ο Στάμος τον εκοίταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μες στο νου του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίση.
- Πέστε μου, βρε, αν είναι κι άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας.
- Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος.
Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελεύθερα.
Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα ήρχισε να δέρνη την στέγην, τας ξυλώσεις, και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου κατοικίας. Πολλοί λίθοι, με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.
Στράτευμα παιδίων είχεν εξορμήσει από το προαύλιον του ναού των Τριών Ιεραρχών, τριακόσια ή τετρακόσια βήματα απέχοντος, και εξετέλει φοβεράν έφοδον κατά του ασύλου του Σκαλικαντζάρου.
Τα πρώτα ληστευθέντα παιδία, ο Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφθασαν ασθμαίνοντα εις την μικράν πλατείαν την έμπροσθεν του ναού, μη έχοντα πλέον διά τι πράγμα να μαλώσωσιν, έκαμαν αγάπην. Μετά φιλικωτάτην δε συζήτησιν εκ συμφώνου, απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το οποίον τους επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν των, θα ειπή ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να τους φάγη, θα ειπή ότι δεν ήτον ούτε σκαλικάντζαρος. Τι άλλο θα ήτον λοιπόν; Θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.
Η δευτέρα ζυγιά των παιδίων έφθασε μετ’ ου πολύ, είτα η τρίτη και η τετάρτη. Τέλος ο Στάμος, όστις ήλθε τελευταίος μετά του Αργύρη, επρότεινε και όλοι εψήφισαν να εκτελέσωσι τακτικήν νυκτερινήν έφοδον κατά της οικίας.
Ο Παλούκας, την στιγμήν εκείνην, εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει πλέον ν' αποσυρθή, αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύση την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχίων, και την του αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγη και πάλιν έμενεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων.
- Να μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.
- Να μιά ζυγιά! επανέλαβον εν χορώ τα παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον αν απεφάσιζεν ο Παλούκας να φύγη, θα ήτο ήδη εκτός βολής. Δυστυχώς ήτο αργά τώρα.
Απεφάσισε ν’ αρπάξη μίαν σανίδαν και μεταχειριζόμενος αυτήν ως σπάθην άμα και ως ασπίδα, να εκτελέση έξοδον διασχίζων τας τάξεις του εχθρού. Αλλά δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήση με δύο πληγάς εις την κνήμην και εις τον βραχίονα.
- Να κι άλλη ζυγιά! εφώναξεν αδιάλλακτος ο Στάμος.
- Να κι άλλη ζυγιά! ηλάλαξαν τα παιδία.
Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτέραν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην. Αλλά κι' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου, ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον.
- Βρε! α π ό σ π ό ν τα α, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.
Ευτυχώς δι’ αυτόν, οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους.
Τέλος, επειδή η μάχη παρετείνετο, ο Παλούκας, μετά φρόνιμον σκέψιν, απεφάσισε ν’ αναρριχηθή εις τον τοίχον (εγνώριζε πού υπήρχαν οπαί από τα ικρία και τες ξυλωσιές της οικοδομής) πατών από οπήν εις οπήν. Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γερο-Παγούρη.
Ητον ως δύο μπόγια υψηλά, όχι περισσότερον. Διότι το έδαφος ήτο υψηλότερον κατά τρεις ή τέσσαρας σπιθαμάς έσωθεν του αυλογύρου.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων από το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου ήξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας.
Ο δούπος της πτώσεώς του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.
Ο Στάμος εφώναξε «εμπρός!» και δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας του αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν.
Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά τού είχαν πέσει από την τσέπην.
Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψη.
Ο Αγγελής, έν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνει με την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν τού φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και κράζοντα:
- Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γερο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρον του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος:
- Τι είναι; τι τρέχει;… ποιος είναι;... ποιοί είστε;... ε! δεν ακούτε!
Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά όσα ηύρε, και έφευγεν διά της μεσημβρινής θύρας, και τα άλλα παιδία πέραν του βορεινού φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντο τον Παλούκαν, όστις είχε γίνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα·
- Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/274
© SanSimera.gr
Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ως να έλθη η ώρα να εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα εις το σπίτι τού γερο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα. Τα παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το εν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι’ όσον τρόμον τούς επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν.
Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικία του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά, και διώκοντες τους σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρή ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν’ απολαύσει την οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνη κατοικητήριον των φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/274
© SanSimera.gr
Δεν ήτον δρόμος
πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς
απ’ εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν
εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ' της Σταματρίζαινας το
σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα,
κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν’ αναβή,
εγλιστρούσε διά να καταβή.
Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί
του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη
με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή
Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας
κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους
έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της
νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και
σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ως να έλθη η ώρα να
εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως
εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από
προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του
έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος
βασιλεύς του χειμώνος.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα
εις το σπίτι τού γερο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή,
υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του
πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην
καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η
εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και
χάλασμα. Τα παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το εν σχολείον και
όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την
οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα
διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να
την εκδικηθώσι την ημέραν δι’ όσον τρόμον τούς επροξένει την νύκτα, όταν
ετύχαινε να περάσωσιν.
Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από
την οικία του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των,
αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά, και διώκοντες τους
σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις
την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρή ο
οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν’ απολαύσει την
οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνη κατοικητήριον των
φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος
συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.
Δεν είχεν αξιωθή ν’ απολαύση την οικοκυράν της. Ο καπετάν
Γιαννάκος ο Συρμαής, ανήρ αισθηματικός και γενναίος, «μερακλής» όσον
κανείς άλλος εκ των συγχρόνων του, είχε ερωτευθή ποτε εις το Σταυροδρόμι
την Κοκκώνα-Αννίκαν, ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και
με χαρακτήρας λεπτοτάτους, με βλέμμα το οποίον κάτι έλεγε στην καρδιά. Ο
πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη Βασιλευούση, και κατήλθε με το καράβι εις
την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και
ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων
με το πρώτον ταξίδιον να φέρη έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευτρεπίση,
να στολίση την νεόκτιστον οικίαν και την κάμη αξίαν της αβράς Κοκκώνας,
την οποίαν εμελέτα να φέρη από την Πόλιν.
Αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώση και η Κοκκώνα δεν έμελλε να
κατέλθη. Η Κοκκώνα, οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν, απέθνησκε φθισική εις
το Σταυροδρόμι, και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον
λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον. Ως αόρατος
δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρευούσης οικίας, ως αόριστος
τραγική ειρωνία επί της τύχης της, έμενε το όνομα «της Κοκκώνας το
Σπίτι».
Μνημούρια του Φερίκ-κι οΐ κι ολόρθα κυπαρίσσα...
Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.
Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του
έτους 1859, δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι
πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως
εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του
εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την
άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά. Σφοδρός άνεμος
κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα
σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανδαλωμένας θύρας να στενάζωσιν
υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δύο γνήσιοι φίλοι.
- Εγώ είδα πσόδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το εν.
- Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο· μια πεντάρα μόδωκε. Να τηνε.
Και εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων του μίαν πεντάραν.
- Όχι, επέμενε το άλλο, το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς.
- Όχι, μα την παναγίδα, βρε Νάσο. Μιά πεντάρα, σου λέω.
- Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;
- Θα σ’ πέση το φανάρι.
Διά μιάς ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ητοιμάζετο να ψάξη τον
Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον, επειδή δεν ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν
δεκαετείς την ηλικίαν), ευθύς άμα κατήρχοντο από εκάστην των οικιών,
όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάμνωσιν ευθύς
μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι «κάσσα»
μέχρι τέλους της επιχειρήσεως. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχε
υποπτευθή τον Αγγελήν.
Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις
το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και
ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα.
Εκεί είχον σταματήσει και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνει τον Αγγελήν.
Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του,
ίστατο αδιάφορος, αλλ’ άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον,
έπιασεν ο ίδιος το γελέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε
με όλην την δύναμιν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως
εκεί.
- Δεν μ’ αφήνεις να σε ψάξω!
- Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.
- Είσαι ψεύτης!
Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικήν χείρα.
- Είσαι ψεύτης και κλέφτης!
Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού
την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν,
αντήχησε·
- Τι μαλώνετε, βρε;
Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και
εδοκίμασαν να τραπώσιν εις φυγήν, αφήνοντα το φανάριον καταγής. Αλλά το
παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον, το οποίον έσβησεν ευθύς,
και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα
παιδία.
- Ποιος είναι κάσσα, βρε;
Τα δύο παιδία ήσπαιρον κι’ εδοκίμαζαν να φύγουν.
- Μη φοβάσθε, δεν σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη
μαλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.
Έψαξε τες τσέπες των δύο παιδίων, και συγχρόνως τα έσυρε προς την
θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως
φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της
θύρας, ωχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον
Αγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες εις τα θυλάκια.
Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον.
Ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία.
-Πηγαίνετε τώρα, και μη φοβάσθε. Άλλη φορά να μην μαλώνετε.
Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύση και πως να εορτάση τα
Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά. Ήτο συνήθως άεργος, και οι τεμπέλικες
μικροδουλειές, τας οποίας εξετέλει κάποτε, πότε κουβαλών νερό με την
στάμναν εις τας οικίας, πότε υπηρετών τους κηπουρούς, τους αλωνιστάς και
τους εργάτας τών ελαιοτριβείων, πότε βοηθών τους γριπάρηδες εις την
ανέλκυσιν του μακρού ατελειώτου γρίπου επί της μεγάλης άμμου εις τον
αιγιαλόν, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο. Τι να κάμη; Πώς
να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα; Τι εσοφίσθη;
Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης,
και το οποίον δεν αγίαζαν οι παπάδες όταν κατήρχοντο από την άνω
συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά να κρυβή κανείς
και να περάση ως σκαλικάντζαρος, επειδή το καλούσαν οι μέρες, αφού
μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας. Από εκεί θα
επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των
παιδιών του χωριού, εις το γύρισμα των από την επάνω ενορίαν, ότε θα
είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των.
Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον. Έλαβε παλαιόν σιδηρούν
τηγάνιον, εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπον ,μετέθεσε, το επ' αυτώ δύο
μήνας πρωιμώτερα την Αποκριάν- εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη
κάπου, και απελθών, άμα ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς
σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της
ερήμου κατοικίας της Κοκκώνας, και εχώθη μέσα. Μίαν ώραν ύστερον κατήλθε
διά του λιθοστρώτου, η πρώτη συνωρίς των αδόντων παιδίων, ο Νάσος και ο
Αγγελής. Είδομεν πώς ήλθαν βολικά τα πράγματα, και πως ο Παλούκας
κατώρθωσε μάλιστα να περάση ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδίων που
εμάλωναν.
Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής ετράπησαν εις φυγήν, αισθανόμενοι φεύγον
το έδαφος υπό τους πόδας των, κατήλθον άλλα παιδία, είτα άλλα. Ο
Παλούκας ήκουε μακρόθεν τον κρότον των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς
των, και εψιθύριζε:
- Μας έρχεται άλλη ζυγιά.
Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από
τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν
μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την
βραδιάν.
- Να φτιάσωμε κι ένα σκεπαρνάκι, βρε.
- Να κόψουμε μια λεύκα.
- Να πάρουμε φλαμούρι, να κάμουμε καράβι.
- Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
- Εσύ θα είσαι μαραγκός, κι εγώ πρωτομάστορας.
- Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μιά φωνή.
Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τέταρτην φοράν, από την κρύπτην του.
Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να
φύγουν. Αλλ’ ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδον του, και τους ελήστευσε.
- Είναι άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα.
Τα παιδία τον εκοίταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον.
Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησε, εν τω μεταξύ,
ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη, και μετέδωκε θάρρος και
εις τον Αργύρην.
- Είναι κι άλλη ζυγιά; επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος.
- Τι ζυγιά; ηδυνήθη ν' αρθρώσει ο Στάμος.
- Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν, απ’ τον απάνω μαχαλά;
- Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος.
Την φοράν ταύτην, ο Παλούκας είχεν ολιγωρήσει να σβήση τον φανόν,
διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν
τα παιδία. Αλλ' ο Στάμος τον εκοίταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μες στο
νου του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίση.
- Πέστε μου, βρε, αν είναι κι άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας.
- Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος.
Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελεύθερα.
Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα ήρχισε να
δέρνη την στέγην, τας ξυλώσεις, και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος
της ερήμου κατοικίας. Πολλοί λίθοι, με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά
των δοκών, και άλλοι διά της θύρας έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.
Στράτευμα παιδίων είχεν εξορμήσει από το προαύλιον του ναού των
Τριών Ιεραρχών, τριακόσια ή τετρακόσια βήματα απέχοντος, και εξετέλει
φοβεράν έφοδον κατά του ασύλου του Σκαλικαντζάρου.
Τα πρώτα ληστευθέντα παιδία, ο Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφθασαν
ασθμαίνοντα εις την μικράν πλατείαν την έμπροσθεν του ναού, μη έχοντα
πλέον διά τι πράγμα να μαλώσωσιν, έκαμαν αγάπην. Μετά φιλικωτάτην δε
συζήτησιν εκ συμφώνου, απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το οποίον τους
επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν των, θα
ειπή ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να
τους φάγη, θα ειπή ότι δεν ήτον ούτε σκαλικάντζαρος. Τι άλλο θα ήτον
λοιπόν; Θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.
Η δευτέρα ζυγιά των παιδίων έφθασε μετ’ ου πολύ, είτα η τρίτη και η
τετάρτη. Τέλος ο Στάμος, όστις ήλθε τελευταίος μετά του Αργύρη,
επρότεινε και όλοι εψήφισαν να εκτελέσωσι τακτικήν νυκτερινήν έφοδον
κατά της οικίας.
Ο Παλούκας, την στιγμήν εκείνην, εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει
πλέον ν' αποσυρθή, αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να
μεθύση την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχίων,
και την του αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγη και πάλιν
έμενεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων.
- Να μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.
- Να μιά ζυγιά! επανέλαβον εν χορώ τα παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον αν απεφάσιζεν ο Παλούκας να φύγη, θα ήτο ήδη εκτός βολής. Δυστυχώς ήτο αργά τώρα.
Απεφάσισε ν’ αρπάξη μίαν σανίδαν και μεταχειριζόμενος αυτήν ως
σπάθην άμα και ως ασπίδα, να εκτελέση έξοδον διασχίζων τας τάξεις του
εχθρού. Αλλά δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήση
με δύο πληγάς εις την κνήμην και εις τον βραχίονα.
- Να κι άλλη ζυγιά! εφώναξεν αδιάλλακτος ο Στάμος.
- Να κι άλλη ζυγιά! ηλάλαξαν τα παιδία.
Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτέραν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας
τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα
εις τον τοίχον βαλμένην. Αλλά κι' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του
τοίχου, ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον.
- Βρε! α π ό σ π ό ν τα α, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.
Ευτυχώς δι’ αυτόν, οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν
του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του
παιδικού θράσους.
Τέλος, επειδή η μάχη παρετείνετο, ο Παλούκας, μετά φρόνιμον σκέψιν,
απεφάσισε ν’ αναρριχηθή εις τον τοίχον (εγνώριζε πού υπήρχαν οπαί από τα
ικρία και τες ξυλωσιές της οικοδομής) πατών από οπήν εις οπήν. Το έκαμε
ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον
εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο
μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γερο-Παγούρη.
Ητον ως δύο μπόγια υψηλά, όχι περισσότερον. Διότι το έδαφος ήτο
υψηλότερον κατά τρεις ή τέσσαρας σπιθαμάς έσωθεν του αυλογύρου.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη,
έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν
κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων από το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου
ήξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς
την αυλήν συγγενικής οικίας.
Ο δούπος της πτώσεώς του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.
Ο Στάμος εφώναξε «εμπρός!» και δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας του
αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα
παιδία τον ηκολούθησαν.
Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και
από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά τού είχαν πέσει από την
τσέπην.
Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψη.
Ο Αγγελής, έν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον,
αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και
κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνει με την φούχταν, ενώ τα άλλα
παιδία έτρεχαν κατόπιν τού φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και
κράζοντα:
- Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του
γερο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την
νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρον του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα
έκπληκτος:
- Τι είναι; τι τρέχει;… ποιος είναι;... ποιοί είστε;... ε! δεν ακούτε!
Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά όσα ηύρε, και έφευγεν
διά της μεσημβρινής θύρας, και τα άλλα παιδία πέραν του βορεινού
φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντο τον Παλούκαν, όστις είχε γίνει
άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα·
- Να, κι άλλη ζυγιά! Να, κι άλλη ζυγιά!
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/274
© SanSimera.gr
Τετάρτη, 23 Δεκεμβρίου 2020
μια αξιοπρεπής Επιστολή Παραίτησης
Πέμπτη, 10 Δεκεμβρίου 2020
λαϊκή τέχνη ή για τα σκουπίδια;
Ελαβα μερικές φωτογραφίες από Κεφαλονιά, συνοδευόμενες από το σημείωμα:
«Λαϊκή τέχνη στη Σάμη. Ολες οι κολώνες που χρησιμοποιήθηκαν στην περίφραξη του σπιτιού, έχουν επάνω φιγούρες σαν αυτή. Ειναι πάνω από πενήντα χρόνων. Σε πείσμα των καιρών διατηρούν τη ζωηρότητα τους. Το σπίτι ανήκε στον Χρήστο, τον ταχυδρόμο που έχει πεθάνει πριν καιρό.Δεν ξέρω αν γι αυτή την λαϊκή τέχνη υπάρχει φροντίδα. Αγνοω επίσης ποιος θαυμάσια σμίλεψε στο τσιμέντο τις μορφές. Καθε που περνώ κοιτάζω και εύχομαι να τις φροντίσουν.»
Στην έρημο της ακαλαισθησίας που μας περιβάλλει, περιμένω μήπως ενδιαφερθεί κάποιος φορέας, Ιδρυμα, κάποιος τελοσπάντων, που κρίνει ότι αξίζει η διατήρηση/συντήρηση των στοιχείων του φράχτη.
Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2020
συγκλονιστικό αφήγημα νοσηλεύτριας
Εφημερια. Πρωινή βάρδια. Ίσα πρόλαβα 2 γουλιες καφέ και πήρα το μπουκάλι με το νερό μαζί μου. έβαλα την στολή μου, από πάνω την απλή χειρουργική ρόμπα την μάσκα το σκουφι κ την προσωπίδα. Ο χώρος που έχει δημιουργηθεί για κόβιντ επείγοντα είναι " κλεμμένος" από άλλα ιατρεία. Το πόστο μου σήμερα είναι στο παλιό παιδιατρικό. Ένας χώρος που είναι δεν είναι όλο μαζί 50τμ. Ένας χώρος στην μέση κ άλλοι 2 δεξιά κ αριστερά. Δεδομένου ότι υπάρχει σταθερή παροχή οξυγόνου η χρήση του την στιγμή αυτή είναι για τα βαρύτερα περιστατικά. Αν κ συχνά έχουμε αντιμετωπίσει στο χώρο αυτό μέχρι και διασωληνωσεις. Μπαίνω λοιπόν ετοιμάζω τα υλικά για τις φλεβοκεντισεις και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τις προετοιμασίες ορμάει η γιατρός με εναν ασθενή σε καροτσάκι." Έχει 60 κορεσμό, που να τον βάλω?" Τρέχουμε μαζί τον βάζουμε στο πρώτο φορείο. Ξεκινάω βάζω φλέβα παίρνω αίματα η γιατρός πασχίζει να ρυθμίσει το οξυγόνο που δεν ανεβαίνει. " Θέλω βεντουρι! Βάλε σολου κορτεφ, κάνε καρδιογράφημα, πονάει λέει το στήθος του" . Τρέχω παίρνω τα φάρμακα και μπαίνει νέο φορείο. " 40 πυρετό και κορεσμό στο 80" . Παραταω τα φάρμακα τον βάζω στο οξυγόνο τρεχω πίσω να κάνω τα φάρμακα. Ο νέος ασθενής διεγερτικός απ' την υποξυγοναιμια πετάει την μάσκα και φωνάζει " δεν μπορώ να πάρω αέρα". Του την ξαναβάζω στα γρήγορα και τρέχω να κάνω τα φάρμακα στον προηγούμενο ασθενή. τελειώνω και πάω στον επόμενο. Με χτυπάει γιατί δεν καταλαβαίνει στον πανικό της υποξυγοναιμιας ότι η μάσκα δεν τον περιορίζει αλλά τον σώζει. Αναγκάζομαι να ακινητοποιήσω το χέρι του για να του περάσω φλεβα κ να πάρω αίματα. Το οξυγόνο στο φουλ σφυρίζει στα αφτιά μου. Έρχεται ο γιατρός να τον εξετάσει. Μου φωνάζει από έξω η συνάδελφος " έχω κι άλλον με 70-75 κορεσμό! Στον βάζω στο απέναντι δωμάτιο! Σύνδεσε τον εσύ δεν προλαβαίνω εγώ, έρχεται κι άλλο εκαβ! Θα σου φέρω κ άλλον σε λίγο". Τρέχω παίρνω το μπολακι με τα έτοιμα σύνεργα για φλέβα. Την στιγμή εκείνη εμφανίζεται το ταίρι μου στην βάρδια. Έχει σήμερα ποστο στο θάλαμο με τα πολύ βαριά και μόλις έβγαλε για διακίνηση αυτό που είχε και ήρθε να βοηθήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα στην θέα της. Δεν πρόλαβα να την βγάλω όμως. Η γιατρός ουρλιάζει " μάλλον πάμε για διάσωληνωση, πάμε στο δίπλα χώρο" . Βουτάμε όλοι μαζί το φορείο και οδηγούμε τον ασθενή στο χώρο για τα πολύ βαριά. Κλείνω την πόρτα κ με κοιτάει απολογητικά η συνάδερφος. Δεν θα μπορέσει να έρθει δίπλα σύντομα. Γυρνάω πίσω. Που είχα μείνει? Α ναι , πάω να βάλω φλέβα. Το οξυγόνο σφυρίζει. Ανεβαζει τουλάχιστον στο 90 κορεσμό τώρα. Καρδιογράφημα. Προλαβαίνω, ακόμα δεν τον έχει δει γιατρός. Βλέπω τον γιατρό να ντύνεται. Υπολογίζω έχω ακόμα 2-3 λεπτά. Προλαβαίνω να κάνω καρδιογράφημα και στον προηγούμενο. Το κατάφερα. Πριν προλάβω να βγάλω τα ηλεκτρόδια απ' τα πόδια βλέπω μου φέρνουν κι άλλο φορείο. Που το πάτε? Δεν έχω άλλη παροχή για οξυγόνο! " Ναι αλλά δεν μπορεί να μείνει έξω". Τρέχω να βρω φιάλη οξυγόνου να συνδέσω. Μέχρι να τελειώσω με τον ασθενή στο πίσω θάλαμο μου βάλανε αλλα 2 καροτσια με ασθενείς στο οξυγόνο. Δεν έχω κρεβάτι ή φορείο να τους βάλω. Πώς διάολο θα τους εξετάσει ο γιατρός στο καρότσι? Διαμαρτύρεται ο ένας ότι περιμένει ώρα έξω και απαιτεί να τον δει γιατρός. δεν μπορώ να ασχοληθώ τώρα με αυτόν, προέχει ο άλλος που είναι κάτασπρος και έχουν πεταχτεί ολοι οι μύες του λαιμού του στην προσπάθεια του να αναπνεύσει. τρέχω να βρω φορείο να τον βάλω. Φωνάζω στον αέρα ότι θέλω κι άλλους γιατρούς μέσα. Τον ξαπλώνω και τον τραβάω με όλη μου την δύναμη. Είναι εξαντλημένος και χωρίς δυνάμεις. Μπαίνει η γιατρός την ώρα που του περνάω φλέβα. Ο κορεσμός στο 76. " Τέρμα το οξυγόνο βάλε" Τέρμα είναι... Δεν δίνει παραπάνω ροή η φιάλη. Και τελειώνει κιόλας. Κοιτάω δίπλα ο άλλος ασθενής κρατάει πλέον 95 οξυγόνο. Αποσύνδεω το δικό του απ' την σταθερή παροχή για να βάλω τον άλλο και συνδέω αυτόν στην φιάλη. Φλέβα αίματα οξυγόνο. " Βάλε κ εδώ σολού. Ο αξονικός είναι εδώ? Επείγει αυτός" ο ασθενής δίπλα ακόμα διαμαρτύρεται. " Κάποιος να έρθει να κάνει τα εισητηρια και να ετοιμάζει τα παραπεμπτικα." Ο διεγερτικός ασθενής έχει πετάξει πάλι την μάσκα. Έχει βγάλει και την φλέβα. Όλα μέσα στο αίμα. Τρέχω πάλι του βάζω τη μάσκα και προσπαθώ να περάσω πάλι φλέβα. Μπαίνει κι άλλος γιατρός μέσα. " Ποιον να δω?" Τι να σου πω? Δες κορεσμούς και ανάλογα ξεκινα. Όλοι χάλια είναι. Έχουν όλοι οξυγόνο φλέβες αίματα και σχεδόν όλοι καρδιογράφημα. Ξεκινά με όποιον βρεις και βάζω εγώ φλεβα και καρδιογράφημα στους υπόλοιπους. Από πίσω φωνάζει η γιατρός " ο τάδε ακτίνα αξονικό εισαγωγή!! Που θα πάει?" Δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ με τα κρεβάτια. Δεν ξέρω τι έχουμε που. Ήταν λίγα έτσι κ αλλιώς. Έρχεται μια γιατρός να βοηθήσει με τα διαδικαστικά. Εισητηρια παραπεμπτικα διακίνηση. " Η τάδε κλινική έχει τόσα η τάδε τόσα , και η τάδε τόσα. Που τον θες?" " Στην τάδε, να είναι κοντά αν στραβωσει". Κοιτάω γύρω μου. Που ήμουν? Που είχα μείνει? Α ναι εκεί θέλουμε καρδιογράφημα. Ξεκινάω συνδέω. Πίσω μου βλέπω βάζουν άλλο φορείο. Τρέχω συνδέω οξυγόνο και πιεσόμετρο. Κορεσμός στο 90. Οκ κρατάει λίγο. Τρέχω να τελειώσω το καρδιογράφημα. Ο ασθενής στο καρότσι ακόμα φωνάζει και διαμαρτύρεται. Κοιτάω το κορεσμό του. Έπεσε στο 88. Γαμωτο που θα τον ξαπλώσω αυτόν? Έρχεται τραυματιοφορεας και παίρνει τους 2 ασθενείς. Έξω δεν έχει άλλο φορείο αυτή τη στιγμή να τον ξαπλώσω. Του βαζω φλεβα όρθια εκεί στο καρότσι. Πίεση κορεσμό. Καρδιογράφημα στο καρότσι. Έχω ζαλιστεί. Ο ιδρώτας τρέχει στα παπούτσια μου. Νοιώθω να πιτσιλαει νερά κάθε βήμα μου. Ακουμπάω στον τοίχο και κοιτάω τους ασθενείς γύρω μου και περνάνε όλες οι πράξεις που έχω κάνει στα γρήγορα από το μυαλό μου. Εκεί. Στην γιαγιά. Έβαλα φλεβα δεν πήρα αίματα. Τρέχω να πάρω αίματα. Ακούω την γιατρό υποδοχής. " Ο κύριος περιμένει αποτελέσματα αλλά έχει ρίξει απότομα κορεσμό. Που να τον βάλω? " Κοιτάω γύρω μου. 3 φορεία στο ένα δωμάτιο 2 κρεβάτια στο άλλο , ένα φορείο στην μέση και 2 καροτσια. Όλα με ασθενείς. Να περιμένει λίγο έξω μέχρι να αδειάσει κρεβάτι. " Δεν μπορεί θέλει οξυγόνο" πίσω δεν έχει ιατρείο άδειο? " Όχι, σε παρακαλώ βρες που θα τον βάλεις, πρέπει να πάω πάλι μπροστά". Περνάει μπροστά μου τραυματιοφορέας με άδειο καρότσι με οξυγονο πάνω του. Πάω να το αρπάξω. " Το θέλω για να μεταφέρω ασθενή!" Ευτυχώς δικό μου ασθενή έπαιρνε. Σηκώνεται ο ένας, τραβάω το χαρτί ξαπλώνει ο άλλος. Φλέβα αίματα καρδιογράφημα πίεση κορεσμό φάρμακα οξυγόνο οξυγόνο οξυγόνο. " Θέλω άλλη μάσκα. Φέρε βεντουρι. Φέρε μη επανεισπνοης! Μπουσινιακ εδώ έχουμε? Αυτός να φύγει ΤΏΡΑ! Που είναι οι τραυματιοφορείς!!????" Τρέχουν και δεν φτάνουν. 6 έμειναν για όλη την εφημερία κι είναι όλοι από δω. " Τους θέλω εδώ τώρα! Αυτός εδώ επείγει!" Μα δεν είναι στο χέρι τους! Διακινούν άλλο περιστατικό! " Φωνάξτε τον Ανδρέα να φέρει καινούργιες φιάλες! Αυτές οι 4 εδώ μπροστά είναι όλες άδειες"! Γύρω μου 3-4 γιατροί. Όλοι με στολές ολόσωμες. Αρκετούς δεν τους αναγνωρίζω όχι απλά λόγο στολής αλλά δεν τους έχω ξαναδεί καν. Οφθαλμίατροι, γενικοί γιατροί, έκτακτες προσθήκες από κέντρα υγείας. Κοιτάω γύρω μου. Οπ , αυτός πότε μπήκε? Φλέβα αίματα πίεση κορεσμό καρδιογράφημα οξυγόνο καθετήρα. " Για πες τι έχουμε"? Γυρνάω και κοιτάω την συνάδελφο. Απορώ γιατί είναι εδώ. Με κοιτάει κι αυτή και δεν καταλαβαίνει γιατί σκαλωσα έτσι. Κοιτάω την ώρα. 3 παρά. Σχολαω... Εδώ ο κύριος τάδε. Τον έχουν δει περιμένει διακίνηση. Θέλει μόνο καρδιογράφημα. Δεν πρόλαβα. Εκεί ο κύριος τάδε. Δεν τον έχουν δει ακόμα έχει φλεβα αίματα καρδιογράφημα και οξυγόνο στο 92 τώρα. Εκεί ο τάδε εκεί ο τάδε εκεί ο τάδε... " Κρεβάτια έχουμε"? Δεν έχω ιδέα. Δεν πρόλαβα να ασχοληθω. Η γιατρός τα είχε αναλάβει. " Πόσες εισαγωγές έκανες από εδώ?" Δεν ξερω. Δεν έχω ιδέα. Κοιτάω το χαρτί με τις εισαγωγές. 22 άτομα που έχουν ήδη διακινηθεί και άλλα 5 που τα ετοιμάζουμε...Πετάω ρόμπα σκουφι ποδοναρια , ρίχνω στη χλωρίνη την προσωπίδα. Η στολή είναι μαύρη απ τον ιδρώτα. Κολλάει πάνω μου. Παίρνω το μπουκάλι νερό που ακουμπισα στο πάγκο 8 ώρες πριν. Στα αποδυτήρια κάθομαι στη καρέκλα και δεν μπορώ να σηκωθώ. Κοιτάω το κινητό. Εφαρμογή ημερισιων βημάτων. 16564. Σε 50τμ. Ώρα να πάω σπίτι. Λογικά θα κοιμηθώ αμέσως απ' την κούραση. Το χρειάζομαι να κοιμηθώ αμέσως. Σε λιγότερο από 8 ώρες είναι η επόμενη βάρδια...____________________ΣΗΜ. Ανέβηκε στο facebook, στις 21 Νοεμβρίου 2020, ώρα 4:52 μμ.
ΣΗΜ. Ανέβηκε στο facebook, στις 21 Νοεμβρίου 2020, ώρα 4:52 μμ.
Πέμπτη, 19 Νοεμβρίου 2020
τι συμβαίνει στην παραλία στο Δήλεσι;
Και στην τούρλα του Σαββάτου, μέσα στο γενικό αλαλούμ, ανοίγεται παραλιακός δρόμος στο Δήλεσι.
Τα πρανή με τα σχίνα ξηλώθηκαν από μπουλντόζες με κίνδυνο κατολίσθησης του εδάφους (των οικοπέδων δηλαδή), οι κάτοικοι αλαλιασμένοι ψάχνουνε κάποιον υπευθυνο αλλά δεν βρίσκουν, φημολογείται ότι ο δημαρχος της περιοχής δήλωσε ότι "έχει μεγάλα σχέδια" --ερήμην των δημοτών του, φυσικά.
Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2020
το Πολυτεχνείο: πόση αλήθεια και πόσο μύθος
Κυριακή, 15 Νοεμβρίου 2020
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ..