Σελίδες

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Ο Iωάννης Καποδίστριας ως ΄Εκτακτος Επίτροπος της Επτανήσου Πολιτείας στην Κεφαλονιά (1801, 1802)

Η ανάμειξη στα πολιτικά του Ιωάννη κόμη Καποδίστρια έγινε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκατάστασης των αρχών της «Επτανήσου Πολιτείας» στην Κεφαλονιά (1801-1802). Aυτή η «περιπετειώδης εκπαίδευση» του Κερκυραίου πολιτικού, που όπως ο ίδιος δήλωνε αποτέλεσε σταθμό στη σταδιοδρομία του, παρουσιάζει πολλά κοινά με την περίοδο κατά την οποία διοίκησε την «Ελληνική Πολιτεία». Αντιμετώπισε όπως και τότε τοπικισμούς, φατριασμούς, αντιπαλότητες για την νομή της εξουσίας και των εθνικών πόρων, εμπλοκή ισχυρών προσώπων και του ξένου παράγοντα, ωμή βία. Το μέγεθος της επιτυχίας, παρά τη νεαρή, για τα μέτρα της εποχής ηλικία, τον καθιέρωσε μεταξύ των πολιτικών του νέου κράτους και δικαίωσε τον πατέρα του που τον επέλεξε ανάμεσα στους αδελφούς του για αντικαταστάτη του. Συνέβαλε επίσης καθοριστικά στη δημιουργία των προϋποθέσεων της μετέπειτα σταδιοδρομίας του ως πολιτικού και διπλωμάτη.

Το χρονικό τωνγεγονότων της τόσο σημαντικής αν και πρόδρομης εποχής παρουσιάζεται σε συντομία εδώ.

Στις 9/21 Μαρτίου 1800 η Ρωσία και η Οθωμανική Τουρκία υπέγραψαν τη «σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως». Με αυτή αποφασίστηκε ότι τα Ιόνια Νησιά , που κατείχαν σημαντική θέση στο γεωστρατηγικό χάρτη της εποχής, θα αποτελούσαν κράτος, κατά το πρότυπο της Πολιτείας της Ραγούζας: Ενιαίο, με σύνταγμα , σημαία, στρατό και διπλωματική εκπροσώπηση, υπό την επικυριαρχία και την προστασία του σουλτάνου (στον οποίο θα κατέβαλε ως φόρο υποτέλειας 75 χιλιάδες πιάστρα κάθε τρία χρόνια) και με την εγγύηση του Τσάρου. Στη σύμβαση προσχώρησε αργότερα (13 Ιανουαρίου 1801) η Μεγάλη Βρεταννία.

Αυτό το πρώτο Κράτος Ελλήνων στον εθνικό χώρο, ονομάστηκε «Πολιτεία των Επτά Ενωμένων Νησιών» ( Repubblica delle Sette Isole Unite ή Επτάνησος Πολιτεία Repubblica Settinsulare) και καθορίστηκε να έχει αριστοκρατικό χαρακτήρα καθώς θα το κυβερνούσαν οι «πρόκριτοι και οι επιφανείς του τόπου» (principali e notabili del paese).

Οι Αντώνιος-Μαρία κόμης Καποδίστριας (κερκυραίος) και Νικόλαος –Δραγανίγος κόμης Σιγούρος-Δεσύλλας (ζακύνθιος), αντιπρόσωποι της «Προσωρινής Γερουσίας», που είχε διορίσει ο αρχηγός των ρωσικών δυνάμεων και συντονιστής των συμμαχικών ενεργειών στο Ιόνιο, υποναύαρχος Θεόδωρος Ουσακώφ (Fyodor Fyodorovich Uchakow), σε συνεργασία με τους Ρώσους και τους Τούρκους, συνέταξαν σχέδιο συντάγματος 37 άρθρων και καθόρισαν τύπο σημαίας, που επικύρωσε πανηγυρικά ο Σουλτάνος την 1η Νοεμβρίου 1800.

Το σύνταγμα καθιέρωνε το ομοσπονδιακό σύστημα και αναγνώριζε ως μόνη πηγή εξουσίας τα «Συμβούλια των Ευγενών». Κάθε νησί είχε τοπική τριμελή κυβέρνηση (Σύνδικοι) εκλεγόμενη κάθε χρόνο από το Μεγάλο Συμβούλιό του, που συγκροτούσαν οι παλιοί ευγενείς. Οι σύνδικοι εναλλάσσονταν στη διοίκηση εκτελώντας καθήκοντα προέδρου (Πρύτανη) κάθε τέσσερεις μήνες. Ανώτατη αρχή της ομοσπονδίας ήταν η Γερουσία, που την συγκροτούσαν αντιπρόσωποι των νησιών (Γερουσιαστές) και έδρευε στην Κέρκυρα. Ο Πρόεδρος της Γερουσίας ονομαζόταν « Άρχων» (αργότερα «Ηγεμών» και «Πρίγκηψ») και ασκούσε την εκτελεστική εξουσία όλης της Ομοσπονδίας.

Όμως καθώς είχε προηγηθεί η πολιτική και η κοινωνική διαπαιδαγώγηση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της διοίκησης των Γάλλων δημοκρατικών (1797-1799), η αριστοκρατική μορφή του πολιτεύματος, η προτίμηση των ευγενών και ο αποκλεισμός των άλλων τάξεων (κυρίως των αστών) από τα πολιτικά δικαιώματα και τα κέντρα εξουσίας, προκάλεσαν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις.

Ειδικότερα στην Κεφαλονιά, εκτός της δυσαρέσκειας για την πολιτική παλινδρόμηση, ισχυρό παράγοντα αναταραχής συνιστούσε και η αντιπαράθεση των δυο πόλεων Αργοστολιού και Ληξουριού. Η αντίθεση είχε αιτίες τοπικιστικές και οικονομικές καθώς το Αργοστόλι ιδρύθηκε από τους Βενετούς για να μεταφερθεί εκεί η έδρα της διοικήσεως από το κάστρο του Αγίου Γεωργίου το 1757, αλλά και πολιτικές και κοινωνικές καθώς στο παλαιότερο και μεγαλύτερο Ληξούρι είχε ενωρίς αναπτυχθεί η αστική τάξη.

Οι εντάσεις μεταξύ των δυο πόλεων που διάρκεσαν σχεδόν μια πεντηκονταετία, λάβαιναν βίαιο χαρακτήρα κάθε φορά που η διοίκηση εμφάνιζε σημεία χαλαρότητας. Έως την εγκατάσταση των επτανησιακών αρχών η σημαντικότερη είχε γίνει, κατά τον Bellaire, τον μήνα Prairial του έτους VI (20 Μαίου- 18 Ιουνίου 1798 ), επειδή οι Γάλλοι δημοκρατικοί έκαναν το Αργοστόλι πρωτεύουσα του «Νομού Ιθάκης». Τότε κάτοικοι του Ληξουριού επιτέθηκαν σε αυτό, προκαλώντας καταστροφές και λεηλασίες, ένα θάνατο και έναν τραυματισμό, με αποτέλεσμα για να αποκατασταθεί η τάξη, να χρειαστεί η επέμβαση δύο λόχων του γαλλικού στρατού που μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα .Αυτή η αιτία δεν ήταν η μόνη που προκάλεσε την επέμβαση των Γάλλων στο νησί καθώς σε άλλη περίπτωση αποφάσισαν να καταστρέψουν το Ληξούρι, εκδικούμενοι τους φόνους δυο στρατιωτών που συνέβησαν εκεί.

Ευτυχώς ο απεσταλμένος του Chabot στρατηγός Vallelongue, ενημερώθηκε για τα πραγματικά γεγονότα, που αθώωναν την πόλη, και δεν προχώρησε στην εκτέλεση της διαταγής.

Η κοινωνία της Κεφαλονιάς, του μεγαλύτερου σε έκταση νησιού του Ιονίου, είχε μια αντιφατική συγκρότηση. Από την μια μεριά ήταν καθυστερημένη αγροτική με κύρια προϊόντα τη σταφίδα, το κρασί και το λάδι και μάλιστα για να συμπληρώσει το εισόδημά του μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού μετανάστευε κατά τους θερινούς μήνες στη Πελοπόννησο και από την άλλη, με κεφάλαια κυρίως των αστών και λιγότερο των ευγενών , έλεγχε με τον εμπορικό της στóλο μεγάλο μέρος των μεταφορών στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, των προϊόντων που διακινούνταν στα κάθετα προς τον Κορινθιακό κόλπο ηπειρωτικά δρομολόγια, έχοντας εμπορικά πρακτορεία στο Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και το Γαλαξείδι. Ιδιότυπα, αυτή τη δραστηριότητα ένα μέρος του πληθυσμού την ασκούσε παράλληλα με την πειρατεία.

Αν και το Μεγάλο Συμβούλιο της Κοινότητας ήταν οργανωμένο από την αρχή της Ενετικής διοίκησης ( post quem 1500 ), για πολλούς λόγους δεν μπόρεσε να έχει πάντα ένα βέβαιο αριθμό μελών, ενώ σε πολλά από αυτά αμφισβητήθηκε έντονα η ικανότητα συμμετοχής. Επίσης παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά διευρυμένη, σε σχέση με τα άλλα νησιά, η επικεφαλής της κοινωνικής ιεραρχίας ομάδα, καθώς την συγκροτούσαν 900 περίπου οικογένειες, χωρισμένη σε φατρίες λειτουργούσε αρνητικά. Μάλιστα δυο από αυτές οι Άννινοι και οι Μεταξά βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό με στόχο τη νομή της εξουσίας.

Τέλος σημαντικό παράγοντα στη δημιουργία αρνητικού, για την Επτανησιακή διοίκηση, κλίματος συνιστούσε η προπαγάνδα που έκαναν οι υποστηρικτές των Γάλλων και των Αυστριακών, ιδιαίτερα ο υποπρόξενος της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιγγιόστρης, του οποίου η ιδιότητα του εκπροσώπου ξένου κράτους ήταν διαπλεγμένη με την κύρια εμπορική του δραστηριότητα, τη συγκέντρωση της σταφίδας.

Μετά τη μεταβίβαση της διοίκησης από τους Γάλλους δημοκρατικούς στους συμμάχους Ρώσους και Οθωμανούς (29 Οκτωβρίου 1798) ο Ουσακώφ εγκατέστησε πενταμελή τοπική κυβέρνηση, με διευρυμένες αρμοδιότητες, την «Αντιπροσωπεία και Προεδρεία Κεφαλληνίας» υπό τον σεβαστό σε όλους Κωνσταντίνο κόμη Χωραφά. Εξαιτίας όμως της αδιαλλαξίας των φατριών, αυτός παραιτήθηκε ( Μαίος 1799 ) και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ρώσος πλωτάρχης ιππότης Νικόλαος Τιζενχάουζεν (Tisinghaussen), ο οποίος ως αντιπρόσωπος του Ουσακώφ, ανασυγκρότησε την τοπική κυβέρνηση.

Στη νέα σύνθεση υπερίσχυσαν τα συντηρητικά στοιχεία της φατρίας των Μεταξά, τα οποία επεδίωξαν κωλυσιεργώντας να ελέγξουν κατά τη συγκρότησή του και το νέο Μεγάλο Συμβούλιο, στο οποίο, σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο του Συντάγματος, έπρεπε να προσκαλέσει ως μέλη και αστούς, οι σημαντικότεροι όμως των οποίων ήταν Ληξουριώτες, που δεν έλεγχε.

Τέλος παράγοντα αναταραχής συνιστούσε και η αντίθεση των καταγομένων από το Αργοστόλι διοικούντων, στην εφαρμογή του θεσπίσματος της Γερουσίας της 30 Σεπτεμβρίου/ 12 Οκτωβρίου 1799 που, δίκαια, καθόριζε τη λειτουργία Δικαστηρίου και Υγειονομείου στο Ληξούρι. Στις 12/24 Αυγούστου1800 ένα πλοίο με Ληξουριώτες άρχισε να κανονιοβολεί το Αργοστόλι, ενώ καθοδηγούμενοι από τους αντιπολιτευόμενους ένοπλοι χωρικοί από τη Λιβαθώ και τα Ομαλά, μαζί με στασιαστές στρατιώτες, κατελάμβαναν και λεηλατούσαν τα δημόσια κτίρια και τις περιουσίες των μελών της κυβέρνησης.

Οι τελευταίοι σώθηκαν διαφεύγοντας, οι πλέον καταδιωκόμενοι Ευστάθιος Μεταξάς και Ιωάννης Χοϊδάς, στη Ζάκυνθο και οι υπόλοιποι στην εξοχή. Οι στασιαστές εγκατέστησαν νέα κυβέρνηση και επέλεξαν νέους γερουσιαστές την 30η Αυγούστου/ 11 Σεπτεμβρίου αντικαθιστώντας τους ήδη εκλεγμένους.

Η Γερουσία , θέλοντας να επιτύχει την ηρεμία στην Κεφαλονιά, αναγνώρισε τις εκλογές και διόρισε τον Κωνσταντίνο κόμη Χωραφά πληρεξούσιό της. Παράλληλα για να καλύψει τα κενά, που δημιούργησε η στάση των στρατιωτών, ενίσχυσε τη φρουρά με τμήματα τυφεκιοφόρων και πυροβολητών, που μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα και ανέθεσε τη στρατιωτική διοίκηση στο Ρώσο συνταγματάρχη του Μηχανικού Κάρολο Σχραϊτερφέλντ (Schreiterfeld).

Ο Χωραφάς , αφού διεκπεραίωσε τις εντολές της Γερουσίας, παραιτήθηκε στις 7/19 Οκτωβρίου 1800, ενώ ο Σχραϊτερφέλντ αντικαταστάθηκε από τον Κερκυραίο Συνταγματάρχη Νικόλαο Πιέρη, ο οποίος μετακινήθηκε με την μονάδα του από τη Ζάκυνθο.

Στις 25 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου1800 ο Σουλτάνος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο οι δυο αντιπρόσωποι της Γερουσίας στην Κωνσταντινούπολη, διορίζονταν «Αυτοκρατορικοί Επίτροποι» και όφειλαν, σε συνεργασία με τον Ηγεμόνα της Πολιτείας, να συστήσουν τις τοπικές κυβερνήσεις των νησιών Αυτοί επανερχόμενοι στην Κέρκυρα εγκατέστησαν τις τοπικές αρχές (στις 1/13 Ιανουαρίου 1801 έγινε ή έπαρση της Επτανησιακής Σημαίας στην Κέρκυρα) και στις 9/21 Απριλίου 1801 έλαβαν την εντολή από την Γερουσία να συνεχίσουν και στα άλλα νησιά, στα οποία άρχισαν να εκδηλώνονται χωριστικά κινήματα.

Σχετικά ενημερώθηκαν οι τοπικές διοικήσεις και διετέθη το δημόσιο πλοίο με κυβερνήτη τον κερκυραίο Κωνσταντίνο Ξήντα.

Ο Αντώνιος–Μαρία κόμης Καποδίστριας δήλωσε προσωπικό κώλυμα και όπως είχε δικαίωμα, από το σουλτανικό διάταγμα, όρισε αντικαταστάτη, παρακάμπτοντας τον πρωτότοκο γιό του Βιάρο και τον τριτότοκο Αυγουστίνο, που είχε γραμματέα στην Κωνσταντινούπολη, το δευτερότοκο Ιωάννη, γιατρό, ασχολούμενο τότε με τη διεύθυνση του στρατιωτικού οθωμανικού νοσοκομείου στην Κέρκυρα.

Όταν οι Αυτοκρατορικοί Επίτροποι έφθασαν στην Κεφαλονιά (27Απριλίου/9 Μαίου 1801) την βρήκαν κατά τον Μάρκο Θεοτόκη «…εν πλήρει στάσει. Ένοπλοι χωρικοί ανήκοντες εις διάφορα κόμματα κατεφόβιζον τους αστούς, έτεροι ωφελούμενοι εκ της αναρχίας παρεδίδοντο εις αρπαγάς και πειρατείας…» Μεταξύ των περιστατικών βίας που εκδηλώθηκαν, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί για μεν τη θρασύτητά τους στις επιθέσεις των φατριών των Λοβέρδων και των Τυπάλδων – Χαριτάτων εναντίον της πόλης και της ευρύτερης περιοχής του Ληξουρίου, για δε την έκτασή τους στις λεηλασίες, που έκανε η φατρία των κομήτων Μεταξά των μοναστηριών της Υπαπαντής και τoυ Κεχριώνα, καθώς και διαφόρων κτημάτων στη Σάμη.

Γράφει χαρακτηριστικά πάλι ο Μάρκος Θεοτόκης:

«…Ο κόμης Πέτρος Μεταξάς μετά 70 ληστών κατέσχε την οικίαν και τα εν Σάμη κτήματα του Πεκατόρου, όστις προβλέπων τούτο, δυο ημέρας προ της ελεύσεως του Μεταξά, ηδυνήθη δια θαλάσσης και δια ξηράς να μετακομίση αλλαχού τα εν τη οικία και ταις αποθήκαις σωζόμενα έπιπλα και είδη…»

Ο νεαρός Καποδίστριας (γεννημένος το 1776 ήταν τότε 25 ετών) φανέρωσε αμέσως τις ηγετικές ικανότητες που είχε διακρίνει ο πατέρας του. Στη μεγάλη συγκέντρωση πολιτών όλων των τάξεων, που οργάνωσε η τοπική κυβέρνηση, έλαβε τον λόγο, υποσκελίζοντας τον αρχαιότερό του Σιγούρο-Δεσύλλα, και αφού επαίνεσε τις τοπικές αρχές, γνωστοποίησε τον σκοπό και τη μέθοδο της Αυτοκρατορικής Επιτροπής, ζητώντας τη συνδρομή όλων για το καλό του τόπου.

Οι εξαιρετικές εντυπώσεις που προκάλεσε η εμφάνιση των Επιτρόπων, θορύβησαν εκείνους που επεδίωκαν την αναταραχή, με αποτέλεσμα η φατρία του ταγματάρχη Ανδρέα Ρικιαρδόπουλου – Στεκούλη που, από την έξωση των Γάλλων δημοκρατικών, είχε σφετερισθεί τη στρατιωτική εξουσία, να κινηθεί συνωμοτικά για την ματαίωση των σχεδίων.

Παράλληλα στα Τρωγιανάτα ο Ευστάθιος Μεταξάς, που επέστρεψε από τη Ζάκυνθο, κυκλοφορούσε προκηρύξεις με τις οποίες καλούσε το λαό στο Αργοστόλι, στις 2/14 Μαίου, για να αντικατασταθεί η κυβέρνηση από νέα την οποία εκείνος, ως φορέας της νόμιμης εξουσίας, θα πρότεινε.

Οι Επίτροποι κατανοώντας τους κινδύνους, συνέστησαν «Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας» αποτελούμενη από δώδεκα προσωπικότητες όπως ο Κ. Χωραφάς, ο Δ. Πινιατόρος και ο Στ. Φωκάς και διέταξαν, απειλώντας βαρύτατες ποινές, τον μεν Ευστάθιο Μεταξά να εγκαταλείψει εντός 48 ωρών το νησί, την δε οικογένεια Ρικιαρδόπουλου να περιορισθεί στη Λιβαθώ.

Ο Μεταξάς έχοντας συναίσθηση της υπεροχής του ,πολιόρκησε το Αργοστόλι, απειλώντας πλέον και τους ίδιους τους Επιτρόπους. Ο Καποδίστριας για να σταθμίσει την κατάσταση, παρά τις αντιρρήσεις των Σιγούρου –Δεσύλλα και Πιέρη επεδίωξε, το ίδιο βράδι να έχει προσωπική συνάντηση μαζί του σε κάποιο από τα χωριά που είχε υπό τον έλεγχό του ο Μεταξάς, συνοδευόμενος μόνο από έναν οδηγό.

Επιστρέφοντας ο Καποδίστριας από αυτή την παράτολμη επιχείρηση, πρότεινε την ίδρυση επιτροπής που θα έλυνε τις διαφορές και θα απομάκρυνε τους ενόπλους από την πόλη. Η « Επιτροπή Ειρήνης » συγκροτήθηκε από τους ευπατρίδες Στέφανο Φωκά, Νικολή Φωκά, Δημήτριο Πινιατόρο και Νικόλαο Άννινο. Αυτή εξέδωσε διαταγή που επαναλάμβανε τις αποφάσεις της προηγούμενης, απαιτούσε τον γενικό αφοπλισμό και καθόριζε τη λειτουργία της Πολιτείας.

Την διαταγή με γενναιότητα, μετέφερε στους πολιορκητές μόνος, ο λοχαγός Θεοτόκης, ο οποίος και τους ενημέρωσε ότι πρέπει να διαλύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Μετά τη δημοσίευση της διαταγής, η Επιτροπή περιόδευσε την πόλη κρατώντας κλαδιά ελιάς, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες ότι έγινε ειρήνη και προτρέποντάς τους να τη σεβαστούν. Αυτή την κρίσιμη στιγμή ο συνταγματάρχης Πιέρης, επειδή κάποιοι οπαδοί του Μεταξά έδειξαν θρασύτητα, μπήκε στο κέντρο της παράταξης των αντιμαχομένων και διέταξε τον μεν ταγματάρχη Ρικιαρδόπουλο να αποχωρήσει, τους δε άλλους ενόπλους να αποσυρθούν.

Ύστερα από αυτή την ενέργεια των Αυτοκρατορικών Επιτρόπων άρχισαν και μεταξύ των στασιαστών να υπερτερούν εκείνοι που επιθυμούσαν τη σύσταση της Πολιτείας. Μάλιστα δυο πολυάριθμες οικογένειες οι Κωστάτοι και οι Γαρμπή ζήτησαν να υψώσουν και να φρουρήσουν την σημαία της.

Στις 8/20 Μαίου η τοπική κυβέρνηση, κατανοώντας ότι ο τρόπος εκλογής της δυσχέραινε τα πράγματα, παραιτήθηκε αναθέτοντας την αρχή στους Αυτοκρατορικούς Επιτρόπους. Αυτοί ανέλαβαν την εξουσία, ως προσωρινή διοίκηση, προσκαλώντας και την «Επί της Δημοσίας Ασφαλείας Επιτροπήν». Στις 15/27 Μαίου έφθασαν ως επικουρία δύο λόχοι επιλέκτων (100 πεζών και 20 Πυροβολητών) με 2 πεδινά τηλεβόλα, υπό τον κερκυραίο συνταγματάρχη Αυγουστίνο Βαρούχα, που ανέλαβε ως αρχαιότερος τη διοίκηση.

Ο Πιέρης παρέμεινε ως γενικός επιθεωρητής. Η παρουσία της στρατιωτικής μονάδας και ενός μικρού ρωσικού πολεμικού πλοίου (Bergantino ) που ακολούθησε , ενίσχυσαν αποφασιστικά τη θέση των Αυτοκρατορικών Επιτρόπων, ιδιαίτερα απέναντι στην ισχυρή φατρία των Μεταξά.

Η προσωρινή διοίκηση αποκατέστησε την τάξη και σύντομα άρχισαν να επιστρέφουν όσοι κυνηγημένοι είχαν εγκαταλείψει το νησί. Μάλιστα στις 16/28 Μαίου επετράπη και η επιστροφή του «…καλού, τιμίου και ζηλωτή υιού της Πολιτοκρατείας της Κεφαλληνίας Δρ. Ευσταθίου Μεταξά…». Είναι προφανές ότι με αυτήν ολοκληρώθηκαν όσα συμφωνήθηκαν με τον Καποδίστρια εκείνη την άγρια νύχτα, άλλωστε η παρουσία του Μεταξά ήταν αναγκαία αφού έπρεπε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των υπερβολικών απαιτήσεων, ως αποζημιώσεων, αυτών που είχαν υποστεί καταστροφές.

Ενώ συνέβαιναν αυτά, αιφνιδιαστικά παραιτήθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση όλα τα μέλη τα καταγόμενα από το Ληξούρι και ταυτόχρονα έφθασαν ειδήσεις στους Επιτρόπους για μεγάλη συγκέντρωση οπλισμού και πολεμοφοδίων εκεί, μάλιστα τους καταδόθηκε και η μεταφορά τηλεβόλου. Καθώς οι Ληξουριώτες δεν επέτρεψαν την εξακρίβωση των πληροφοριών (εξανάγκασαν με καταιγιστικές βολές το στρατιωτικό απόσπασμα, που στάλθηκε γι’ αυτό να υποχωρήσει) οι Επίτροποι αποφάσισαν να τους επισκεφθούν, με την ευκαιρία της προγραμματισμένης αλλαγής της φρουράς.

Η επίσκεψη ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς, καθώς διαδόθηκε ότι σκοπός της ήταν η κατάργηση του Υγειονομείου και των Δικαστηρίων και ο εμπρησμός των σπιτιών των αρχιστασιαστών. Οι Επίτροποι με προκήρυξη καθησύχασαν τους πολίτες και εκείνοι τους δεξιώθηκαν φιλόφρονα στην τοπική Λέσχη. Εκεί τους προσφώνησε ο Ελευθέριος Τυπάλδος- Πρετεντέρης παρουσιάζοντας το κλίμα αβεβαιότητας στο οποίο ζούσαν και οι Επίτροποι επανέλαβαν τις καλές προθέσεις της Πολιτείας.

Σε παρατήρηση κάποιου ότι δεν έχουν πλέον καμία εμπι στοσύνη στους Αργοστολιώτες , ο Καποδίστριας απάντησε πως είναι έγκλημα να μη δεχονται την ενότητα, στηριζόμενοι σε αμφιβολίες γι’ αυτό «..ας επανορθώσωσι τα λάθη, εκλέγοντες τέσσαρας ευϋπολήπτους πολίτας, ίνα συζητήσωσι μετά των ευϋποληπτοτέρων του Αργοστολίου, περί των υποθέσεων της Πατρίδος, άνευ όμως όπλων, άνευ διαβουλίων, άνευ στασιαστικών προθέσεων, αλλά μετά ψυχράς και ησύχου περισκέψεως και τότε περατωθήσονται πάντα μετά ειρήνης, ομονοίας και ισότητος…»

Οι λόγοι αυτοί έπεισαν τους πολίτες και οι Επίτροποι επέστρεψαν στο Αργοστόλι αισιόδοξοι για τις εξελίξεις. Φθάνοντας εκεί, πληροφορήθηκαν ότι οι φατρίες των Μεταξά και Ρικιαρδόπουλου –Στεκούλη είχαν συναθροίσει πάνω από 300 οπλοφόρους από τη Λιβαθώ και κινούνταν προς τη πόλη με σκοπό τη λεηλασία και την καταστροφή της, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη εξουσία εκτός από τη Γερουσία και την παραιτηθείσα κυβέρνηση.

Οι Επίτροποι διαφώνησαν μεταξύ τους για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ενεργήσουν, τελικά όμως υπερίσχυσε η άποψη του Καποδίστρια για δυναμική επιχείρηση, η οποία και ανατέθηκε στον Πιέρη. Αυτός στις 3 /15 Ιουνίου με ένα τάγμα 231 ανδρών και δύο πεδινά τηλεβόλα, εξόρμησε από τα Κοκολάτα και διέλυσε τους στασιαστές στα Φωκάτα, ενώ οι εφεδρείες τους αποτέλειωσαν στα Σπήλια και στις διαβάσεις προς την Κραναία.

Από τους αρχηγούς όλοι οι Ρικιαρδόπουλοι δι έφυγαν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ενώ από τους Μεταξάδες ο Καίσαρ κατέφυγε στην Κέρκυρα, όπου και παραδόθηκε στη Γερουσία ζητώντας την αναστολή της εξορίας του και ο αδελφός του Ανδρέας παραδόθηκε και φυλακίστηκε στο δημόσιο πλοίο για να οδηγηθεί στην Κέρκυρα. Πριν όμως γίνει αυτό, κατάφερε να αποδράσει, κολυμπώντας. Ο Καποδίστριας θεώρησε ως υπεύθυνους τον πλοίαρχο Ξήντα και τον επικεφαλής λοχαγό Αντώνιο-Βίκτωρα κόμη Καποδίστρια, πρώτο εξάδελφο του πατέρα του, και σε επίδειξη δύναμης τους έστειλε, δεμένους,να δικαστούν στην Κέρκυρα.

Στη συνέχεια με υπόδειξη του Καποδίστρια η «Επί της Δημοσίας Ασφαλείας Επιτροπή» εξέδωσε προκήρυγμα με το οποίο ενημέρωνε τους πολίτες για τα συμβάντα και απαγόρευε την οπλοφορία.

Οι Κεφαλονίτες κομματάρχες άρχισαν να κατανοούν ότι η παρουσία των εκπροσώπων της Γερουσίας ματαίωνε τα σχέδιά τους για την τελική επικράτησή τους επί των αντιπάλων και προσπάθησαν να τους διασπάσουν, θεωρώντας τον Καποδίστρια προσκείμενο στις απόψεις τους. Έστειλαν λοιπόν, αναφορά στη Γερουσία με την οποία ζητούσαν να απομακρυνθούν οι Σιγούρος και Βαρούχας, που δεν ήταν αποτελεσματικοί κατά τη αντιμετώπιση της ανταρσίας, ώστε να μείνουν μόνοι οι Καποδίστριας και Πιέρης, που την κατέστειλαν. Οι τελευταίοι όμως, θεώρησαν τους εαυτούς τους θιγόμενους και με αναφορά διαμαρτυρήθηκαν αμέσως στον Ηγεμόνα Γεώργιο-Σπυρίδωνα κόμη Θεοτόκη υπερασπιζόμενοι την τιμή τους και τους συνεργάτες τους.

Στο μεταξύ στο Ληξούρι, που συνέχιζε τις διασπαστικές ενέργειες, συνελήφθησαν δυο κατηγορούμενοι για ληστείες και φόνους, όμως οι συγγενείς τους από τη Κοντογενάδα Ανωγής, που ανήκαν στη φατρία των Λοβέρδων πολιόρκησαν την πόλη απειλώντας καταστροφές εάν δεν απελευθερώνονταν. Ο Καποδίστριας έστειλε αμέσως στις 3/15 Ιουλίου τον Πιέρη με ένα λόχο και ένα πυροβόλο και εκείνος επέβαλε την τάξη εκτελώντας δημόσια τους ληστές και διαλύοντας τους πολιορκητές, που ήδη είχαν προκαλέσει καταστροφές και μέσα στην πόλη (7/19 Ιουλίου 1801).

Ύστερα από αυτά στις 8/20 Ιουλίου ο Καποδίστριας, που πλέον είχε επιβληθεί ,συγκάλεσε το Μεγάλο Συμβούλιο και τα 280 μέλη του, σε έξι ημέρες, εξέλεξαν τους τρεις γερουσιαστές και όλες τις άλλες τοπικές αρχές. Οι θέσεις μοιράστηκαν ισομερώς μεταξύ των εκπροσώπων των τριών αστικών κέντρων : του Κάστρου, του Αργοστολιού και του Ληξουριού.

Το Συμβούλιο επικύρωσε επίσης θέσπισμα της Γερουσίας που έκρινε έκπτωτο από τα αξιώματά του τον πρεσβευτή της Πολιτείας στην Πετρούπολη Άγγελο Όριο, που είχε προτιμήσει την αυστριακή ιθαγένεια. Στις 15/27 Ιουλίου οι Επίτροποι ανακοίνωσαν την εγκατάσταση των αρχών και προετοιμάσθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί με τη στρατιωτική δύναμη της Πολιτείας. Επειδή όμως και πάλι οι αποφάσεις δεν ήταν αποδεκτές από την πλειοψηφία του Ληξουριού, η τοπική κυβέρνηση ανέθεσε στον Καποδίστρια να την εκπροσωπήσει και να παρουσιάσει την κατάσταση στον Ηγεμόνα και τη Γερουσία για να αποτραπεί η απομάκρυνση όλης της Φρουράς.

Ο Καποδίστριας ταξίδεψε στις 23 Ιουλίου/ 4 Αυγούστου και έπεισε τη Γερουσία να παραμείνει η μο νάδα του Πιέρη. Γυρνώντας στην Κεφαλονιά τα γεγονότα δεν άργησαν να τον επιβεβαιώσουν αφού οι χωρικοί της Ανωγής και της Κατωγής επιτέθηκαν στο Ληξούρι στις 4/ 16 Αυγούστου.

Σε αυτή την επίθεση οι στασιαστές κατάφεραν με απάτη να επιβληθούν, να σκοτώσουν σχε δόν τη μισή φρουρά και τον επικεφαλής λοχαγό (της κεφαλληνιακής εθνοφυλακής) Άγγελο Τυπάλδο –Ιακωβάτο, τον οποίο και διαμέλισαν, να εξαναγκάσουν μεταδίδοντάς του ψευδείς διαταγές, τον τραυματισμένο λοχαγό (της Πολιτείας) Τιμόθεο Ούγκαρο, να μεταφέρει στο Αργοστολι τους υπόλοιπους στρατιώτες, και να επιδοθούν σε λεηλασίες και εμπρησμούς των περιουσιών των υποστηρικτών της Ομοσπονδίας.

Επίσης εγκατέστησαν νέα αρχή με τους: Αλοϊσιο Λοβέρδο, Μαρίνο Δαμουλιάνο και Αναστάσιο Λοβέρδο. Αυτοί δημοσίευσαν προκηρύξεις που αφενός απαγόρευαν «…πάσαν επικοινωνίαν μετά του Αργοστολίου επ’ απειλή τοις παραβάταις πυροβολισμού και εμπρησμού του πλοίου των …» αφετέρου παρουσίαζαν το αμέσως επόμενο αίτημα της φατρίας τους, που ήταν η κατάργηση και ο σφετερισμός των φόρων ( κυρίως της σταφίδας ) που τότε ανερχόταν στο πολύ μεγάλο ποσό των 16.000 τάλιρων, καθώς η Παλική ήταν το πλουσιώτερο και το πολυανθρωπότερο μέρος του νησιού.

Σε αυτές τις ενέργειες έβρισκαν συμπαραστάτη τον υποπρόξενο της Αυστρίας Φραγκίσκο Ιγγιόστρη, του οποίου η περιφρονητική προς την Πολιτεία συμπεριφορά τους αποθράσυνε. Η αδυναμία είσπραξης των φόρων δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στους Επιτρόπους, που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κανένα έξοδο της διοικήσεως. Το πρόβλημα λύθηκε με στρατήγημα του Πιέρη που εμφανέστατα ετοίμασε την μονάδα του για αναχώρηση. Τρομαγμένοι από την είδηση οι κάτοικοι του Αργοστολιού κατέθεσαν στο δημόσιο ταμείο τόσο μεγάλα ποσά που άρκεσαν για τη συντήρηση του στρατού και της διοίκησης και επέτρεψαν την αναχώρηση για την Κέρκυρα των δυο Γερουσιαστών, του Κάστρου Λουκά Παν. Χωραφά και του Αργοστολιού Πέτρου Χοϊδά. (Ο Γερουσιαστής του Ληξουριού Φιοροβάντες Αλ. Κρασσάς δεν τόλμησε γιατί απειλήθηκε από τους συντοπίτες του ότι αν αναχωρούσε θα του έκαιγαν το σπίτι).

Ο Καποδίστριας έκανε μια τελευταία προσπάθεια προσέγγισης πηγαίνοντας στο Ληξούρι με τον από όλους σεβαστό Ανδρέα Πανά. Αδιάλλακτοι οι Ληξουριώτες απέρριψαν τις προτάσεις του. Τότε διαπίστωσε ο Καποδίστριας ότι «…η φιλαρχία, η αρπαγή του δημοσίου πλούτου και αι εκδικήσεις δεν ήσαν τα μόνα αίτια της στάσεως και αναρχίας …» καθώς σημαντικό παράγοντα συνιστούσε και η συμπεριφορά του αυστριακού υποπροξένου. Ενημέρωσε σχετικά την Γερουσία και εκείνη αφού έλαβε και την γνώμη της τοπικής διοικήσεως ζήτησε αργότερα την παύση του Ιγγιόστρη.

Θεωρώντας πως εξετέλεσαν το καθήκον τους οι Επίτροποι αναχώρησαν από την Κεφαλονιά στις 1527 Αυγούστου 1801 για να συνεχίσουν το έργο τους στην Ιθάκη. Η απομάκρυνση των εκπροσώπων της κεντρικής διοίκησης αποθράσυνε τα έξαλλα στοιχεία και των δυο πλευρών που για μία ακόμη φορά απομόνωσαν τους ψύχραιμους και λογικούς, σχεδιάζοντας νέες επιδρομές, λεηλασίες και βιαιοπραγίες. Χαρακτηριστική του κλίματος που επικράτησε και στις δυο πλευρές είναι η επιστολή των αρχών του Ληξουριού και των τμημάτων Θηνέας, Ανωγής και Κατωγής προς τη Γερουσία της 19ης Σεπτεμβρίου1ης Οκτωβρίου 1801:

«..δεν δύναται να υφίσταται πλέον Ενότης, Αδελφότης και Επίκοινος Κυβέρνησις διότι και αυτή η φύσις εχώρισε το Αργοστόλιον του Ληξουρίου δια 30 μιλίων αποστάσεως διά ξηράς και 6 διά θαλάσσης και διότι αι καρδίαι αμοιβαίως εχωρίσθησαν και εξ αδιαλλάκτου μίσους αμοιβαίως κατέχονται…»

Ύστερα από αυτά ήταν πλέον θέμα ημερών η νέα επίθεση εναντίον του Αργοστολιού της φατρίας των Μεταξά, που έγινε στις 21 Μαρτίου/1 Απριλίου 1802, αλλά αποκρούσθηκε από την κεφαλληνιακή εθνοφυλακή και τον λοχαγό Ανδρέα Σπ. Άνινο. Κατά τις συμπλοκές σκοτώθηκε ο στασιαστής Κοσμέτος Βαλσάμος-Ορκουλάτος και συνελήφθησαν οι Καίσαρ Αν. Μεταξάς, Σταμάτιος Ι. Κουμούδος και Νικόλαος Π. Καλιγάς, που καταδικάσθηκαν και εκτελέστηκαν δημόσια. Ο μόνος που κατάφερε να διαφύγει ήταν ο Ανδρέας Αν. Μεταξάς.

Καθώς η φατρία των κομήτων Μεταξά υποτάχθηκε, οι προσκείμενοι στην Πολιτεία κάτοικοι της Λιβαθούς απέκλεισαν με τα πλοία τους το Ληξούρι εξαναγκάζοντας τους προσκείμενους στους Μεταξά στασιαστές Γεώργιο Τυπάλδο- Παυλή, που είχε νυμφευθεί την αδελφή τους, Πυλαρινούς και Λοβέρδους να εγκαταλείψουν το νησί. Χωρίς αρχηγούς οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να δηλώσουν πως επιθυμούν την ειρήνη και τη συνεργασία.

Έτσι έληξε η περιπέτεια της Κεφαλονιάς. Δεν τελείωσε όμως η προσφορά του Καποδίστρια σε αυτήν. Από τις 22 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου έως τις 9/21 Οκτωβρίου 1802 επανήλθε στη διοίκησή της. Τότε η Γερουσία και ο πληρεξούσιος υπουργός του τσάρου Γεώργιος κόμης Μοτσενίγος, που ουσιαστικά ενεργούσε ως αρμοστής, έκριναν πως ήταν ο μόνος κατάλληλος ως Έκτακτος Έπαρχος να διατηρήσει την ηρεμία, να εγκαταστήσει τη ρωσική φρουρά , να αφοπλίσει την ευθυνόμενη γιά πολλές ταραχές Κεφαλληνιακή Εθνοφυλακή και να προετοιμάσει την ανάληψη των καθηκόντων του Ιακώβου κόμη Μερκάτη, που τοποθετήθηκε ως εκπρόσωπος του Ηγεμόνα.

Ο νεαρός Καποδίστριας πέτυχε στη δύσκολη πρώτη αποστολή του. Φεύγοντας παρέδωσε ένα νησί ειρηνευμένο, διοικούμενο από την Πολιτεία , με τους αντιπάλους αποδυναμωμένους, με ένα νέο νοσοκομείο και με πλεόνασμα 12.000 γρόσια στο δημόσιο ταμείο από τα οποία τα 8.000 ενίσχυσαν το Γενικό Ταμείο.

Αυτές οι πρώτες αποστολές φαίνεται πως παρέμειναν ζωηρές στη μνήμη του .Ο Μάρκος Θεοτόκης αναφέρει πως στις 18/30 Ιουνίου 1807, κατά την πολιορκία της Λευκάδας, είπε τα εξής σε Κεφαλλονίτες πλοιάρχους: «…άρχισα το πολιτικόν μου στάδιον εν μέσω Υμών εν Κεφαλληνία και αισθάνομαι ότι είμαι Κεφαλλήν…»

...........
Βιβλιογραφία κατ’ επιλογήν

Arliotti Demetrio, Corcirese, La vita di Giovanni conte Capodistria, scritta del 1833 Κέρκυρα 1859
Δαφνής Γρ., Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γένεση του Ελληνικού Κράτους. Ίκαρος ( Αθήνα, 1976)
Θεοτόκης Μ. Ο Ιωάννης Καποδίστριας εν Κεφαλληνία και αι στάσεις αυτής εν έτεσι 1800,1801,1802. Ιστορικαί Σημειώσεις εξαχθείσαι εκ των εγγράφων του αρχείου της Επτανησίου Πολιτείας Εν Κερκύρα Τυπογραφείον Ι. Ναχαμούλη 1889
Λουκάτος Σ.Δ. Ιωάννης Καποδιστριας και η Επτάνησος Πολιτεία Αθήναι 1959
Λούντζης Ερ. Επτάνησος Πολιτεία Μετάφραση Αβιγαϊλ Λούντζη- Νικοκάβουρα
Κέρκυρα 1968 Τίτλος πρωτοτυπου: Ermanno conte Lunzi, Della Republica Settinsulare, Μπολώνια, 1863
Μαυρογιάνννης Γερ., Ιστορία των Ιονίων Νήσων αρχομένη τω 1797 και λήγουσα τω 1815 , Αθήναι 1889
Μοσχονάς Ν.Γ. « Τα Ιόνια Νησιά κατά την περίοδο 1797-1821» Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών τ.ΙΑ σ.382-402
Μοσχόπουλος Γ. Ιστορία της Κεφαλονιάς, Εκδόσεις Κέφαλος, Αθήνα 1988

_____________________________________________
ΣΗΜ. το κείμενο μετέφερα (διατηρώντας τον ίδιο τίτλο) από εδω: https://averoph.wordpress.com/2014/10/25/ο-iωάννης-καποδίστριας-ως-΄εκτακτος-επ/, όπου αναφέρεται ότι είναι αναδημοσίευση από το ΕΞΑΛΑΠΑΞΑΣ του άρθρου του Νίκου Κ. Κουρκουμέλη δ.φ. και μπορείς να ανατρέξεις για περισσότερες πληροφορίες. Ο σύνδεσμος που υπάρχει προς την αναφερόμενη ΠΗΓΗ, δεν θεωρήθηκε ασφαλής απο το συστημα του υπολογιστή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: